» Ενα ιστορικό πρόσωπο του Αποκόρωνα
Ο Γεώργιος Γρηγορίου Νιολάκης γεννήθηκε το 1897. Το χωριό του ήταν ο Βατουδιάρης. Ο πατέρας του ήταν αγωνιστής εναντίον των Οθωµανών, µόνιµος τραυµατίας.
Μαθητής ∆ηµοτικού, διδασκόταν σε σπίτια και στην εκκλησία, χάνοντας µαθήµατα λόγω των γεωργικών και κτηνοτροφικών του εργασιών. Και στα 15 του χρόνια, είχε την κατασκευή υδατοδεξαµενής στη θέση Ακροβατερή. Στα 16 του, είχε µία οµάδα 18 εργατών, για την παραγωγή ξυλανθράκων.
Στα Χανιά, υπήρξε θεατής της ορκωµοσίας στρατού υπέρ της Νέας Κυβέρνησης Εθνικής Άµυνας. Συγκινήθηκε τόσο µε τον πατριωτικό λόγο, το πανηγύρι και τα ιδεώδη του πλήθους, που έγινε οπαδός του Βενιζέλου και αποφάσισε να καταταχτεί στον αντίστοιχο στρατό. Οι γονείς του αντέδρασαν, υπέρ της Χωροφυλακής. Έτι η αίτησή του έγινε δεκτή και µετά την κατάταξη και την εκπαίδευση, έφυγαν για Θεσσαλονίκη. Μετά, στην Αστυνοµική ∆ιεύθυνση Αθηνών και στο Υπουργείο Περιθάλψεως.
20-2-1919, η ίδια ∆ιεύθυνση, καλεί από όλα τα τµήµατα, τους καλύτερους και πιο ευπαρουσίαστους Κρήτες Χωροφύλακες, µεταξύ των οποίων και ο Γεώργιος Νιολάκης. Τους προόριζαν για µια αποστολή που την τηρούσαν µυστική, έως τις 27-2-1919.
Ώσπου έγινε η αναχώρηση του για Κωνσταντινούπολη, µε το ατµόπλοιο «Άσσος».
Φτάνοντας στην Πόλη, 3-3-1919, οι Έλληνες πανηγύριζαν µε ξεφωνητά, συνθήµατα υπέρ του Βενιζέλου, της Ελλάδας, της Κρήτης. Ο Γιώργος Νιολάκης ανέλαβε διπλή υπηρεσία στην Ύπατη Αρµοστεία, µε επικεφαλής τον Ευθ. Κανελλόπουλο: Στις εξόδους σωµατοφύλακας και στις εργάσιµες ώρες, ιδιαίτερος υπάλληλος.
Στις 7 Απριλίου ηµέρα του Πάσχα, το γλέντι κατέληξε σε επεισόδιο µεταξύ ανδρών για µια γυναίκα, µε πυροβολισµούς. Ένα από τα προβλήµατα του ήταν η επιθετική συµπεριφορά εναντίον του, των ανωτέρων του, αξιωµατούχων, Σαρτζετάκη και Κατεχάκη, µε αποτέλεσµα να τον φυλακίσουν, τη µία για τη στάση του σε καφενείο, την άλλη, επειδή ήταν ντυµένος µε επίσηµο τσόχινο καπότο ή αδιάβροχο, λόγω κακοκαιρίας. Το κρατητήριο του ήταν στον 3ο όροφο της Αποστολής (τέως Προξενείο) επί της οδού Πέραν. Σε κέντρο διασκεδάσεως, δίπλα στο Πατριαρχείο, ο συνάδελφος του Τριπαλιτάκης έριχνε πυροβολισµούς, µε αποτέλεσµα τον σοβαρό τραυµατισµό ενός κοριτσιού, στο µάγουλο.
15 ∆εκεµβρίου 1919: ∆ιπλός εορτασµός, µε την Εορτή του Έθνους και την ονοµαστική εορτή του Βενιζέλου. Τα ελληνικά καταστήµατα ήταν διακοσµηµένα µε υπερµεγέθεις κορνίζες της προτοµής του Εθνάρχη των Ελλήνων. Σηµαίες, δάφνες, ζητωκραυγές, η εικόνα του Γρηγορίου Ε’ στον Ναό της Παναγίας, του Παλαιολόγου και του Βενιζέλου.
