«..Εκ Σύρου ανεχωρήσαμεν διά Κρήτην μετά του θείου μου Γεωρ. Ξενουδάκη και του αδελφού Ιωάννου. Και ο μεν κ. Γ. Ξενουδάκης γεννηθείς εν Κρήτη, απήλθεν, παις έτι ων, επανελθών μόνον εν έτει 1841 μετά των αδελφών Χαιρετών δια πατριωτικούς σκοπούς, εγώ δε μετά του αδελφού μου, και τοι πατρόθεν και μητρόθεν Κρήτες, ουδέποτε είχομεν ιδή την Κρήτην. Κρητικά εν τούτοις ασμάτια απεκοίμιζον ημάς, βρέφη όντα, και ανετράφημεν κατά τα Κρητικά έθιμα, πάντοτε περί Κρήτης ακούοντες ως περί της γης της επαγγελίας, προς ην οι γονείς μας διηνεκώς απέβλεπον και ήλπιζον να επανέλθωσι. Ηωρούντο δ’ εν τη φαντασία μας αι αφελείς διηγήσεις των ανδραγαθημάτων του πάππου μας και των άλλων συγγενών μας και αι περιγραφαί των τόπων, εν αις ηγωνίσθησαν.
Επλάττομεν εν τη φαντασία μας την Κρήτη ως τον τερπνότατον και χαριέστατον των επί γης παραδείσων, ως τόπον γεννώντα ημιθέους και άξιον να κατοικήται υπό θεών, υπέτρεφον δε τας παιδικάς ταύτας φαντασίας μας και όσα μειράκια γενόμενοι ανεγινώσκομεν ή ηκούομεν περί Κρήτης.
Οι ποιηταί από αρχαιοτάτων χρόνων εξύμνησαν τους ήρωες αυτής, οι γεωγράφοι και φιλόσοφοι εξήρον την επίκαιρον γεωγραφικήν θέσιν της, οι ιατροί και βοτανολόγοι το κλίμα και την αρίστην ποιότητα πάντων των επ’ αυτής φυομένων. Φυσικόν άρα ήτο να σπεύσωμεν εν πρώτη ευκαιρία ίνα και ιδίοις οφθαλμοίς ίδωμεν όσα ηκούσαμεν και εφανταζόμεθα.
Διελθόντες τα τρία τέταρτα σχεδόν της νήσου εύρομεν πανταχού τα πράγματα ανώτερα των προσδοκιών μας. Η ποικιλία του εδάφους, το ευκρατές του κλίματος, το κάλλος των ανδρών και γυναικών, η ευφυία, η φιλοξενεία, η φιλοπατρία, και η φιλομάθεια πάντων των κατοίκων δεν εξέπληξαν ημάς τόσον, όσον η τάξις και ασφάλεια, ην πανταχού απηντήσαμεν. Ανήλθομεν εις τας υψίστας κορυφάς των ορέων, κατήλθομεν εις τας βαθυτάτας διασφάγας, εισεδύσαμεν εις τους μυχούς των σκοτεινοτάτων σπηλαίων, διήλθομεν έρημα πυκνότατα δάση. Παντού απαντήσαμεν ανθρώπους προθύμους να οδηγήσωσιν ημάς, να παράσχωσιν οιασδήποτε πληροφορίας, να μοιράσωσι μεθ’ ημών τον ολίγον ξηρόν αυτών άρτον…».
Απόσπασμα από τον επίλογο του βιβλίου του Ιωσήφ Χατζιδάκη με τίτλο “ΠΕΡΙΗΓΗΣΙΣ ΕΙΣ ΚΡΗΤΗΝ”, που τυπώθηκε στην Ερμούπολη το 1881, το οποίο περιγράφει με απέριττο, δωρικό τρόπο, τη παρθενική γνωριμία του συγγραφέα με το νησί της καταγωγής, της φαντασίας και των ονείρων του. Την πανέμορφη Κρήτη της εποχής εκείνης, και κάθε εποχής. Μια αποκάλυψη φυσικού και ανθρωπίνου κάλλους και χαρακτήρα, πολιτισμού και ανθρωπισμού, όπως το είδε ιδίοις οφθαλμοίς και το αισθάνθηκε βαθιά ο Ιωσήφ Χατζιδάκης, ανηψιός του μεγάλου ευεργέτη, οραματιστή και πρώτου βουλευτή της Κρήτης Γεωργίου Ξενουδάκη.
