Πηγή τσ’ αγάπης, σκοτεινιά, του Ερωντα τα πάθη, νύχτα κρατείς μεσ’ στ’ όνειρο, όσα ο νους μου πλάθει. Π’ ακροβατεί στο ουρλιαχτό του δειλινού π’ ιδρώνει, γιατί τη νύχτα πεθυμά, τη μέρα τη σκοτώνει. Κι απόης, σα γυμνά σπαθιά λυγίζουν τα κλωνάρια, στων πόνων τ’ άγραφο χαρτί, σκιές δίχως αχνάρια. Κι είναι πληγές απού ρωτούνε τ’ άστρη αν θα πρέπει που ’ναι ανοιχτές να χαίρονται, να ’χουν τα δάκρυα, Επη. Να κάνουνε τις πεθυμιές, φλόγες γερές, να καίνε κι ύστερα με το αίμα τους, πως ξεδιψούν να λένε. Κι ο χρόνος μόνος ν’ απορεί, δύναμη πούθε παίρνουν και αψηφούνε τσ’ ασκιανούς κι αυτόνε τονε γδέρνουν. Είναι πληγές απου ’χουνε νύχια γαμψά σαν όρνια και δε πονούνε, δείχνουνε, στο χρόνο περιφρόνια. Κι ακροβατούν στους σκιανούς και ζωντανή κρατάνε, τη φλόγα μέσα της ψυχής, ποτέ δε λησμονάνε. Σαν αμαζόνες έκοψαν το ένα τους το στήθος, για να χωράει το σπαθί στου στέρνου τους το βύθος.