Τον Φλεβάρη του 1920, ο Γιώργος Νιολάκης είναι στη Χάλκη. Ενθουσιασµοί, καλωσορίσµατα, κι ένας ιδιαίτερος διάλογος µεταξύ του Γιώργου Νιολάκη κι ενός Έλληνα της Χάλκης:
– Καλώς ήλθατε! Πότε θα έρθετε οριστικά; Ο Μπαρµπα – Λευτέρης πότε θα µας έρθει;
– Φροντίζει να στείλει στη Πόλη τα παιδιά του που την ονειρεύονται και όταν τα εγκαταστήσει, θα έρθει.
– Είθε! Είθε!
Το Πάσχα του 1920, τσούγκρισαν τα αβγά οι υπάλληλοι της Αρµοστείας µε την στρατιωτική φρουρά. Στο τσούγκρισµα του Γιώργου, το αβγό του δεν έσπασε. Και λέγει ο Αρµοστής:
– Α! ∆εν τα βγάζω πέρα µε τους Κρητικούς!
Στον Γιώργο Νιολάκη άρεσε πολύ η Προύσα µε τα µεγάλα υφαντήρια. Ο Κανελλόπουλος του ζήτησε να ξεναγήσει τον Στρατηγό Νίδερ στην Πόλη. Στο Καχριέ Τζαµί («∆ώδεκα Απόστολοι»), οι ψηφιδωτές εικόνες των Αποστόλων καλύπτονταν από ξύλινα φύλλα, σαν ντουλάπια. Οι Τούρκοι, όταν το µετέτρεψαν σε τζαµί, ασβέστωσαν και τις εικόνες αλλά οι ασβέστες έσβησαν και τις κάλυψαν έτσι.
Εν συνεχεία, εκφράζει την άποψη του εναντίον της Ιταλίας και των ΗΠΑ. Και ότι στην Ύπατη Αρµοστεία, υπήρχε πλήρης οργάνωση στοιχείων ενηµέρωσης για τα συµβαίνοντα στην Υψηλή Πύλη, στο Φρουραρχείο και στις υπόλοιπες τουρκικές Αρχές. Ανάµεσα στους πληροφοριοδότες, υπήρχε ο κ. Σακέτος που έγινε αντιληπτός, κατόρθωσε όµως να διαφύγει στην Ελλάδα και εντάχθηκε ως αξιωµατικός στην Αστυνοµία.
Επίσης, ένας Αιγύπτιος πρίγκιπας, που έµενε στην οικία της κυρίας Βλαστού. Είχε κι αυτός ανακαλυφθεί και παρά λίγο να τον συλλάβουν οι Τούρκοι. Η κυρία Βλαστού ήταν έξυπνη και έγκαιρα αντιλήφθηκε ότι το σπίτι της είχε περικυκλωθεί από στρατιώτες. Του υπέδειξε πώς να δραπετεύσει και ήρθε να κρυφτεί στην Αρµοστεία, ώσπου ήρθε ελληνικό αντιτορπιλικό στο Ντολµά Μπαξέ. Ο Γιώργος Νιολάκης τον µετέφερε µε αυτοκίνητο της Υπηρεσίας του, και τον ανέβασε στο αντιτορπιλικό. Σε όλη τη διαδροµή έτρεµε από τον φόβο του, ίσαµε που µπήκε στο πλοίο. Τότε, συνήλθε, έσφιξε τον Γιώργο στην αγκαλιά του και του χάρισε µία χρυσή Αιγυπτιακή λίρα, λέγοντάς του: «pour souvenir». Οι σύµµαχοι παύουν σιγά σιγά ν’ ασχολούνται µε την Ελλάδα, χωρίς συµπαράσταση στον Έλληνα της Μικράς Ασίας.
Ο Κανελλόπουλος ζητά για τρίτη φορά αναρρωτική άδεια, η οποία εγκρίνεται µε προσωρινή του αντικατάσταση. ∆εν επιλέγουν στη θέση του διπλωµάτη, αλλά αξιωµατικό του Ναυτικού, τον Νικόλαο Βότση, ο οποίος το 1912 είχε εισέλθει στο λιµάνι Θεσσαλονίκης και πυρπόλησε το τουρκικό πλοίο «Φετίχ Μπουλέτ».
