» Παλλαϊκό αίτηµα η διεκδίκησή τους
Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσµίου πολέµου οι πολεµικές επανορθώσεις ήταν µέρος των Συνθηκών ειρήνης που η Ελλάδα υπέγραψε µε τα κράτη – µέλη του Άξονα (πλην της Γερµανίας φυσικά). Τον Φεβρουάριο του 1947 η Ιταλία δεσµεύτηκε να καταβάλει και κατέβαλε 105 εκατοµµύρια δολάρια της εποχής και η Βουλγαρία ένα µικρότερο ποσό. Η αναγνώριση του κατοχικού δανείου ήταν µέρος της συνθήκης ειρήνης µε την Ιταλία, στο τµήµα που την αφορούσε και συµπεριλήφθηκε στις επανορθώσεις.
Το ζήτηµα της Γερµανίας ήταν ιδιαίτερο. Πρώτον διότι ο όρος «παράδοση άνευ όρων» καταργούσε την κρατική υπόσταση και οντότητα του Γερµανικού Κράτους και, ως συνέπεια, καθιστού αδύνατη την διεξαγωγή διαπραγµατεύσεων ειρήνης µε τον κλασσικό τρόπο: νικητές απέναντι σε ηττηµένους. Παρόλα αυτά συγκλήθηκε στο Παρίσι ειδική διάσκεψη για τον προσδιορισµό των πολεµικών επανορθώσεων σε κάθε κράτος που βρέθηκε κάτω από την κατοχή της. Η Ελλάδα µε ιδιαίτερα µεγάλο αριθµό θυµάτων και τεράστιες καταστροφές, βρισκόταν ανάµεσα στους πρώτους δικαιούχους.
Στην ∆ιάσκεψη του Παρισιού για τις γερµανικές επανορθώσεις το 1946 επιδικάστηκε στην Ελλάδα το ποσό των 7,1 δισεκατοµµυρίων δολαρίων της εποχής 1. Να σταθούµε λίγο σε αυτό το µέγεθος. Συγκριτικά η οικονοµική στήριξη των ΗΠΑ στο κυβερνητικό στρατόπεδο στην περίοδο του Εµφυλίου πολέµου κόστισε στις ΗΠΑ δύο δισεκατοµµύρια δολάρια. Η πρώτη καταβολή στην Ελλάδα, µε το ∆όγµα Τρούµαν, ήταν 350 εκατοµµύρια δολάρια. Με το σχέδιο Μάρσαλ, αργότερα, για την αποκατάσταση του ευρωπαϊκού καπιταλισµού και την στήριξη των αποικιοκρατικών δυνάµεων, η Γαλλία χρηµατοδοτήθηκε µε 2,3 δισεκατοµµύρια, η Βρετανία µε 3,3, η Ιταλία µε 1,2 και η ∆υτική Γερµανία µε 1,4. Το τελικό ύψος του Σχεδίου Μάρσαλ ήταν 12,7 δισεκατοµµύρια δολάρια.
Τα παραπάνω µεγέθη αναφέρονται για να τονιστεί το σηµαντικό ύψος των πολεµικών αποζηµιώσεων που επιδικάστηκαν στην Ελλάδα. Η δε συµφωνία που τις επιδίκασε ισχύει πλήρως. Ως εκ τούτου είναι µάλλον περιττή, ίσως και βλαβερή η επανεξέταση στην Ελλάδα των Γερµανικών επανορθώσεων. Αυτές έχουν πιστοποιηθεί και προσδιοριστεί από επίσηµες συµφωνίες και συµβάσεις.
Η καταβολή του ποσού των επανορθώσεων έµεινε σε εκκρεµότητα µέχρι την ρύθµιση ζητηµάτων υπόστασης και αρµοδιοτήτων του γερµανικού κράτους. Με την είσοδο στην περίοδο του Ψυχρού πολέµου και την ανοικτή πλέον διαµάχη του δυτικού στρατοπέδου µε την Σοβιετική Ένωση και τις Λαϊκές ∆ηµοκρατίες το ζήτηµα περιπλέχθηκε. Η ίδρυση της Οµοσπονδιακής ∆ηµοκρατίας της Γερµανίας και της Λαοκρατικής ∆ηµοκρατίας της Γερµανίας δηµιούργησε δύο κρατικές οντότητες καµία από τις οποίες δεν επιθυµούσε να αναλάβει το βάρος των επανορθώσεων. Η δε ανάγκη επανεξοπλισµού της Γερµανίας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ οδήγησε σε νέες αναβολές.
