» Jon McGregor (μτφρ. Αλέξης Καλοφωλιάς, εκδόσεις Άγρα)
Υπήρξαν κάποια χρόνια, δώδεκα για την ακρίβεια, που κανένα καινούργιο βιβλίο του Τζον ΜακΓκρέγκορ δεν κυκλοφορούσε στα ελληνικά.
Και εγώ, από καιρό σε καιρό, αναθυμόμουν πόσο μου είχαν αρέσει εκείνα τα δύο μυθιστορήματά του, το Αν δεν μιλάμε για τα σπουδαία πράγματα και το Τόσοι και τόσοι τρόποι για να γίνει μια αρχή, και τα δύο σε μετάφραση Αθηνάς Δημητριάδου, μια υπογραφή εγγύηση, και όλο και επανερχόμουν στον κατάλογο της Άγρας με τις προσεχείς εκδόσεις για να βεβαιωθώ, ξανά και ξανά, πως όντως περιλαμβανόταν σ’ αυτόν η αναγγελία για τον Ταμιευτήρα 13 και δεν το είχα απλώς φανταστεί. Και ήρθε το καλοκαίρι του 2020 όταν και κυκλοφόρησε ο Ταμιευτήρας 13. Και πριν συμπληρωθούν δύο χρόνια, να και το τελευταίο βιβλίο του γεννημένου στις Βερμούδες συγγραφέα· Γείρε Πέσε Σήκω.
Όταν ήρθε η καταιγίδα ήταν απρόσμενη και ο Τόμας Μέυερς έπεσε στα γόνατα.
Όπως στον Ταμιευτήρα 13, έτσι και εδώ, ο ΜακΓκρέγκορ δίνει αρχικά την εντύπωση πως θα κινηθεί σε ένα λογοτεχνικό περιβάλλον πιο pulp. Η επίφαση αστυνομικού μυθιστορήματος, με την τοποθέτηση της εξαφάνισης μιας νεαρής κοπέλας στο επίκεντρο της πλοκής, στον Ταμιευτήρα 13, θα μετατραπεί εδώ σε επίφαση ενός θρίλερ δράσης, όταν μια ερευνητική αποστολή τριών ατόμων στην Ανταρκτική, αποτελούμενη από τον Λιούκ, τον Τόμας και τον Ντοκ, θα βρεθεί στο έλεος ενός αναπάντεχου καιρικού φαινομένου. Και αν στον Ταμιευτήρα 13 εκείνο που απασχόλησε τον ΜακΓκρέγκορ ήταν οι κύκλοι που δημιουργούνται στο νερό όταν σε αυτό πέσει ένα βότσαλο, κύκλοι που διαδέχονται ο ένας τον άλλο μέχρι που σβήνουν ενώ η επιφάνεια επανέρχεται σταδιακά στην πρότερη κατάσταση ηρεμίας, στο Γείρε Πέσε Σήκω εκείνο που τον απασχολεί είναι η έννοια της επιβίωσης, οι μεγάλες μάχες που συμβαίνουν γύρω μας και όχι απαραίτητα σε κάποιο εξωτικό περιβάλλον όπως η Ανταρκτική· οι αλλαγές που προκύπτουν από τη μια στιγμή στην άλλη, ο εγκλωβισμός μέσα στο ίδιο μας το σώμα, η αδυναμία επικοινωνίας με τους γύρω μας, η ανάγκη για εξωστρέφεια και η περιχαράκωση στο εγώ, ανάμεσα σε άλλα.
Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης θυμήθηκα ένα άλλο σπουδαίο μυθιστόρημα Το βιβλίο των παράξενων νέων πραγμάτων του Φέιμπερ, όπου ο συγγραφέας χωρίζει ένα ζευγάρι, στέλνοντας τον άντρα σε μια διαστημική αποστολή και αφήνοντας τη γυναίκα πίσω στη γη, και η απόπειρα τους να διατηρήσουν επαφή, με τις προφανείς δυσκολίες, που δεν εξαντλούνται αποκλειστικά στο τεχνικό κομμάτι αλλά σύντομα περνούν και στο πεδίο της τόσο διαφορετικής καθημερινότητας, είναι το εύρημα που επιτρέπει στον συγγραφέα, με την επίφαση της λογοτεχνίας επιστημονικής φαντασίας, να κάνει ευφυώς την αναλογία με τον θάνατο, αφιερώνοντας το βιβλίο στην ετοιμοθάνατη τότε σύζυγό του. Και εκτός από το λογοτεχνικό προκάλυμμα, υπάρχει και κάτι στην ιστορία που δημιουργεί δεσμό ανάμεσα στα δύο βιβλία. Ο Φέιμπερ χωρίζει το ζευγάρι, ο ΜακΓκρέγκορ το επανενώνει με τρόπο όμως απότομο, μη ηθελημένο. Δημιουργεί με τον τρόπο αυτό μια νέα κατάσταση στη ζωή τους, οι ισορροπίες μεταβάλλονται, οι ανάγκες επανακαθορίζονται, τα όρια της ανεξαρτησίας απειλούνται, το συναίσθημα υποτάσσεται σε έναν εκβιασμό.
