Bιότοπος – περιγραφή
Η λατινική ονομασία του βοτάνου είναι Gentiana lutea (Γεντιανή η κίτρινη) και ανήκει στην οικογένεια των Γεντιανιδών. Το γένος Γεντιανή περιλαμβάνει περίπου 80 είδη. Στη χώρα μας συναντούμε την Γεντιανή του Ασκληπιού, η οποία φύεται στον Όλυμπο και την Οίτη. Την Εαρινήν, η όποια φύεται στον Όλυμπο, τη Θεσσαλία και την Ήπειρο. Την Κίτρινη η οποία φύεται στη Μακεδονία και μερικά μέρη της Ευρώπης, η οποία ονομάζεται και μεγάλη. Υπάρχουν ακόμα η Πορφυρά, η Άκαυλος και η Ψυχρά.
Είναι ιθαγενές φυτό των ορεινών περιοχών στη Βόρειο Ηπειρωτική Ελλάδα και την Μακεδονία. Ποώδες φυτό ύψους 60 έως 110 εκατοστά. Στέλεχος άτριχο και όρθιο. Έχει ρίζα παχιά, πασσαλώδη, που φτάνει σε μήκος τα 60 εκατοστά. Τα πάχος της ρίζας είναι μεγαλύτερο των 5 εκατοστών. Φύλλα αντίθετα, μεγάλα, ελλειπτικά, ωοειδή, πράσινα – κυανά με 5 προεξέχουσες νευρώσεις. Το μήκος τους κυμαίνεται από 10 έως 30 εκατοστά και το πλάτος τους από 4 έως 12 εκατοστά. Η κίτρινη Γεντιανή δεν ανθίζει πριν από την ηλικία των 10 ετών και η διάρκεια ζωής της περνά τα 50 χρόνια. Τα άνθη της είναι κίτρινα και φυτρώνουν από τις μασχάλες των φύλλων. Τα άνθη είναι ερμαφρόδιτα (έχουν και αρσενικά και θηλυκά όργανα) και γονιμοποιούνται από μέλισσες, μύγες ή σκαθάρια.
Ιστορικά στοιχεία
Η ονομασία του βοτάνου αυτού λέγεται ότι προήλθε από τον Βασιλιά της Ιλλυρίας Γεντάν (500 π.Χ.) που ανακάλυψε ότι η χρήση του έριχνε τον πυρετό. Το χρησιμοποιούσαν λοιπόν ως βότανο από την αρχαιότητα και αναφέρεται στα συγγράμματα του Διοσκουρίδη και του Πλίνιου. Στη Γεντιανή την κίτρινη αναφέρεται η Γεντιανή του Διοσκουρίδη, της οποίας η πολύ πικρή ρίζα εθεωρείτο ήδη από την αρχαιότητα κατ εξοχήν φαρμακευτική και αποτελεί ένα από τα συστατικά της θηριακής. Η “θηριακή” ήταν φάρμακο σύνθετο από πολλές ουσίες και δίδονταν ως αντίδοτο στα δήγματα δηλητηριωδών ζώων, ερπετών, φιδιών, τα αποκαλούμενα “θηρία”, εξ ού και η ονομασία του φαρμάκου αυτού. H αρχική της σύνθεση έγινε από τον Μιθριδάτη, βασιλέα του Πόντου (1ος αι. π.Χ.), για τον οποίο ο Γαληνός σημειώνει ότι καθημερινώς ελάμβανε την θηριακή, για να προφυλαχθεί από θανάσιμο δηλητηρίαση, εξ ού και ο όρος “μιθριδατισμός”. Οταν όμως ο Μιθριδάτης ήπιε διπλάσια θανάσιμη ποσότητα, για να μην πέσει στα χέρια των Ρωμαίων, δεν ήρθε το ποθούμενο αποτέλεσμα, δεν απέθανε, γι’ αυτό και χρησιμοποιήθηκε το ξίφος του.
Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα η Γεντιανή ήταν συστατικό ενός ποτού των αλχημιστών που ονόμαζαν theriac, ενός γιατρικού πάσας νόσου που η συνταγή του ήταν υψίστης μυστικότητας. Σε μερικά μέρη της Ευρώπης η ρίζα του φυτού χρησιμοποιήθηκε για την παρασκευή οινοπνευματώδους ποτού και κρασιού τα οποία ήταν τονωτικά, ευστόμαχα και αντιπυρετικά. Πριν την χρησιμοποίηση του Λυκίσκου, η Γεντιανή χρησιμοποιήθηκε περιστασιακά στην ζυθοποιία.