Στη Συµφωνία του Λονδίνου στα 1953 -µέσα στο πλαίσιο των «διευκολύνσεων» προς την Ο.∆. Γερµανίας, αποφασίστηκε να µετατεθούν οι γερµανικές υποχρεώσεις µέχρι την σύναψη νέας Συνθήκης µε µια ενοποιηµένη Γερµανία.
Στο µεταξύ διάστηµα η Ο.∆. της Γερµανίας προσπάθησε να εκτονώσει και να συγκαλύψει το ζήτηµα των πολεµικών επανορθώσεων µεταφέροντας το σε ατοµικές αποζηµιώσεις παθόντων στην διάρκεια της Κατοχής. Η προτεραιότητα δόθηκε σε ανθρώπους διωγµένους για την θρησκεία ή τα φυλετικά τους χαρακτηριστικά, Εβραίους κυρίως. Στο πλαίσιο αυτό, ως µέρος διακρατικών συµφωνιών της εποχής η Γερµανία κατέβαλε στην Ελλάδα στα 1960 το ποσό των 115 εκατοµµυρίων µάρκων το οποίο και διατέθηκε σε ατοµικές αποζηµιώσεις. Η γερµανική αυτή κίνηση αποσκοπούσε στο να δείξει ότι η γερµανική πλευρά ήταν πρόθυµη να πληρώσει τα θύµατα της ρατσιστικής πολιτικής των ναζί και των διωγµών που αυτοί πραγµατοποίησαν και όχι τις διακρατικές της υπόχρεώσεις – τις πολεµικές δηλαδή επανορθώσεις.
Η λήξη του πολέµου πιστοποιήθηκε µε την Συµφωνία «τέσσερα συν δύο» στις 12 Σεπτεµβρίου του 1990. Συνθήκη για την τελική ρύθµιση του ζητήµατος της Γερµανίας, όπως επίσηµα ονοµάστηκε. Οι τέσσερις χώρες που εκπροσωπούσαν το συµµαχικό στρατόπεδο ήταν οι Ηνωµένες Πολιτείες, η Ρωσία (διάδοχος της Σοβιετικής Ένωσης), η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία. Από την άλλη πλευρά υπέγραψαν η Οµοσπονδιακή ∆ηµοκρατία της Γερµανίας και η Λαοκρατική ∆ηµοκρατία της Γερµανίας οι οποίες, σύµφωνα µε την Συνθήκη θα ενώνονταν σε ενιαίο γερµανικό κράτος. Στην Συνθήκη δεν γινόταν µνεία των υποχρεώσεων της Γερµανίας ως προς τις πολεµικές αποζηµιώσεις και δεν θα µπορούσε σε καµία περίπτωση να θεωρηθεί ότι ακύρωνε τις προηγούµενες συµφωνίες πάνω στο ζήτηµα αυτό.
Επιπλέον η Συνθήκη τέσσερα συν δύο αφορούσε τις τέσσερις δυνάµεις που ανέλαβαν την κατοχή µε ιδιαίτερες ζώνες- και την διοίκηση του γερµανικού εδάφους στα 1945. Αυτό δεν σηµαίνει ό τι οι υπόλοιπες χώρες του συµµαχικού συνασπισµού δεν είχαν – συµβολικά έστω – συµµετοχή στην κατοχή και την στρατιωτική διοίκηση της Γερµανίας. Η ελληνική διπλωµατική αποστολή στο Βερολίνο είχε, ως το 1990, στρατιωτικό χαρακτήρα και συµβόλιζε την συµµετοχή της χώρας στην νίκη του 1945 – ένα είδος κατοχικής παρουσίας. Η µη πρόσκληση και η αγνόηση των λοιπών χωρών που ανήκαν στο συµµαχικό στρατόπεδο και που είχαν δεχτεί εισβολή και κατοχή από τις γερµανικές δυνάµεις στον πόλεµο άφηνε εκκρεµότητες και επέτρεπε πολλές ερµηνείες.
