«Μούδε και μάνα μ’ έκαμε, μουδέ κυρού σπoρά ’μαι,
Χρουσή τρυγόνα μ’ έκαμε στου ξάγκαθου τη ρίζα,
μά ’τον τ’ αγκάθι δροσερό και γοργανάθρεψέ με.
Και πήρε με ’νας βασιλιός, ένας μεγάλος Ρήγας,
να μαγειρεύω να δειπνά, να στρώνω να κοιμάται […]».
ΡΙΖΙΤΙΚΟ1
Στις κακοτράχαλες και ψηλές κορυφές του Ψηλορείτη και της Μαδάρας, κάθε πολλά-πολλά χρόνια, συμβαίνει να ξεφυτρώνουν, λες κι’ ουρανόπεμπτα, κάποια μοναχικά αγριολούλουδα, που σε μεθούν με το θεσπέσιο άρωμά τους και σου πλανούν τις αισθήσεις με την παραδεισένια τους ομορφιά. Κι’ αυτά βέβαια δεν έχουν σχέση καμιά μ’ εκείνα τα άοσμα καλλωπιστικά άνθη και φυτά, τα κλαδεμένα περίτεχνα σε διάφορα γεωμετρικά σχήματα (τετράγωνα, ρόμβους, πυραμίδες κ.α.π.), τα οποία καλλιεργούνται στους βασιλικούς και των άλλων μεγιστάνων τους κήπους.
Έτσι λοιπόν, πριν από 200 χρόνια και σε μια ευλογημένη στιγμή της ιστορίας, που άνοιξαν οι ουρανοί, οι ουρανοί που τόσο δύσκολα ανοίγουν, ξεφύτρωσε, σαν από ουρανό κόκκος, ένα τέτοιο, μ’ ανθρώπινο, αγριολούλουδο στου ξάγκαθου τη ρίζα, δηλαδή σε μια φτωχή αγροικία ενός χωριού της Σφακιανής Μαδάρας στην ξακουσμένη ΙΜΒΡΟ (ΙΜΠΡΟ-ΝΙΜΠΡΟ). Κι’ αυτός ο πάλλευκος και μυρωδάτος Σφακιανός κρίνος δεν ήταν άλλος, παρά ο μετέπειτα επιφανής Σφακιανός – Κρητικός –Έλληνας ΓΕΩΡΓΙΟΣ Νικ. ΞΕΝΟΥΔΑΚΗΣ) (εφεξής Γ.Ξ.).
Τα σχολικά εγχειρίδια (όνομα και πράμα, δηλαδή βιβλία-στιλέτα), ουδόλως τον αναφέρουν, όπως βέβαια ελάχιστα πράγματα για την ιστορία της Κρήτης, αναφέρουν. Αλλ’ όμως ο πάμφωτος ήλιος δε θάβεται και το φως του δε φυλακίζεται.
Ο ανδρειότερος των Ελλήνων, ο θεϊκός ΑΧΙΛΛΕΑΣ έμεινε αθάνατος στους αιώνες των αιώνων, διότι ο μέγιστος επικός ποιητής μας ο Όμηρος εξύμνησε με τα ποιήματα του αυτόν το μοναδικό, για την αντρειά και το ήθος του, Έλληνα.
Ο Εθνομεγαλομάρτυρας Σφακιανός ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΣΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ βρήκε στο πρόσωπο του Σφακιανού τυροκόμου μπάρμπα ΜΠΑΖΕΛΙΟΥ, τον άξιο υμνωδό της αντρειάς και του φρικτού μαρτυρίου του, που τον εξύμνησε με το πολύστιχο τραγούδι του (1032 στίχοι).
Έτσι και ο αοίδιμος Γ. Ξ. βρήκε άξιο υμνωδό τον καταξιωμένο ιστοριοδίφη και εκλεκτό απόγονό του Νίκο Γ. ΤΑΜΠΑΚΑΚΗ, γέννημα θρέμμα κι’ αυτός της πολυτραγουδισμένης Νίμπρου, και τώρα μόνιμος κάτοικος του Ηρακλείου Κρήτης.