Συστατικά – χαρακτήρας
Περιέχει πικρά γλυκοζίδια (αμαρογεντίνη, γεντιοπικρίνη, σουιταμαρίνη), αλκαλοειδή (γεντιανίνη και γεντιαλουτίνη), ξανθόνες (γεντισείνη και γεντισίνη), τριτερπένια, σάκχαρα και πτητικό έλαιο.
Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη – συλλογή
Ανθίζει από τον Ιούνιο μέχρι τον Αύγουστο. Χρησιμοποιούμε για θεραπευτικούς σκοπούς το ξηραμένο ρίζωμα και τη ρίζα τα οποία συλλέγονται το φθινόπωρο από φυτά ηλικίας μεγαλύτερης των 4 ετών. Η οσμή, το χρώμα και η γεύση της ρίζας αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια της ξήρανσης.
Θεραπευτικές ιδιότητες και ενδείξεις
Η Γεντιανή είναι πικρή (ακόμη και σε διάλυση 1 προς 12.000, διατηρείται πικρή), διεγερτική του στομάχου, σιελαγωγή και χολαγωγή.
Δρα ως βότανο ευστόμαχο, χωνευτικό, αποχρεμπτικό και καταπραϋντικό.
Είναι ιδιαίτερα χρήσιμο βότανο σε καταστάσεις εξάντλησης από χρόνιες ασθένειες και σε όλες τις περιπτώσεις αδυναμίας, αδυναμίας του πεπτικού συστήματος και η έλλειψη όρεξης. Είναι ένα από τα καλύτερα ενισχυτικά του ανθρώπινου συστήματος, διεγείροντας το ήπαρ, τη χοληδόχο κύστη και το πεπτικό σύστημα και είναι εξαιρετικό τονωτικό για να συνδυαστεί με ένα καθαρτικό, προκειμένου να αποφευχθούν εξουθενωτικές επιπτώσεις του.
Όπως όλα τα πικροβότανα η Γεντιανή διεγείρει την όρεξη και την πέψη μέσα από τη γενική διέγερση των πεπτικών υγρών. Επιταχύνει την εκκένωση του στομάχου.
Έτσι ενδείκνυται όταν υπάρχει ανορεξία, ρεψίματα, ξινίλες, αναιμία, αδυναμία και νωθρότητα του πεπτικού συστήματος. Χρησιμοποιείται επίσης όταν υπάρχει δυσπεψία και τυμπανισμός.
Συνδυάζεται με βότανα όπως το τζίντζερ και το κάρδαμο.
Παρασκευή και δοσολογία
Παρασκευάζεται ως αφέψημα. Ρίχνουμε μισή κουταλιά του τσαγιού τεμαχισμένη ρίζα σε ένα φλιτζάνι νερό και το βράζουμε για 5 λεπτά. Το πίνουμε ζεστό 15-30 λεπτά πριν τα γεύματα ή όποια στιγμή νιώσουμε έντονους πόνους στο στομάχι λόγω κορεσμού.
Σε βάμμα παίρνουμε 1-4 ml τρεις φορές την ημέρα σύμφωνα με τις πάνω οδηγίες.
Προφυλάξεις
Η Γεντιανή μοιάζει κάπως με τον δηλητηριώδη Ελλέβορο. Αλλά αυτός δεν έχει φύλλα ελλειπτικά. Η σύγχυση όμως μπορεί να γίνει όταν δεν υπάρχουν άνθη και απαιτείται προσοχή. Αντενδείκνυται σε ασθενείς γαστρικό ή δωδεκαδακτυλικό έλκος. Πιθανές παρενέργειες πονοκέφαλος, ναυτία και έμετος.
Υ.Σ. Όλα τα προηγούμενα άρθρα της στήλης μπορούμε να τα βρούμε στη διεύθυνση www.herb.gr.
Επίσης αν κάποιος φίλος αναγνώστης γνωρίζει οποιαδήποτε θεραπευτική ιδιότητα βοτάνου του τόπου μας που δεν είναι ευρέως γνωστή ή έχει κάποιο ερώτημα μπορεί να το απευθύνει στην ηλεκτρονική διεύθυνση skouvatsos11@gmail.com