Η πρώτη και ουσιαστική που επικαλείται η γερµανική πλευρά σήµερα είναι ότι η συµφωνία των τεσσάρων µεγάλων δυνάµεων στην διευθέτηση του γερµανικού ζητήµατος έκλεινε το οποιοδήποτε θέµα αφορούσε το κάθε µέλος της συµµαχίας. Στην ουσία η γερµανική πλευρά διατείνεται ό τι οι τέσσερις σύµµαχοι υπέγραψαν και για λογαριασµό της Ελλάδας, της Πολωνίας ή όποιου άλλου συµµαχικού κράτους. Η θέση αυτή είναι οι διπλωµατικά και πολιτικά επικίνδυνη καθότι εκχωρεί στοιχεία ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σε τρίτο κράτος – έστω δύναµη. Η Ελλάδα τοποθετείται έτσι σε ειδικό χώρο «κρατών περιορισµένης ευθύνης» για λογαριασµό των οποίων και ερήµην τους µπορούν να υπογράφουν οι ισχυροί της Γης. Ορίζεται ως «κράτος υπό κηδεµονία» αναιρώντας defacto την ανεξαρτησία του. Είναι περιττό να επισηµάνουµε τους πολιτικούς, εθνικούς κινδύνους που περικλείει µια τέτοια άποψη.
Να σηµειώσουµε στο σηµείο αυτό ότι τα επιχειρήµατα της γερµανικής πλευράς έχουν τύχει αµφισβήτησης και από επίσηµους φορείς το του γερµανικού κράτους. Ακόµα και πρόσφατα η νοµική υπηρεσία της γερµανικής Βουλής κατέληγε στα παρακάτω συµπεράσµατα:
«…Σε αντίθεση µε τη γερµανική κυβέρνηση η επιστηµονική υπηρεσία της Bundestag εκφράζει την άποψη ότι στη βάση του διεθνούς δικαίου δεν µπορεί να τεκµηριωθεί ότι τα ελληνικά αιτήµατα έχουν παραγραφεί – ούτε στο θέµα των επανορθώσεων και ούτε στο θέµα του κατοχικού δανείου. Το πόρισµα αµφιβάλλει επίσης για το κατά πόσον λόγω υπογραφής της «Συνθήκης δύο συν τέσσερις» το 1990 (γερµανική ενοποίηση) δεν υφίσταται πλέον το ζήτηµα των ελληνικών αξιώσεων. Στην έκθεση αναφέρεται ότι δεδοµένου ότι η Ελλάδα δεν συµµετείχε στη σύναψη αυτής της Συνθήκης δεν προκύπτουν για αυτή ούτε υποχρεώσεις, ούτε δικαιώµατα. Συνεπώς, ακόµη κι αν το ζήτηµα των επανορθώσεων δεν αναφέρεται στη Συνθήκη αυτή, µε την οποία οριστικοποιήθηκε το τελικό µεταπολεµικό καθεστώς της Γερµανίας, δεν σηµαίνει ότι το θέµα δεν υφίσταται.
Πέραν αυτού η επιστηµονική επιτροπή της γερµανικής βουλής επισηµαίνει ότι η Ελλάδα ουδέποτε παραιτήθηκε από τις αξιώσεις της – ούτε µε δήλωσή της και ούτε σιωπηρά. Η έκθεση αναφέρει τις κατά καιρούς ρηµατικές διακοινώσεις των ελληνικών κυβερνήσεων µε τις οποίες καθιστούσαν σαφές ότι το ζήτηµα των επανορθώσεων παραµένει ανοιχτό και ότι θα πρέπει να επιλυθεί. Η τελευταία ρηµατική διακοίνωση έγινε µόλις πρόσφατα. Μάλιστα, η επιστηµονική υπηρεσία της γερµανικής βουλής και προκειµένου να υπάρξει «νοµική σαφήνεια» προτείνει η Γερµανία και η Ελλάδα να αποταθούν στο ∆ιεθνές ∆ικαστήριο στη Χάγη. Ένα τέτοιο βήµα προϋποθέτει όµως τη σύµφωνη γνώµη και της Γερµανίας, πράγµα που απορρίπτει η γερµανική κυβέρνηση……..