Ο αξιομίμητος και εκλεκτός Σφακιανός Νίκος ΤΑΜΠΑΚΑΚΗΣ ερευνώντας, εδώ και 20 χρόνια, μας έκαμε γνωστό το βίο και πολιτεία του αξιομακάριστου Γ.Ξ.
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν, με βάση τα σχετικά δημοσιεύματα του κ. Νίκου ΤΑΜΠΑΚΑΚΗ και άλλων, αλλά και από του ίδιου του Γ. Ξενουδάκη τις εντός και εκτός βουλής αγορεύσεις του και τις προς Ευρωπαίους γείτοννες επιστολές του υπέρ των σκλαβομένων Κρητών και άλλων Ελλήνων, να δώσουμε σύντομα και αδρομερώς το πορτραίτο του ξεχωριστού αυτού Έλληνα. Και ιδού ο λόγος μας:
Ο αείμνηστος Γ. Ξ. δεν ήταν πορφυρογέννητος2, μήτε και μεγιστάνα μοσχαναθρεμμένος γιος, αλλά καθώς είπαμε, γεννήθηκε στου ξάγκαθου τη ρίζα από αγνούς ήρωες Κρητικούς. Όμως εκείνο το ξάγκαθο όχι μόνον εγοργονάθρεψε τον τότε μικρό και μετέπειτα μεγάλο Έλληνα Γ.Ξ., αλλά και εμφύσησε στην ψυχή του ένα aeternum odium (διαρκή χόλο, ακατάπαυστο μίσος) κατά των Τουρκαλάδων τους οποίους, είδε με τα κατάπληκτα παιδικά του μάτια, και σε ηλικία 14 ετών όχι μόνο ν’ ανασκολοπίζουν (να θανατώνουν με παλούκωμα, όπως τον Εθνομεγαλομάρτυρα Αθανάσιο ΔΙΑΚΟ), τον ήρωα πατέρα του, αλλά και να τον αρπάζει ένας βασιλιάς ένας μεγάλος Ρήγας, δηλαδή ένας Τούρκος πασάς και να τον παίρνει σκλάβο στην Αίγυπτο. Αλλά «ο θεός ορφανά κάνει, μα κακορίζικα δεν κάνει». Κι’ ο Γ.Ξ. δεν ήταν κακορίζικος. Κι’ έτσι ο καλορίζικος αυτός νεαρός –σκλάβος βρήκε τον ελευθερωτή και κατοπινό Μέντορά3 του στο πρόσωπο του Γάλλου Διπλωμάτη MΕRCIEL (Μερσιέ), ο οποίος όχι μόνον τον εξαγόρασε ελευθερώνοντάς τον, αλλά και του δίδαξε αυτός πρώτα τη Γαλλική γλώσσα κι’ ύστερα γενική παιδεία. Γιατί όμως έπραξε έτσι αυτός ο Διπλωμάτης; Διότι, έμπειρος και διορατικός όντας, είδε και διάβασε με τα μάτια της ψυχής την ευγενέστατη προσωπικότητα του Γ.Ξ.
(«Όποιος τα μάτια της ψυχής δεν ξέρει να διαβάζει,
πάντα θα μείνει αμόρφωτος, όσο κι’ αν κοπιάζει»)
Και για να θυμηθούμε το μέγιστο ιδεαλιστή φιλόσοφο Πλάτωνα και την περίφημη απάντηση του Σωκράτη προς τον Αλκιβιάδη («Συμπόσιον» 218 e), ο σοφός αυτός Γάλλος Διπλωμάτης διέκρινε στην ψυχή του ευπαρουσίαστου νεαρού σκλάβου έν’ «αμήχανον κάλλος και της παρ’ αυτώ ευμορφίας πάμπολυ διαφέρον» (Μια απερίγραπτη ψυχική ομορφιά, που είχε πάρα πολύ μεγάλη διαφορά από τη σωματική του ωραιότητα). Διέγνωσε δηλαδή και πολύ σωστά ο Γάλλος Μερσιέ πως ο ευσταλής νεαρός σκλάβος Γ. Ξ. δεν ήταν πλασμένος από τη μαλακή ζύμη που πλάθονται οι ευνούχοι, οι ορντινάτσες, τα γιουσουφάκια και τα χανουμάκια τών Τούρκων Αφεντάδων. Αλλ’ ήταν δημιουργημένος εκ φύσεως από εκείνη την ανώτερη πάστα και υφή των Αρχόντων, που περιγράφει ο Πλάτων στην περίφημη «ΠΟΛΙΤΕΙΑ» του. Και για τους λόγους αυτούς τον ελευθέρωσε.
