Γεννιέται ο κόσμος – Βάσια Τζανακάρη (εκδόσεις Καστανιώτη)
«Give me the first six months of love
before the truth comes spilling out
before you open yor big mouth»
«Γεννιέται ο κόσµος, όταν φιλιούνται δυο», λέει ο στίχος. Στο βιβλίο της Τζανακάρη, το πρώτο µισό, ως τίτλος, συνοµιλεί µε το εξώφυλλο δια χειρός Στέφανου Ρόκου και τον συµπληρώνει. Μια από τις λειτουργίες της τέχνης του λόγου είναι το συναίσθηµα πως κάποιος που δεν σε γνωρίζει αποτύπωσε λεκτικά κάτι που το νιώθεις οικείο, κάτι που ως τότε παρέµενε µέσα σου ως µια απροσδιόριστη και ίσως όχι ορατή αίσθηση, οι λέξεις µπήκαν στη σειρά. Ανάδυση. Η Τζανακάρη εξαρχής αποδέχεται και συνηγορεί σ’ αυτό, η γραµµατεία του έρωτα είναι εκτενής. Ο στίχος της αποκάλυψε κάτι που ένιωσε ή της προλόγισε κάτι. Γεννιέται το βιβλίο.
Παρακολουθώ από το 2013 το έργο της Τζανακάρη, αναφέροµαι στο συγγραφικό, αφήνοντας έξω το µεταφραστικό, και κάθε φορά µου επιβεβαιώνει την αρχική εκτίµηση πως το έργο της µε αφορά, η ικανότητά της να αφηγείται µια σύγχρονη ιστορία που λαµβάνει χώρα κάπου εδώ γύρω. Ίσως να παίζει καθοριστικό ρόλο και το γεγονός πως ανήκουµε στην ίδια γενιά. Παρεµφερείς προσλαµβάνουσες, παραπλήσιο πλαίσιο, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, ελπίδες και φόβοι. Η συγχρονία, αλλά και η συντοπία, είναι σηµαντικές µεταβλητές στη λογοτεχνία που αναζητώ, το συναίσθηµα πως κάποιος που ζει λίγα µέτρα µακριά σου και κινείται στους ίδιους δρόµους, παρατηρεί και γράφει, µε εντυπωσιάζει, σαν η δυνατότητα της επιβεβαίωσης, ναι, έτσι έχουν τα πράγµατα, ή της έκπληξης, καλέ αυτό ήταν εκεί και δεν το είχα ποτέ παρατηρήσει, να προσδίδουν περαιτέρω κοινό εµβαδό µεταξύ της εκάστοτε ιστορίας και της δικής µου εµπειρίας έξω από την ανάγνωση.
Η Τζανακάρη γράφει µια σύγχρονη ποπ λογοτεχνία που αν ήταν µεταφρασµένη θα τύγχανε µεγαλύτερης προσοχής θεωρώ, δεν θα άλλαζε τη λογοτεχνική ιστορία, δεν θα ανέτρεπε τα πάντα, αλλά θα ήταν µια καλή εκδοχή µιας λογοτεχνίας ευπώλητης, φρέσκιας και τίµιας. Ίσως αν δεν ήταν γυναίκα, επίσης. Μια διαδεδοµένη παρεξήγηση ταυτίζει το ποπ µε το αφελές και το εκτός κλίµατος χαζοχαρούµενο. ∆υστυχώς δεν µπορείς να εξηγήσεις κάτι σε κάποιον που αρνείται να το δει, που έχει οικοδοµήσει µεγάλο µέρος της προσωπικότητάς του πάνω στη συντήρηση, πάνω σε εµµονές άκαµπτες. ∆εν πειράζει.
Το Γεννιέται ο κόσµος πρώτα και κύρια (µου) υπενθυµίζει την ανάγκη για ακόµα µια ιστορία αγάπης. Αυτές και αν έχουν ειπωθεί. ∆εν έχουν ωστόσο εξαντληθεί. Όχι µόνο γιατί είναι µια κατάσταση προσωπική και εποµένως υποκειµενική και ως ένα βαθµό µοναδική, αλλά και γιατί το πλαίσιο µεταβάλλεται. Ο έρωτας, όπως και κάθε συναίσθηµα, καθορίζεται και διαφοροποιείται από το µικρό ή το µεγάλο περιβάλλον εντός του οποίου φύεται. Ανάµεσα στο αόριστο και άπιαστο συναίσθηµα που κατακλύζει και την παραδοµένη θεωρία του έρωτα, γεµάτη από βεβαιότητες και στερεότυπα, αλλά και πρώτο στη λίστα µε την κατηγορία της αφέλειας, η αιχµή της αποµάγευσης, έρωτες και κουραφέξαλα, συνήθως ακούµε να λένε διάφοροι, υπάρχει εκείνος ο χώρος που η τέχνη και η έµπνευση καταλαµβάνουν, σε όσους έχουν την ικανότητα, και ας µην το γνώριζαν από τα πριν, να λεκτικοποιήσουν αυτό που νιώθουν, να το παρατηρήσουν και να του δώσουν σχήµα και µορφή, µε προσδιορισµούς και παροµοιώσεις, µεταξύ άλλων. Και, ενίοτε, ύστερα συµβαίνει το παραπάνω, διαβάζεις κάτι και λες ναι, αυτό νιώθω, έτσι είναι, όπως τα λέει.