Πέρα από τα όσα διατείνεται η γερµανική πλευρά η επανένωση της Γερµανίας στις 12 Σεπτεµβρίου 1990 επανάφερε, αντίθετα, το ζήτηµα των πολεµικών επανορθώσεων καθώς εκπληρώθηκαν οι πρόνοιες της Συµφωνίας του Λονδίνου του 1953. Υπήρχε πλέον µια ενιαία Γερµανία και ως εκ τούτου δεν υπήρχε λόγος αναστολής των γερµανικών υποχρεώσεων.
Στο σηµείο αυτό κλείνει το ζήτηµα των πολιτικών, διπλωµατικών, νοµικών και ηθικών, υποχρεώσεων της Γερµανίας και ανοίγει ένα άλλο µεγάλο κεφάλαιο: αυτό την ατολµίας των διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις βρέθηκαν ανέτοιµες και εµφανώς σαστισµένες µπροστά στην συγκυρία των αρχών της δεκαετίας του 1990 και στις υποχρεώσεις που οι ανατροπές έθεταν µπροστά στην ελληνική πολιτική ηγεσία. Ετούτο το σάστισµα ήταν διαχρονικό και προερχόταν από την αντίληψη της ελληνικής αστικής τάξης ότι η χώρα εννοούν η ταξική της διάρθρωση- έχουν πάντοτε ανάγκη εξωτερικής εύνοιας και προστασίας. Πρόκειται για το «τραύµα του εµφυλίου» το οποίο φαίνεται πάντοτε παρόν παρά το πέρασµα του χρόνου.
Η αµηχανία υπήρξε διαχρονική. Να σταθούµε λίγο στο σηµείο αυτό.
Οι απαιτήσεις της Ελλάδας χωρίζονται σε δύο µέρη. Το πρώτο είναι οι οφειλόµενες πολεµικές αποζηµιώσεις για τα όσα δεινά προκάλεσε στην χώρα η γερµανική κατοχή. Το δεύτερο αφορά την αποπληρωµή του αναγκαστικού κατοχικού δανείου που η τότε ελληνική ναζιστική κυβέρνηση της Ελληνικής Πολιτείας έδωσε στους Γερµανούς και Ιταλούς για να χρηµατοδοτήσουν την εκστρατεία στην Αφρική. Στις 14 Μαρτίου 1942 στην Ρώµη οι Γερµανοί και Ιταλοί αποφάσισαν την συµµετοχή της Ελλάδας στην χρηµατοδότηση του πολέµου στην Αφρική διαµέσου της προκαταβολής µηνιαίων δόσεων των «εξόδων κατοχής». Η προκαταβολή ορίστηκε ως δάνειο.
Το δάνειο αυτό αναγνωρίστηκε από όλα τα εµπλεκόµενα µέρη. Η κυβέρνηση του Γ’ Ράιχ προέβη µάλιστα σε µια αρχή αποπληρωµής του µε την καταβολή των δύο πρώτων δόσεων στην Αθήνα. Από την ιταλική πλευρά το µερίδιο της Ιταλίας στην δανειακή αυτή σύµβαση αναγνωρίστηκε επίσης και συνυπολογίστηκε στις ιταλικές επανορθώσεις που καθορίστηκαν µε την Συνθήκη Ειρήνης µεταξύ Ιταλίας και Ελλάδας τον Φεβρουάριο του 1947.
Η ελληνική πλευρά πολύ σωστά διαχώρισε το ζήτηµα του κατοχικού δανείου από το γενικότερο ζήτηµα των οφειλόµενων επανορθώσεων. Θεώρησε έτσι ότι η αποπληρωµή του δανείου από την γερµανική πλευρά δεν εµπίπτει στην αναστολή των γερµανικών υποχρεώσεων όπως τις καθόρισε η Συνθήκη του Λονδίνου στα 1953. Πλην όµως το σθένος των ελληνικών απαιτήσεων µόνο ως υποτονικό µπορεί να χαρακτηριστεί. Οικονοµικοί παράγοντες έθεταν κατά καιρούς το θέµα του δανείου -ο Ξενοφών Ζολώτας στα 1955, ο Άγγελος Αγγελόπουλος στα 1964- χωρίς ουσιαστική πολιτική κάλυψη.