Κατά την παραλαβή της Αρµοστείας ο Κανελλόπουλος σύστησε στον Βότση τον Γιώργο Νιολάκη, λέγοντας ότι είναι καλός και γνωρίζει εξαιρετικά τη δουλειά του. Ο Βότσης, χτύπησε µε το χέρι του φιλικά τον ώµο του Γιώργου.
– Θα τον κρατήσω. Τους αγαπώ τους Κρητικούς. Είναι πατριώτες.
Έτσι ο Γιώργος Νιολάκης εξακολούθησε να παραµένει ο ιδιαίτερος του Έλληνα Ύπατου Αρµοστή. Ο Βότσης ήταν ανιψι8ός του Ναυάρχου Κουντουριώτη, επαναλαµβάνοντας συχνά, ότι θέλει να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. ∆εν άργησε όµως να καταλάβει ότι οι ελπίδες του δεν πρόκειται να πραγµατοποιηθούν. Μια µέρα λέει στον Γιώργο:
– Τι θέλω εγώ να ανακατεύοµαι µε την πολιτική, εγώ είµαι στρατιωτικός. ∆εν είµαι πολιτικός.
Από δω και στο εξής, η κατάσταση των Ελλήνων στη Μικρά Ασία σκοτεινιάζει ολοένα και περισσότερο.
Στο δεύτερο µέρος του κειµένου, ο Γιώργος Νιολάκης, στο βιβλίο του µε τίτλο «Αναµνήσεις 20ου αιώνος», θα αναφερθεί σε ιδιαίτερες λεπτοµέρειες των εθνικών µας ιστορικών γεγονότων.
Ο Στρατηγός Χατζηανέστης: Ο Γιώργος Νιολάκης τον χαρακτηρίζει «ολίγον παράφρονα», ζητώντας να του επιτραπεί αυτή η φράση. Αναφέρει λοιπόν, µια κωµικοτραγική πράξη του.
Την εποχή που ήταν Αρµοστής ο Βότσης και πρόξενος ο Στελάκης, ο Χατζηανέστης είχε έρθει στην Κωνσταντινούπολη σαν περιηγητής. Συναντήθηκε µε µια κυρία µε το επίθετο Σινιόσογλου, διαζευγµένη και τον κατέλαβε έρωτας. Πήγε λοιπόν στο Ελληνικό Προξενείο, στο Τµήµα ∆ιαβατηρίων, και ζήτησε από τον συγκεκριµένο υπάλληλο να προσθέσει στο διαβατήριό του και την εν λόγω κυρία µε την θυγατέρα της.
Ο υπάλληλος αρνήθηκε να παρανοµήσει και του είπε να εκδώσει χωριστό διαβατήριο. Ο Στρατηγός αντέδρασε κι έβγαλε το πιστόλι από την τσέπη του και το χτύπησε επάνω στο γραφείο, επιµένοντας στη βούληση του. Ένας άλλος υπάλληλος έτρεξε να πει τα διατρέξαντα στον Πρόξενο. Αναποφάσιστος ο Πρόξενος τηλεφωνεί στον Αρµοστή. Ο Αρµοστής απαντά έτσι ακριβώς:
– ∆ώσε του το να πάει στο διάολο.
Ύστερα από λίγο, ο Χατζηανέστης εµφανίζεται στην Αρµοστεία και λέει στον Γιώργο Νιολάκη:
– Είµαι ο Στρατηγός Χατζηανέστης. Ανάγγειλε µε στον κ. Αρµοστή. Ο Αρµοστής τον δέχτηκε αµέσως και στη συνέχεια, δίνεται στον Γιώργο Νιολάκη συστατικό έγγραφο προς τις πολιτικές και στρατιωτικές Αρχές, για να παρέχουν στο Στρατηγό κάθε δυνατή ευκολία, στην κυρία και στην κόρη της.
Το επαναφέρει δακτυλογραφηµένο για υπογραφή του Αρµοστή.
– Είναι λάθος. ∆ώσε το πίσω.