Το Γεννιέται ο κόσµος είναι ένα ερωτικό γράµµα προς το υποκείµενο του έρωτα της αφηγήτριας, προς εκείνον µε τον οποίο πέρασαν τόσα χρόνια πάνω στη γη πριν να συναντηθούν τυχαία ένα βράδυ σε κάποιο άσηµο τσιπουράδικο. Η υπερβολή εδώ είναι καλοδεχούµενη, ίσως και αναγκαία, δεν υπάρχει χωρίς αυτή ερωτική ιστορία, αναλογιστείτε την ιστορία του Ρωµαίου και της Ιουλιέτας µιας από τις πλέον αρχετυπικές ιστορίες αγάπης. ∆εν µπορεί κανείς να κρίνει λογοτεχνικά την υπερβολή αυτή, το συναίσθηµα, τις εικόνες που το µυαλό του ερωτευµένου κατασκευάζει και επικοινωνεί. Ειδικά όταν αυτή η επικοινωνία έχει έναν συγκεκριµένο παραλήπτη, όταν ο αναγνώστης νιώθει το προνόµιο ή την άβολη συνθήκη να είναι παρών και να διαβάζει λαθραία κάτι που δεν είναι για εκείνον.
Σε µια εποχή που το αυτοµυθοπλαστικό ολοένα και κυριαρχεί και η υποδοχή του, δυστυχώς, για κάποιους γίνεται µε όρους αντικειµενικής αλήθειας, σαν να πρόκειται για ένα κείµενο ιστορικό που οφείλει να είναι πιστό και αντικειµενικό απέναντι στα γεγονότα, που µε µεγεθυντικό φακό αναζητείται η αλήθεια µε το άλφα κεφαλαίο, αφήνοντας παράµερα το ίδιο το κείµενο, την ίδια την ιστορία, το συναίσθηµα, τις λογοτεχνικές αρετές. ∆εν µε νοιάζει αν η Τζανακάρη βίωσε ή βιώνει αυτόν τον έρωτα, καθόλου δεν µε νοιάζει, δεν έχει κάποιο νόηµα µια πιθανή αυθεντικότητα, κάθε τι που αφηγούµαστε, άλλωστε, από τη στιγµή που περνά από το γλωσσικό όργανο µετατρέπεται πάραυτα σε µυθοπλασία, το παρελθόν µας το ίδιο όταν εµείς το επισκεπτόµαστε γίνεται λογοτεχνία, εκεί βρίσκονται οι αβεβαιότητες που µετατρέψαµε σε βεβαιότητες ώστε να προχωρήσουµε στη σύνθεση αυτού που αυτή την ελάχιστη στιγµή πιστεύουµε ως εγώ.
Και είστε καλοδεχούµενοι να πείτε: και τι µε νοιάζει εµένα η ερωτική επιστολή µιας ερωτευµένης γυναίκας; Μαζί σας.
Αν είναι µια φορά δύσκολο να επιχειρηµατολογήσει κανείς, να πείσει αν προτιµάτε, κάποιον µε τεχνικούς όρους και λογοτεχνικές περιγραφές να διαβάσει το ένα ή το άλλο βιβλίο, επιχειρώντας να προεξοφλήσει το γεγονός πως και εκείνος θα διακρίνει και θα αισθανθεί τη σηµαντικότητά του, όπως ο αυτοανακηρυγµένος λογοτεχνικός ευαγγελιστής, τότε αντιλαµβάνεστε πως µάλλον είναι απίθανο να πείσει κανείς κάποιον να διαβάσει ένα βιβλίο όπως αυτό, που πρώτα και κύρια βασίζεται στο συναίσθηµα, στην υπερβολή και τη στερεοτυπία του έρωτα, παρότι είπαµε ήδη και ίσως και να συµφωνήσαµε, ποιος ξέρει;, πως ο έρωτας είναι µια συνθήκη προσωπική και υποκειµενική, παρά το κοινό λεξιλόγιο που χρησιµοποιούµε.
Και διόλου δουλειά µου δεν είναι να πείσω.
Το Γεννιέται ο κόσµος έχει µια ειλικρίνεια, παρότι κάτι τέτοιο µοιάζει και είναι εξόχως παρακινδυνευµένο να λεχθεί, είναι ένα συναίσθηµα δύσκολο να µεταφερθεί, αντίστοιχα δύσκολο µε τη διαδικασία λεκτικοποίιησης του ίδιου του έρωτα. Έχει, υπονόησα ή είπα και προηγουµένως, µια συγχρονία και µια ακόλουθη συντοπία, που προσφέρει µια βάση κοινής εµπειρίας επί της οποίας χτίζεται το οικοδόµηµα αυτό. Έχει και κάτι το επαναστατικό. Εξαιτίας της εποχής. Αλλά και εξαιτίας της χρονικής ταύτισης ανάµεσα στο συναίσθηµα και τη γραφή. Η αφηγήτρια παίρνει το ρίσκο να φανερώσει τα χαρτιά της τώρα και όχι στην ασφάλεια του µέλλοντος έναντι του παρελθόντος. ∆εν είναι µια παλιά ιστορία, ένα οικοδόµηµα που κατέπεσε. Και ας καταπέσει την επόµενη στιγµή. Η µπεκετική προτροπή θα είναι διαχρονικά επίκαιρη.