Στην δεκαετία του 1960, επί πρωθυπουργίας του Γεωργίου Παπανδρέου ο υιός του Ανδρέας Παπανδρέου έθεσε την διεκδίκηση της αποπληρωµής του δανείου σε πολιτική βάση. Ο τρόπος που το έθεσε ήταν προβληµατικός και στιγµάτισε έκτοτε τις διεκδικήσεις της ελληνικής πλευράς. Να το εξηγήσω
Στην επίσκεψη του Ανδρέα Παπανδρέου στη Βόννη, τον Φεβρουάριο του 1965 τέθηκε ζήτηµα «συµψηφισµού» ή «συµβιβασµού» µε την γερµανική πλευρά στο ζήτηµα αυτό.
Έγραφε στην αναφορά του ο υιός του πρωθυπουργού
«…. Κατά τας συνοµιλίας µου µετά των κυρίων Zachs και Kaizer ανέφερα την ύπαρξιν του εκκρεµούντος θέµατος του δανείου της Τραπέζης της Ελλάδος προς τον γερµανικόν στρατόν κατοχής και υπεγράµµισα την σηµασίαν την οποίαν αποδίδει η ελληνική κυβέρνησις εις ένα φιλικόν διακανονισµόν του εν λόγω θέµατος. Ο διακανονισµός του θέµατος τούτου, ετόνισα, ήθελεν εξαλείψει και τα τελευταία ίχνη ατυχών συµβάντων του παρελθόντος και συσφίγξει έτι περαιτέρω τας σχέσεις των δύο χωρών. Ειδικώτερον, εσηµείωσα ότι ο διακανονισµός του εν λόγω δανείου δύναται να συνδεθή µε την παροχήν υπό της γερµανικής κυβερνήσεως προς την Ελλάδα µακροχρονίου ατόκου ή χαµηλοτόκου δανείου προς προώθησιν της οικονοµικής αναπτύξεως της Ελλάδος κατά το πρότυπον του παρελθόντος προς την Γιουγκοσλαβίαν κατά το 1956 δανείου (200.000.000 γερµανικά µάρκα, 99 έτη, άτοκον). ∆άνειον αυτής της µορφής, ετόνισα εις τους κυρίους Zachs και Kaizer, ήθελε συντελέσει αποτελεσµατικώς εις την ολοκλήρωσιν της οικονοµικής υποδοµής της χώρας καθιστώσης ούτω αποδοτικωτέραν την συνεργασίαν γερµανοελληνικών επιχειρήσεων, αίτινες ήθελον εγκατασταθή εν Ελλάδι. Επί του εν λόγω θέµατος υποβάλλω εντός των ηµερών γραπτόν σηµείωµα εις τον κ. Kaizer. ∆έον να σηµειωθή ότι δια πρώτην φοράν από ελληνικής πλευράς τίθεται επισήµως το αίτηµα διακανονισµού του δανείου τούτου…».
Η θέση αυτή του Ανδρέα Παπανδρέου µετέβαλε ποιοτικά το ζήτηµα των γερµανικών επανορθώσεων. Η απαίτηση της Ελλάδας έπαψε να είναι νοµικά ισχυρή και διπλωµατικά απαιτητή καθώς υποβαθµίστηκε σε εργαλείο διαπραγµάτευσης µε την γερµανική πλευρά για διεκδίκηση µάλιστα δανείου! Η νέα ετούτη λογική παγιώθηκε. Στα 1995, ενώ η ελληνική διπλωµατία παρακολουθούσε αµήχανη τις εξελίξεις και τις νέες καταστάσεις που προέκυψαν από την ενοποίηση της Γερµανίας, επί Ανδρέα Παπανδρέου, πρωθυπουργού πλέον, µε ενέργειες του υπουργού Εξωτερικών Κάρολου Παπούλια, ο Έλληνας πρέσβης στη Γερµανία κ. Ι. Μπουρλογιάννης επέδωσε στις 14 Νοεµβρίου 1995 στον υφυπουργό Εξωτερικών της Γερµανίας κ. Χάρτµαν σχετική ρηµατική διακοίνωση µε την οποία ζητούσε να αρχίσουν διαπραγµατεύσεις µεταξύ των δύο χωρών για το ζήτηµα των πολεµικών επανορθώσεων και ειδικότερα για το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο.