Ο Γ.Ξ. το 1833 εγγράφεται στο Εϋνάρδιο ορφανοτροφείο της Αίγινας, που διδάχθηκε εγκύκλια μαθήματα αρχαίων Ελληνικών, Αριθμητικής και Ιχνογραφίας, το 1835 εγγράφεται στο Γυμνάσιο Αθηνών και το 1838 εισάγεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το 1841, που στην Κρήτη έγινε η επανάσταση, του Χαιρέτη τρέχει στο νησί από τους πρώτους μαζί με τον Αλέξ. Κουμουνδούρο.
Ο Γ.Ξ. εξελέγη πολλές φορές Βουλευτής των Κρητών μεταναστών (1843,1881 και 1885). Και με προσωπικές του ενέργειες κατόρθωνε να ιδρυθεί, το 1845 στη Μήλο ο Δήμος Αδαμάντα Κρητών και ο Δήμος της Μινώας Ναυπλίας (το σημερινό ΤΟΛΟ).
Εδώ όμως τίθεται το ερώτημα: Πώς και από πότε βρέθηκαν οι Κρήτες και ειδικότερα οι Σφακιανοί στη Μήλο και αλλαχού; Την απάντηση δίνουν ο ίδιος ο Γ.Ξ. (βλέπε σελίδες 41 & 42 του βιβλίου των λόγων του), που δηλώνει: «Μετά την καταστροφή των Σφακίων (λόγω της αποτυχημένης επανάστασης του ΔΑΣΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗ), πολλοί μετηνάστευσαν εις τας Κυκλάδας, εις τα Κύθηρα, εις την Μάνην, εις την Επίδαυρον, κ.α.π».
Αλλά και ο μπάρμπα ΜΠΑΤΖΕΛΙΟΣ στο τραγούδι του για το ΔΑΣΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗ μεταξύ άλλων γράφει:
«Άλλους έφα’ ο πόλεμος, κι’ άλλοι ξενητευθήκα,
κι’ έρημα και παντέρμα και τα Σφακιά τ’ αφήκα.
Έρημ’ αφήκα τα Σφακιά, κλιτά και γρυνιασμένα
κι’ ούλα τ’ Αγώρια4 και Γιαλές5 κατατροχαλιασμένα».
(στίχοι 945-948. Διατηρώ την ορθογραφία του).
Ο Γ.Ξ. επί 35 ολόκληρα χρόνια, εντός και εκτός Βουλής, εξεφώνησε πύρινους λόγους, αλλά ακόμη έγραψε πολλές επιστολές προς Ηγήτορες και άλλους επιφανείς Ευρωπαίους για την απελευθέρωση όχι μόνον της Κρήτης αλλά και υπέρ των άλλων σκλαβωμένων Ελλήνων (Κυπρίων, Μακεδόνων, Ηπειρωτών, Νησιωτών κ.α.π.) και την Ένωση τους με τη Μητέρα Ελλάδα. Μόνιμη δε επωδός και ρήση του ήταν οι στερεότυπες φράσεις του:
«Η Ελλάς ουκ έστιν Ελλάς, εάν μη η πολεμική» και «Άνευ της Κρήτης και της Μακεδονίας η Ελλάς πολιτικώς δεν ζει».
Ο Γ.Ξ. δεν ανήκε σε κανένα πολιτικό κόμμα, αλλ’ αγόρευε κι’ έπραττε ως εκπρόσωπος όλων των Ελλήνων. Πίστευε δηλαδή εκείνο που αργότερα στο μεγάλο Εθνικό- Διχασμό, Βενιζελικών-Βασιλικών, ο Εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλάμας ερωτώμενος είπε:
«Δημοκρατικός; Μοναρχικός;
Δεν πιστεύω σε ξεχωριστή θρησκεία.