Εξήντα τόσο χρονών ο θείος, τριάντα τόσο ο ανηψιός, περιηγούνται το ηρωικό, αιματοβαμμένο και δοξασμένο με πανάρχαιη ιστορία και σπουδαίο πολιτισμό νησί τους, διατηρώντας τον πατριωτικό τους παλμό για τον δεινοπαθούντα και άρτι ημι-απελευθερωθέντα τόπο τους.
Ο θείος, ο Γεώργιος Ξενουδάκης, έχοντας δώσει σφοδρό αγώνα στο πεδίο της μάχης και αργότερα στο πεδίο της πολιτικής, μαχόμενος αγέρωχα με το υποδειγματικό πολιτικό του ήθος, την ακεραιότητα του χαρακτήρα του, τη γνήσια φιλοπατρία του, τον αμείωτο οραματισμό του και τον αξιοθαύμαστο ανθρωπισμό του, απολαμβάνει, μαζί με τον αγαπημένο του ανηψιό, τη λατρευτή του Κρήτη. Πρώτη φορά μετά το 1841, την επανάσταση Χαιρέτη, όταν είχε έλθει να πολεμήσει τους Τούρκους μαζί με τους αδελφούς Χαιρέτη και τον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο. Την Κρήτη, που δεν σταμάτησε να βοηθά παντοιοτρόπως και να αγωνίζεται αδιαλείπτως για την πολυπόθητη απελευθέρωσή της. Είτε από το δικηγορικό του γραφείο, είτε από τη βήμα της Βουλής, είτε κατά τη διάρκεια τρίμηνου ταξιδίου του στην Ευρώπη. Οι μνημειώδεις φράσεις του, δείγματα πολιτικής διορατικότητας, όπως: «Η Ελλάς ουκ έστιν Ελλάς, ει μη πολεμική και Ανευ της Κρήτης και της Μακεδονίας, η Ελλάς πολιτικώς δεν ζει, αφήστε την ιδιοτέλεια και την φιλαυτία» και πολλές άλλες, θα πρέπει να καταγραφούν από την Ιστορία σ’ ένα βιβλίο Πολιτικής Σοφίας.
Ο ανηψιός, ο Ιωσήφ Χατζιδάκης, καίτοι γιατρός το επάγγελμα, προσέφερε όχι μόνο στους ασθενείς του, αλλά και στη παιδεία και τον πολιτισμό. Θα θελήσει να ανασκάψει βαθύτερα στο χώμα της γης του, να στηρίξει την αρχαιολογία και να υποστηρίξει Ελληνες και ξένους αρχαιολόγους, οι οποίοι με τη σκαπάνη τους έφερναν στο φως από το 1884 αποκαλυπτικά ευρήματα ανυπολόγιστης ιστορικής αξίας, όπως την επιγραφή νομοθεσίας της Γόρτυνας, και μερικά στη Κνωσό και το Ιδαίον Αντρο. Μαζί με τον Στέφανο Ξανθουδίδη, προσέφερε τα μάλα στον Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο Ηρακλείου, καταπολέμησε την αρχαιοκαπηλία, που μάστιζε τον τόπο με διεθνείς αρχαιοκάπηλους και κερδοσκόπους χωρικούς, και προστάτευσε τα ιερά απομεινάρια του Μινωικού πολιτισμού, ακόμα κι αν χρειάστηκε ν’ απαγορευτούν για κάποια περίοδο οι ανασκαφές. Μετά το 1898, όταν η Κρήτη απέκτησε την αυτονομία της, τα πράγματα άρχισαν να βαίνουν καλύτερα και για την αρχαιολογία. Δυο χρόνια αργότερα, άρχισε τις ανασκαφές στη Κνωσό και ο Arthur Evans.