Τη ρηµατική αυτή διακοίνωση απέρριψε µε δήλωση του κ. Χάρτµαν η γερµανική κυβέρνηση.
Από ελληνικής πλευράς ακολούθησε σχετική δήλωση του τότε υπουργού Τύπου, ο οποίος τόνισε πως «η Γερµανία είναι εταίρος και φίλη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το θέµα αυτό είναι διακρατικού επιπέδου και γι’ αυτό και κινούµεθα όπως ακριβώς είχαµε προσφάτως ανακοινώσει Προς τούτο απαιτούνται ορθοί και υπεύθυνοι χειρισµοί τους οποίους η κυβέρνηση έχει αναλάβει κι έτσι θα προχωρήσει…..
Στη συνέχεια, κι ενώ πέρασαν περισσότερα από 15 χρόνια και µεσολάβησαν τρεις διαφορετικές κυβερνήσεις µε πρωθυπουργούς τον Κώστα Σηµίτη, τον Κώστα Καραµανλή και τον Γιώργο Παπανδρέου, το ζήτηµα δεν επανατέθηκε επιτρέποντας στην γερµανική πλευρά να υποστηρίζει ότι το ζήτηµα θεωρείται λήξαν.
Οι διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις δεν έπραξαν µεν σχεδόν τίποτα για την διεκδίκηση των επανορθώσεων, από την άλλη µεριά όµως ποτέ δεν απέσυραν το ελληνικό αίτηµα και ποτέ δεν θεώρησαν το θέµα λήξαν.
Υπήρξαν δε και ορισµένες εξάρσεις στο ζήτηµα, άσχετα από την συγκυρία και τους λόγους που την προκάλεσαν. Στις 13 ∆εκεµβρίου του 2010, επιτροπή της Βουλής κατέθεσε συγκεκριµένα µεγέθη για το ύψος των γερµανικών επανορθώσεων και το σώµα δέσµευσε τις ελληνικές κυβερνήσεις να προβούν στις δέουσες ενέργειες. Οι συνολικές απαιτήσεις της Ελλάδας ορίστηκαν στα 162 δισεκατοµµύρια ευρώ χωρίς τους αναλογούντες τόκους. Από αυτό το ποσό, τα 108 δισεκατοµµύρια αφορούσαν τις πολεµικές επανορθώσεις και τα 54 δισεκατοµµύρια το κατοχικό δάνειο.
Με βάση αυτές τις εκτιµήσεις η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ (αναπληρώτρια υπουργός εξωτερικών η Σία Αναγνωστοπούλου) έκανε τη δεύτερη ρηµατική διακοίνωση στην Γερµανική κυβέρνηση η οποία απορρίφθηκε επίσης. Η διακοίνωση έγινε στο τέλος της κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ την παραµονή εκλογών που θα σηµατοδοτούσαν την πτώση της. Η προεκλογική εργαλειακή χρήση του αιτήµατος των αποζηµιώσεων είναι προφανές ότι αποµειώνει το κύρος των διεκδικήσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί χώροι, άτοµα και συλλογικότητες, επαναφέρουν, παραµονές εκλογών και, ίσως, πολιτικής κρίσης, το ίδιο ζήτηµα. Προφανώς για να το ξεχάσουν αµέσως µετά.
Οι δε κινητοποιήσεις που αναγγέλλονται έχουν ένα χαρακτηριστικό. ∆εν στρέφονται ενάντια στην ελληνική κυβέρνηση και το ελληνικό πολιτικό σύστηµα που ταλαιπωρούν για πολλές δεκαετίες TO ζήτηµα, αλλά στρέφονται και διαδηλώνουν εναντίον της Γερµανίας. Η διεκδίκηση είναι θέµα πολιτικό, διπλωµατικό, διακρατικό. Είναι ευθύνη και αρµοδιότητα της ελληνικής κυβέρνησης να το θέσει στην γερµανική πλευρά. Τα υπόλοιπα έχουν νόηµα µόνο αν υποχρεωθεί να κινηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση το υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας.
