Θαρρείς πως ανταμώσανε δυνάμεις απ’ τη φύση, υπερκόσμιες, άγνωρες, μαγνητικές, τη ζωή που μας ρυθμίζουν κι ενάντια ερχόντουσαν σε κακοτοπιές και μιζέρια που μαστίζει κόσμο, πολύ κοσμάκη.
Ένας μαλακός νότος φύσαγε και σύννεφα άσπρα και γκριζωπά μαζώνονταν και παιγνιδίζαν σαν τα μικρά γατάκια τα νιόβγαλτα που τρυπώνουν ανάμεσα τα λουλούδια και σηκώνονται στα αδύναμα ποδαράκια τους τα πισινά να ανταμώσουν αγκαλιά κι ύστερα να χωρίσουν και να ψευτοδαγκώνονται με τα νύχια τραβηγμένα, χωμένα στο δέρμα, μη λάχει και πονέσουνε το άλλο.
Στέκουμουν εκτεθειμένος στην άκρα της Γαβαθιανής άμμου που νωχελικά δεχότανε το νεροφίλημα από το παλλόμενο υγρό στοιχείο, αγνάντευα το αρχιπέλαγος κι απολάμβανα το στραφτάλισμα της γαληνεμένης θάλασσας με λιγοστούς γλάρους να βολτάρουν και να βουτάνε σα βλέπανε μικρό ψαράκι ή άλλο της αρεσκείας των φαγώσιμο στον αφρό. Κείνη την ώρα της απόλυτης γαλήνης κι ηρεμίας, σούρσιμο ακούστηκ’ από δίπλα, γύρισα, ένας μεσήλικας άντρας, άγνωστός μου, πέρασε σκυθρωπός κοντοστάθηκε με αβεβαιότητα, με κοίταξε κι έκανε να συνεχίσει αμίληχτος. Απότομα, βγήκ’ απ’ τον κόσμο μου τον αληθινό κι άγνωρο σε πολλούς, χαμογέλασα ευγενικά, τον καλημέρισα πρόσχαρα, δεν αποκρίθηκε και θέλησα, ζωηρά, να σπάσω την παγωμένη ερημιά ανάμεσά μας.
– Ωραία μέρα σήμερα! Η θάλασσα, τα βουνά που μας στεφανώνουν… οι γλάροι…
Μα λες κι ήταν κέρινος, δεν αποκρίθηκε, δε γέλασε, δε θύμωσε, δεν αντέδρασε. Έμενε, έτσι. Βαλσαμωμένος.
– Από δω είστε; Συνέχισα ο αδιόρθωτα ρομαντικός.
Από τα χείλη του, με βαρεμάδα, βγήκε μια σκληρή λέξη, θαρρώ, ένα “Ναι”.
Θέλησα να συνεχίσω, πάγωσε όμως το χαμόγελό μου, λύθηκαν οι αρθρώσεις μου, απόμεινα στην ίδια πατημασιά λυπημένος και, διακριτικά, είδα χαρακιές να αυλακώνουν το μέτωπό του, ολόκληρος να γίνεται μια γκριμάτσα δυσφορίας, να στρίβει προς την ταβέρνα, να κάθεται σε μια καρέκλα και να καλεί το σερβιτόρο, που, ακολουθώντας, φαίνεται, κάποια συνήθεια του μυστηριώδη αυτού ανθρώπου, πλησίαζε με γεμάτο ένα τεράστιο δίσκο.
Τα άπλωσε και το τραπέζι μπροστά του γέμισε. Κάθισε πιο αναπαυτικά, και με απληστία, άρχισε να τρώει και να πίνει σα νάθελε τα κενά μέσα του να γιομίσει, την ανυπαρξία του να διασκεδάσει, ή, όλο τον κόσμο να καταπιεί.
Μουδιασμένος ως απόμεινα, σαν τον Κρητικό Ιχνηλάτη που χάνει τον αφέντη του, έκανα μεταβολή, βούλιαξα πάλι σε σκέψεις κι έφευγα, άλλο τόπο να βρω, με πιότερη ομορφάδα.
Δεν πρόκανα όμως να πάω λίγα μέτρα κι ο Στρατής ο γεροψαράς που παλεύει με τη θάλασσα να ζήσει τη φαμίλια του, με σταμάτησε, άνοιξε τα χέρια του σαν αετός, θέλησε να με αγκαλιάσει, σκέφτηκε μη και με λερώσει, το απέφυγε, κι άρχισε ευχάριστες ιστορίες και πειράγματα αθώα να μου λέει.
– Σε βλέπω κατσούφη και δε μ’ αρέσει Γιωργάκη. Ποιος σε πίκρανε να…
– Κανένας δεν με πείραξε, τους αθρώπους που λατρεύουν το τίποτα και δε λένε μηδέ καλημέρα ανταμώνω και τούτο με πικραίνει βρε Στρατή.
Κατάλαβε αυτός, συμπλήρωσε.
– Για το Λούκο θα λες, είπε κι έδειξε προς την ταβέρνα.
– Και αυτόν.
– Ετούτος που βλέπεις είναι συγχωριανός μας, σε κανένα δε μιλεί και κανένας δεν τον κοντεύει.
– Πολύ σκυθρωπός, βρε Στρατή.
– Σιχαμένος. Ποτέ του δε γέλασε.
– Γιατί.
– Φοβάται μη του ζητήσουν λεφτά.
– Γιατί έχει;
– Ένα βουνό παράδες και κάτε απάνω. Κάνε δυο που του ζήτησαν, μόνο ξύλο που δεν έφαγαν.
Κείνη την ώρα σκούξιμο από σκύλο ακούστηκε κι είδαμε ένα αδέσποτο που τον πλησίασε να τρώει μια κλωτσιά στο πλευρό του.
– Σου λέω. Γουρούνι. Κρίμα τα λεφτά που έχει. Μασούρι θα τα κάνει να τα βάλει…
Ξέχασα θάλασσα, βουνά και γλάρους, εκτόνωση χρειαζόμουνα, βρεθήκαμε παραδίπλα, στου Ρουφού το ταβερνάκι, τσίκνωσε ο τόπος σα τηγάνιζε η Μαίρη τα ψάρια που είχε φέρει ο Στρατής, ήρθανε κι άλλοι δυο τρεις ψαράδες, ο Ματζουράνης, ο Φειδίας κι ο Καλτσουνάς, γιομίσαμε τα ποτηράκια μπρούζικο κρασί, ξαναγιομίσανε, αρχίσαμε ανέκδοτα, πειράγματα, θαλασσινές ιστορίες αληθινές και ψεύτικες, πονέσανε τα πνεμόνια μας από τα γέλια και δε λέγαμε να χωρίσουμε.
Γι’ αυτό σου λέω. Γέλα. Είναι ψυχής και σώματος υγεία.
Πέντε λεπτά γέλιο ισοδυναμεί με μισή ώρα ποδηλασία. Το ξέρεις αυτό φίλε μου;