Εν τω μεταξύ, ο θείος του, ο πολύς Γεώργιος Ξενουδάκης, είχε βροντοφωνήσει τους πύρινους, πατριωτικούς λόγους του στη Βουλή των Ελλήνων, συστήνοντας ανιδιοτέλεια στους συναδέλφους του και προτρέποντας τους συμπατριώτες του να υπερασπιστούν μόνοι και ενωμένοι τα δίκαιά τους και να αποδεσμευτούν από τη δόλια προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων. Προτού φύγει από τη ζωή το 1888, είχε φροντίσει να κληροδοτήσει τη περιουσία του στη πατρίδα του, τα ηρωικά Σφακιά, για τη Παιδεία, την οποίαν αναγνώριζε ως το μεγαλύτερο αγαθόν του ανθρώπου, μετά την ελευθερία.
Είναι πράγματι εντυπωσιακό και αξιοσημείωτο ότι στα σκληρά εκείνα χρόνια ανοικοδόμησης του έθνους και συγκρότησης ενός σύγχρονου κρατικού μηχανισμού, ικανού να φέρει την Ελλάδα πιο κοντά στις αναπτυγμένες Ευρωπαϊκές χώρες, όπως επιχείρησε ο Χαρίλαος Τρικούπης, οραματιστές, όπως ο Γεώργιος Ξενουδάκης και ο Ιωσήφ Χατζιδάκης, τόλμησαν να ξεπεράσουν τον εαυτό τους και να προσφέρουν πολιτισμό και ανθρωπισμό στον τόπο τους και τη κοινωνία. Όχι χωρίς κάποια αυτοθυσία.
Οι δύο αυτοί Σφακιώτες Κρητικοί, θείος και ανηψιός, με τον υψηλόφρονα οραματισμό τους, το μεγαλόπνοο έργο τους και τις αξιέπαινες πράξεις τους, έδειξαν με τη δική τους στάση ζωής, τη φλόγα της ψυχής τους και το ενάρετον του πνεύματός τους τις πραγματικές αξίες του ανθρώπου. Αξίες διαχρονικές, που έπρεπε ν’ αποτελούν τον ηθικό οδηγό της ανθρώπινης συμπεριφοράς και δράσης. Ο ένας με τον μεστό, πολιτικό του λόγο, που πήγαζε από βαθιά φιλοπατρία και ενδόμυχο στοχασμό, και ο άλλος με το πάθος του για την ιστορία του τόπου του, που ανακαλύπτει στα 32 του και αναγνωρίζει την ομορφιά του, τον πολιτισμό του και τους ξεχωριστούς ανθρώπους του. Ο ένας ώριμος, σώφρων, διορατικός, συνειδητοποιεί ότι το Κληροδότημά του θα παράσχει παιδεία και θα ευεργετήσει τις μέλλουσες γενεές να κτίσουν μια καλύτερη κοινωνία. Ο άλλος, νεώτερος, υποκινούμενος από τη φιλομάθειά του, το σύνδρομο του θεραπευτού γιατρού και το πατριωτικό του πάθος, θα προστατεύσει και θα προβάλει τη παιδεία και τον πολιτισμό του τόπου του μέχρι τα βαθιά του γεράματα, όταν φύγει απ’ τη ζωή το 1936 σε ηλικία 88 ετών.
Ας τους έχουμε ως παραδειγματικά πρότυπα φιλοπατρίας και μεγαλοψυχίας και ας πράττουμε και εμείς ό,τι μας επιτρέπουν οι συνθήκες και οι δυνάμεις μας για το γενικό καλό, «αφήνοντας την ιδιοτέλεια και τη φιλαυτία».
* σεναριογράφος-
σκηνοθέτης