Εδώ πρέπει να καταγγελθεί η προχθεσινή απαράδεκτη απόφαση της επιτροπής αναφορών (PETI) του Ευρωκοινοβουλίου να κλείσει χωρίς καν συζήτηση στην επιτροπή την αναφορά που κατέθεσε η ΠΕΑΕΑ-∆ΣΕ για τις γερµανικές αποζηµιώσεις. Η επιτροπή µάλιστα ισχυρίζεται προκλητικά ότι ‘’το ζήτησα δεν εµπίπτει στις αρµοδιότητες της Ε.Ε.’’ ενώ όλοι γνωρίζοµε ότι το Ευρωκοινοβούλιο εκδίδει κάθε µήνα ψηφίσµατα – πολεµικά ανακοινωθέντα που ζητάνε νίκη του Ευρωατλαντικού στρατοπέδου στον ιµπεριαλιστικό πόλεµο στην Ουκρανία και εκεί … πριν καν τελειώσει ο πόλεµος απαιτούν πολεµικές αποζηµιώσεις από την καπιταλιστική Ρωσία. ∆ηλώνουν όµως … αναρµοδιότητα 8 ολόκληρες δεκαετίες µετά το τέλος του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου για τις οφειλές ενός κράτους µέλους της Ε.Ε. από τις ναζιστικές θηριωδίες της φασιστικής κατοχής στην χώρα µας που απορρέουν από ∆ιεθνής Συµβάσεις.
Μια παρατήρηση ακόµα. Το ζήτηµα των αποζηµιώσεων επανέρχεται σε κάθε επετειακή εκδήλωση. Επανέρχεται σε ηθική όµως βάση. ∆ιεκτραγωδούνται οι δολοφονίες, οι µαζικές εκτελέσεις, οι καταστροφές, οι εκτοπίσεις, οι πυρπολήσεις χωριών, τα στρατόπεδα θανάτου και όλα τα σχετικά. Πολύ καλά ως εδώ.
Τα παραπάνω όµως εγκληµατικά έχουν ήδη ληφθεί υπόψη από τις µεταπολεµικές συνθήκες και έχουν αποτιµηθεί σε πολιτική βάση – όχι ηθική. Βρισκόµαστε δηλαδή πέρα από το ζήτηµα της ηθικής καταδίκης, στο κεφάλαιο της υλικής επανόρθωσης. ∆εν υπάρχει κανείς λόγος να επιστρέφουµε στο ηθικό πεδίο και να ζητούµε την εκ νέου ηθική αποκλειστικά- καταδίκη της Γερµανίας, Η ηθική καταδίκη αντιµετωπίζεται από µια «Συγγνώµη» του όποιο Γερµανού επισήµου. Η υλική υποχρέωση επανορθώσεων θέτει περισσότερα ζητήµατα από την απλή «Συγγνώµη»
Η Γερµανία έχει κάθε λόγο να εκτρέπει το ζήτηµα προς το ηθικό. Η Ελλάδα δεν έχει κανένα.
Αυτό είναι σύγχυση. Και η σύγχυση υπονοµεύει τον αγώνα για καταβολή των πολεµικών επανορθώσεων».
*Ο Σπύρος ∆αράκης είναι πρώην πρόεδρος µαρτυρικής ΜΑΛΑΘΥΡΟΥ, πρώην δήµαρχος Μηθύµνης και µέλος του ∆.Σ του ∆ικτύου Μαρτυρικών πόλεων και χωριών της Ελλάδος περιόδου 40΄- 45΄
(ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΑ)
Παραποµπές – Πηγές
Agreement on Reparation from Germany, on the establishment of an inter-allied reparation agency and on the restitution of monetary gold, Παρίσι, 14 Ιανουαρίου 1946: https://www.mzv.cz/file/198469/Paris.pdf
Guinnane T., (2004), Financial Vergangenheitsbewaltigung: The 1953 London Debt Agreement, Leibniz Information Centre for Economics, Center Discussion Paper No 880/https://www.econstor.eu/bitstream/10419/98344/1/cdp880.pdf
Περιοδικό Εθνική Αντίσταση, Απρίλης – Ιούνης 2024
Γιώργος Μαργαρίτης, καθηγητής σύγχρονης ιστορίας στο Α.Π.Θ. από παρεµβάσεις του σε εκδηλώσεις των παραρτηµάτων Π.Ε.Α.Ε.Α.- ∆.Σ.Ε.