Το παραδίδει ξανά στις δύο δακτυλογράφους, το µελετούν «λέξη προς λέξη».
– ∆εν βρήκαµε το λάθος, του λένε.
– ∆ώσε το η ίδια, απαντά ο Γιώργος.
Ο Αρµοστής, αντί απαντήσεως, υπογραµµίζει µε κόκκινο µολύβι τις λέξεις: «κόρην της».
Μετά από λίγες ηµέρες, ο Χατζηανέστης διορίστηκε αρχιστράτηγος της ελληνικής στρατιάς στη Μικρά Ασία.
Λίγους µήνες µετά, είχαν στην Αρµοστεία την πληροφορία ότι Τούρκοι, κατερχόµενοι από τα βόρεια του Βοσπόρου, σε συλλαλητήριο, θα χτυπήσουν την οικία του Αρµοστή. Γράφει ο Γιώργος Νιολάκης: «Εµείς πήραµε τα µέτρα µας, όχι µόνον από την παραλιακήν πλευράν αλλά και από τον ύπερθεν της οικίας λόφον».
Εκτός από την στρατιωτική φρουρά και ένας τέως ανθυπολοχαγός, ο Κατσαρός, µε στρατιώτες άλλους, για συµπαράσταση Σε απόσταση 100 µέτρων στη συνέχεια του παραλιακού δρόµου ήταν το Αγγλικό Αρχιστρατηγείο, όταν κατέφθασαν οι ορδές των Τούρκων τους αποµάκρυναν κι έτσι αποφεύχθηκε η αναµενόµενη σύγκρουσης, περίπου στις 10.00 τη νύχτα.
Ένα άλλο σπουδαιότατο γεγονός: Μία ηµέρα, έφεραν στην ελληνική Αρµοστεία για να το αγοράσει, το πολεµικό σχέδιο του Κεµάλ. Χρήµατα όµως, δεν υπήρχαν. Ο κατάσκοπος απετάθη στον Άγγλο Αρχιστράτηγο, Μιλν. Ο Άγγλος φιλέλληνας και συµπολεµιστής στο Μακεδονικό Μέτωπο, ασφαλώς θα το ακριβοπλήρωσε, στέλνοντας αντίγραφο στην Αρµοστεία, µε τα εξής στοιχεία: «Στην αναµενόµενη επίθεση του Ελληνικού Στρατού, καίτοι έχει στην πρώτη γραµµή 75.000 στρατιώτες, ο Κεµάλ δεν θα κάνει αντεπίθεση αλλά απλώς θα οπισθοχωρήσει αµυνόµενος, έως ότου βεβαιωθεί ότι ο ελληνικός στρατός θα είναι δύσκολο να ανεφοδιάζεται. Και επιπλέον, µε τις αντάρτικες οµάδες θα εκτελούνται σαµποτάζ στις εφοδιοποµπές. Και µόνον όταν θα είναι βέβαιοι για το αποτέλεσµα, θα θελήσουν να αντεπιτεθούν».
Η Αρµοστεία στέλνει το αντίγραφο του Σχεδίου Κεµάλ στο Στρατηγείο Σµύρνης, κατεπειγόντως.
Με την άτακτη οπισθοχώρηση του ελληνικού στρατού, το Στρατηγείο ζήτησε από την Αρµοστεία να στείλει επειγόντως βαρέλια για την κατασκευή γεφυρών στο Σαγγάριο, βοηθώντας τον ελληνικό στρατό να ξεφύγει. Χρήµατα, όµως, δεν υπήρχαν. Προσέφυγαν λοιπόν στον Μποδοσάκη, ο οποίος είχε αγοράσει στα Μνηµατάκια, το πολυώροφο ξενοδοχείο «Πέραν Παλάς», το οποίο είχε διαµορφώσει σε Στρατιωτική Λέσχη, σίγουρος ότι η Κωνσταντινούπολη θα γινόταν ελληνική. Πλήρωσε και φορτώθηκε ένα πλοίο µε κάθε είδους κενά βαρέλια και τα µετέφερε στα Μουδιανά για να µείνουν εκεί. ∆ιότι, το θέµα του Σαγγάριου είχε πια κλείσει οριστικά.