Ο καλός είναι παντού δημιουργός,
ο κακός σκάβει λάκκους σ’ όποια Πολιτεία»
Οι λόγοι και οι επιστολές του Γ.Ξ. τυπώθηκαν αρχικά από τον ίδιο σε βιβλίο. Και το 2006 ανατυπώθηκαν από το κληροδότημα του, με επιμέλεια του γνωστού ιστοριοδίφη και εκλεκτού απόγονου του ΝΙΚΟΥ Γ. ΤΑΜΠΑΚΑΚΗ, κατοίκου Ηρακλείου Κρήτης, που κι αυτός είναι Σφακιανός και καλό γέννημα κι’ ανάθρεμμα της Ίμβρου.
Εδώ πρέπει να τονίσουμε πως ο Γ.Ξ. ονομαζόταν ΤΑΜΠΑΚΑΚΗΣ, όμως επειδή έζησε κι έδρασε στην ξενιτειά αυτοαποκλήθηκε ΞΕΝΟΥΔΑΚΗΣ.
Ο αοίδημος Γ.Ξ., όπως μαρτυρούν οι φωτογραφίες του, ήταν αρρενωπός στο παράστημα, με πρόσωπο δωρικό και μάλλον ορθογώνιο, παχύ μουστάκι και φρύδια το ίδιο, μάτια πανέξυπνα και καλοπροαίρετα, μαλλιά πυκνά και μάλλον γκρίζα με στραβοχωρίστρα, που μαζί με το αντρίκειο το αυλακωτό και ξυρισμένο πηγούνι, του έδιναν μια ξεχωριστή ανθρώπινη παρουσία την οποία ενδυνάμωνε η ψυχική δύναμή του. Ήταν ντυμένος Ευρωπαϊκά (κουστούμι, πανωφόρι, γιλέκο, πουκάμισο με λαιμοδέτη. Δε φορούσε Κρητική φορεσιά (βράκα, στιβάνια κ.α.π.).
Ο Γ.Ξ. περί τα τέλη του βίου του περιηγήθηκε την Κρήτη, επισκέφθηκε τα Σφακιά και ιδιαίτερα την Ανώπολη, όπου σφόδρα συγκινημένος εγονάτισε, επροσκύνησε και φίλησε τα ερείπια του σπιτιού του ΔΑΣΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗ. Και στο βιβλίο του (σελ. 44-45) μεταξύ άλλων γράφει «Το περιφανές τούτο ερείπιον είναι αγιότερον και οσιότερον των Ανακτόρων εν οις (μέσα στα οποία) ενοικούσι βασιλείς και Αυτοκράτορες».
Ο Γ.Ξ. ήταν συνετός όπως ο Ομηρικός Νέστορας, ΥΨΗΝΩΡ6 και φλογερός πατριώτης καθώς οι Γ. ΚΑΝΤΑΝΟΛΕΩΝ και ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΣΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ, οραματιστής και ελευθερόπτης σαν το Ρήγα Φερραίο, μεγαλοϊδεάτης και δεινός ρήτορας, σαν πρόδρομος του Εθνάρχη ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ, αλλά και ευεργέτης, δηλαδή μια μικρογραφία των Μεγάλων του Έθνους ευεργετών (Ευγγ. ΖΑΠΠΑΣ κ.α.π.).
Οι σημερινοί πολιτικοί αφήνουν Ιδρύματα στο όνομά τους, για τη διάδοση και διάσωση του τάχα μεγάλου έργου του. Και μέσα σ’ αυτά σιτίζονται πλουσιοπάροχα από τον Κρατικό Κορβανά διάφορα μεγαλοκομματόσκυλα και αεριτζήδες, ενώ κι’ από πάνω εισρέει σ’ αυτά άφθονο το Κρατικό χρήμα για την πραγμάτωση, λέει, των σκοπών τους (λανσάρουν φύκια ως μεταξωτές κορδέλες!).
Όμως ο Γ.Ξ. δεν άφησε Ίδρυμα, αλλά Κληροδότημα, δηλαδή όλη του η κινητή (χρήματα κ.α.π) και ακίνητη περιουσία, με διαθήκη του, κληροδοτείται στην Επαρχία Σφακίων! Έτσι χτίστηκαν και λειτούργησαν στα Σφακιά 13 Δημοτικά Σχολεία, και Γυμνάσιο-Λύκειο με οικοτροφείο στη χώρα Σφακίων. Ακόμη και σήμερα το «Κληροδότημα Γ. ΞΕΝΟΥΔΑΚΗΣ» υπάρχει και λειτουργεί. Και μάλλον το ερχόμενο διδαχτικό έτος με δαπάνη του κληροδοτήματός του θα λειτουργήσει στα Σφακιά Παν/μιο με τίτλο «ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΗΜΟΥ ΣΦΑΚΙΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΞΕΝΟΥΔΑΚΗΣ».
