Στις υποθήκες του πελάγους
η κρούση του νου με το σώμα
εξευγενίζεται.
Στις ράγες του τρένου πήρε
η σάρκα υπόσταση, στα καραβάνια
των λογισμών, η βρώση και η πόση
των θνητών εξαγιάστηκαν.
Μέσα σ’ ένα σύννεφο θολό και
ομιχλώδες, τραγούδησαν οι ρώγες
των δακτύλων με συνοριακά μυστικά
περάσματα.
Κι εκεί που το πούλουδο έγινε φωνή
αύρας λεπτής, η συνοικία των Ιουδαίων
χάθηκε στη μετοικεσία Βαβυλώνος.
Στην κουπαστή οι ναύτες φόρεσαν
τα σωσίβιά τους – η στεριά γι’ αυτούς
πάντα μακριά.
Το χασμουρητό ετερώνυμων ηλεκτρικών
φορτίων, προσέφερε φλόγα στη χόβολη
του τζακιού.
Με τα τρία μου δάκρυα μπορώ να ζήσω αιώνια.
Βροχή φωτογραφικών στιγμιοτύπων
αναλώνουν τη σαγήνη της υπακοής
σε γκρίζα νεφελώματα αγάπης αληθινής.
Οι σκέψεις κολλάνε εύκολα.
Είμαστε αυτοκόλλητοι.