Λίγο πριν από την Μικρασιατική Καταστροφή, ο Τοποτηρητής του Οικουµενικού Θρόνου είχε τη βεβαιότητα πως θα εξασφάλιζε τη συνέχεια της διακοπείσας λειτουργίας της Αγιάς Σοφιάς, το 1453, όταν όµως άρχισε να πιστεύει ότι χάνεται η ευκαιρία, ταξιδεύει στο Λονδίνο για να εκλιπαρήσει τον Υπουργό Εξωτερικών Κόρζον, να εξακολουθήσει η παροχή πολεµικού υλικού στην Ελλάδα. Εκείνος του απάντησε πως οι Βρετανοί γνώριζαν ότι οι Έλληνες είχαν αποµείνει αδέκαροι.
Ο Τοποτηρητής απογοητευµένος, µπαίνει στο αυτοκίνητο µε κατεύθυνση το ξενοδοχείο του. Έπαθε καρδιακή ανακοπή και τον µετέφεραν νεκρό, στην Κωνσταντινούπολη.
Με την Μικρασιατική Καταστροφή, ανέθεσαν στο Ισπανικό Προξενείο την προστασία των δικαιωµάτων των Ελλήνων, έκλεισαν την Αρµοστεία, κατέβηκαν στον Γαλατά κι ετοιµάστηκαν για την επιστροφή στην Ελλάδα, µε ένα µικρό επεισόδιο κατά τον έλεγχο των αποσκευών.
Ο Βενιζέλος ήταν πλέον κατηγορηµατικός, ότι ποτέ στο εξής δεν θα ανακατευόταν στην πολιτική ζωή. Έµενε πια, στο σπίτι του στη Χαλέπα, όπου τον επισκέπτονταν οι φίλοι του. Κάποια στιγµή, παίρνει τον λόγο ο Παύλος Μπικουβάρης από το χωριό Ασκύφου και τον ρωτά:
– Κύριε Πρόεδρε, και σε περίπτωση που ο λαός θα το απαιτήσει θα κάνετε;
Γράφει ο Γιώργος Νιολάκης: «Η απάντηση δεν ήτο ούτε εύκολη ούτε της στιγµής.
Αρκετά αργότερα, µε τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο, ο Γιώργος Νιολάκης θεµελιώνει την ισχύ της ακόλουθης λεπτοµέρειας: «Στην Ελλάδα υπήρχε και υπάρχει σαπίλα και µούχλα, αυτή η σαπίλα είναι οι δουλοπρεπείς Έλληνες και είναι πολλοί. Τους είδαµε σαν Ταγµατασφαλίτες, σαν κουκουλοφόρους προδότες, σαν διερµηνείς σφιχταγκαλιασµένους µε τον κατακτητή».
Οι Γερµανοί τον συνέλαβαν, ηµέρα της 14ης Σεπτεµβρίου. Μετά την Αγορά των Χανίων και στη γωνία του Α’ Γυµνασίου, µιλούν γερµανικά και ο Γιώργος διακρίνει τη λέξη “προπαγάντ”, συµπεραίνοντας ότι τον κατηγορούν για προπαγάνδα.
Αναφέρει µάχες και εκρήξεις στις Καλύβες, στον Βαφέ, στον Βάµο. Αναφέρει το ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, γράφοντας ότι το σπίτι του, το ονοµάζει «σπίτι του και του ΕΑΜ και ΕΛΑΣ».
Από κει και πέρα, φτώχεια, πείνα, πόνος και πίκρα. Όχι µόνον για τα εγκλήµατα των Γερµανών αλλά και για τον Εµφύλιο πόλεµο, µεταξύ των Ελλήνων, τις παρανοµίες, τις αδικίες, τις ανισότητες, τις προδοσίες, το ξεπούληµα της πατρίδας.
Κλείνουµε µε τη φράση – κλειδί του βιβλίου του:
«Ε, άµοιρη Ελλάδα, τι σου µέλλεται να πάθεις…»
Υ.Γ.: Τη µία του κόρη την ονόµασε ∆ηµοκρατία. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έµεινε στον Βάµο. Πέθανε το 2002, σε ηλικία 105 ετών.
Τιµή µας.