Αλλά ό,τι γεννιέται πεθαίνει κιόλας.
«Ο κόσμος σκηνή, ο βίος παροδός ̇ ήλθες, είδες και απήλθες».
Έτσι και ο αείμνηστος Γ. Ξ. ως θνητός κάποια ώρα ετελείωσε το βίο του, ήταν 30 Αυγούστου 1888, που εκείνος, πάσχοντας από τυφώδη πυρετό, έπεσε ανίσχυρος στου Χάρου τα νύχια. Η νεκρώσιμος ακολουθία εψάλη στο Μητροπολίτικο Ναό Αθηνών με τις καθιερωμένες τιμές (λόγοι επικήδειοι, στέφανα, μουσική, τιμητική φρουρά). Και στη συνέχεια ο νεκρός Γ. Ξ. μεταφέρθηκε στη γενέτειρα του ΙΜΒΡΟ όπου και ετάφη δίπλα στο Σχολείο που με δική του δαπάνη είχε ιδρυθεί.
Βέβαια το φθαρτό του σώμα επέστρεψε πάλι στη γη από την οποία προήλθε, όμως η ψυχή και η αγαθή υστεροφημία του μένουν αθάνατες. Ο Γ.Ξ. αθάνατος μέσα στους νεκρούς, αιώνιος μέσα στους παροδικούς, νικητής του θανάτου και του χρόνου, ως ιερή σκιά είναι ανάμεσα μας και ζει στη μνήμη μας.
Έτσι ο Γ.Ξ. από τις σκηνές δικαίων που αναπαύεται, με τις πνοές του ανέμου ασφαλώς θα επαναλαμβάνει τα ποιητικά λόγια του Ηπειρώτη ποιητή Κώστα Κρυστάλλη και αέναως παραγγέλνει στον κάθε Κρητικό και ιδιαίτερα στον κάθε Σφακιανό:
«Το άγιο χώμα που πατάς,
τα δάση που διαβαίνεις,
τα μαύρα μάτια που κοιτάς,
τ’ αγέρι που ανασαίνεις,
τους ποταμούς, τα κρύα νερά,
τα πλάγια τ’ ανθισμένα
και τα βουνά μας τα ισκιερά
χαίρεται κι’ από μένα».
«Ούτος ο παρ’ εμού λόγος, ω φίλε, τω Γ. Ξενουδάκη ανακείσθω, καθ’ όσον δύναμαι».
Αυτός ο λόγος, φίλε μου (Νίκο Ταμπακάκη), είναι αφιέρωμα εκ μέρους μου προς τον Γ.Ξ. όσο φθάνουν οι δυνάμεις μου.
Αλλά καιρός να επιστρέψω στη μοναξιά μου και στη σιωπή μου.
Έρρωσθε (να είσθε καλά)!!
*φιλόλογος
1. Τραγουδιέται με το σκοπό του Ριζίτικου «Αυγερινός θε να γενώ….»
2. Πορφυρογέννητος: γεννημένος σε πορφυρά (κόκκινο χρώμα), τίτλος των βυζαντινών βασιλόπαιδων.
3. Μέντωρ, όρος: Ομηρικός ήρωας από την Ιθάκη, φίλος του Οδυσσέα στον οποίο φεύγοντας για την Τροία, του εμπιστεύθηκε τη φροντίδα του σπιτιού του και την εκπαίδευση του Τηλέμαχου, το όνομα Μέντωρ είναι συνώνυμο του πιστού φίλου και προστάτη.
4. Αγώρια: τα ψηλά, τα ορεινά χωριά των Σφακίων.
5. Γιαλές: τα παραθαλάσσια χωριά των Σφακίων.
6. Υψήνωρ: ο υψηλόφρων, που όμως έχει την ικανότητα να κάνει και τους άλλους όμοιους του.