Ο ΜακΓκρέγκορ έχει το χάρισμα της αφήγησης. Καθόλου έκπληξη δεν αποτελεί η μαεστρία με την οποία περιγράφει τις γεμάτες ένταση σκηνές εν μέσω καταιγίδας ή ο τρόπος με τον οποίο αποτυπώνει την αγωνία που βιώνουν οι τρεις άντρες κατά την άνιση μάχη που δίνουν.
Παρεμβάλει περίτεχνα περιγραφές της μεγαλοσύνης του τοπίου και περιγράφει φωτογραφίες εντυπωσιακές, που ο Τόμας συνήθιζε να τραβάει και να επεξεργάζεται αργότερα στον υπολογιστή του, δημιουργώντας έτσι, μέσω τις αντίστιξης, νησίδες ηρεμίας και ομορφιάς, επιτείνοντας την αγωνία και τον τρόμο. Μοιάζει με έμπειρο ηχολήπτη που αυξομειώνει την ένταση του ήχου κατά τη διάρκεια της προβολής, συχνά σε ευθεία αντιπαράθεση με την οθόνη. Ο συγγραφέας, με το γνώριμο στυλ του, υπνωτίζει τον αναγνώστη, παγώνει τον χρόνο και απλώνει τις στιγμές. Πετυχαίνει έτσι να αποδώσει τις ακραίες συνθήκες εντός των οποίων κινούνται οι ήρωές του, συγχρονίζοντας όσα συμβαίνουν με όσα σκέφτονται, όχι μόνο στην Ανταρκτική, αλλά και αργότερα, όταν θα βρεθούν σε περιβάλλοντα πιο ελεγχόμενα.
Το Γείρε Πέσε Σήκω αποτελείται από ένα πλήθος ζευγών. Το εκεί και το εδώ, το πριν και το τώρα, η συντροφιά και η μοναξιά, η ομάδα και η οικογένεια, το εξωτικό και το συνηθισμένο, το μέσα και το έξω, η ηρεμία και το χάος, η κίνηση και η ακινησία, το εγχειρίδιο οδηγιών και ο αυτοσχεδιασμός, η σιωπή και ο θόρυβος, το απέραντο και το πεπερασμένο, οι βεβαιότητες και ο κρότος από την υποχώρησή τους. Ο ΜακΓκρέγκορ με τρόπο λειτουργικό αναβαθμίζει μια ιστορία φαινομενικά απλή σ’ ένα λογοτεχνικό κατασκεύασμα υψηλών απαιτήσεων.
Ιστορία απλή με δεδομένες ωστόσο τεχνικές δυσκολίες, που αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα του είδους, όπως τουλάχιστον ξεκινά το βιβλίο, γιατί στην πορεία ο συγγραφέας επιλέγει μια κατεύθυνση διαφορετική, ασχολούμενος με το μετά, θα μπορούσε κάποιος να πει, μιας περιπέτειας δράσης. Η εμπειρία τού συγγραφέα από ένα ταξίδι του στην άκρη της γης σίγουρα αποτέλεσε βοηθητικό παράγοντα, καθώς ακόμα και η πλέον ενδελεχής έρευνα δεν μπορεί να συναγωνιστεί το βίωμα.
Ο τρόπος με τον οποίο ο ΜακΓκρέγκορ στήνει την κατασκευή του του επιτρέπει να εντάξει σε αυτή, χωρίς να τη βαρύνει και να την αλλοιώσει, διάφορα ζητήματα και προεκτάσεις. Για παράδειγμα, θυμίζοντας Κόου ή Λόουτς, στο περιθώριο της ιστορίας, αλλά με φωνή ευδιάκριτη και δυνατή, γίνεται αναφορά στο υπό κατάρρευση κοινωνικό κράτος της Αγγλίας, με τα υπό εξαφάνιση κονδύλια και τις τρανταχτές ελλείψεις σε ανθρώπινο δυναμικό. Το Γείρε Πέσε Σήκω αποτελεί μια υβριδική μίξη ειδών, ένα κοινωνικό θρίλερ εσωτερικής δράσης, θα το ονόμαζα, στο οποίο, με τρόπο εντυπωσιακό και εν πολλοίς ανεξιχνίαστο, ο ΜακΓκρέγκορ όχι μόνο διατηρεί τον πλήρη έλεγχο αλλά το φέρνει στα μέτρα του και ενώ το μυθιστόρημα αυτό τόσο διαφέρει από τα προηγούμενα έργα του τόσο τελικά