Νησίδα ευημερίας εν μέσω της οικονομικής κρίσης στην ευρωζώνη, η Γερμανία έγινε το 2012 ο κύριος προορισμός της μετανάστευσης στην Ευρώπη και ο δεύτερος μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες μεταξύ των χωρών του Ο.Ο.Σ.Α., σύμφωνα με έκθεση με δόθηκε χθες στη δημοσιότητα από τον Οργανισμό. «Μετά τις ΗΠΑ, η Γερμανία είναι πλέον η δεύτερη σε σημασία χώρα ως προς τη ροή μεταναστών, τη στιγμή που το 2009 κατείχε την 9η θέση», αναφέρεται στην ετήσια έκθεση για τη μετανάστευση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης.
Η Γερμανία υποδέχθηκε περί τους 400.000 μετανάστες το 2012, την τελευταία χρονιά για την οποία ο Ο.Ο.Σ.Α. διαθέτει πλήρη στοιχεία. Είναι λιγότερο από το ένα εκατομμύριο μετανάστες που υποδέχθηκαν οι Η.Π.Α., αλλά πολύ περισσότερο από τους 286.000 της Βρετανίας , τους 259.000 της Γαλλίας και τους 258.000 της Ιταλίας. Μεγάλο μέρος των μεταναστών στη Γερμανία προέρχεται από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ενωση. Η καλή κατάσταση της γερμανικής οικονομίας έχει προσελκύσει μετανάστες από τις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, που διαθέτουν παραδοσιακά ισχυρούς δεσμούς με το Βερολίνο, αλλά και από τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, που έχουν πληγεί από την οικονομική κρίση.
Σε μία χώρα που αντιμετωπίζει τη γήρανση του πληθυσμού της, οι πρόσφατες τροποποιήσεις της νομοθεσίας διευκόλυναν επίσης τη μετανάστευση από τρίτες χώρες, σύμφωνα με την έκθεση του Ο.Ο.Σ.Α. Η κρίση μείωσε τη ροή της μετανάστευσης από τρίτες χώρες, στις 950.000 το 2012, έναντι 1,4 εκατομμυρίου το 2007. Είναι η πρώτη φορά που ο αριθμός των νομίμων μεταναστών προς την Ευρώπη είναι μικρότερος του αριθμού που εισήλθε στις Η.Π.Α. Συνολικά, ο αριθμός των μεταναστών μειώθηκε κατά 0,8% στις χώρες του Ο.Ο.Σ.Α. για το 2012, ενώ το 2013 αναμένεται αύξηση κατά 1%. Σήμερα στις χώρες του Ο.Ο.Σ.Α ζουν 115 εκατομμύρια μετανάστες, δηλαδή “περί το 10% του πληθυσμού”. Το προφίλ των μεταναστών έχει μεταβληθεί κατά τα τελευταία χρόνια. Η Κίνα παραμένει η πρώτη χώρα προέλευσης, η ροή των μεταναστών από τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης αυξήθηκε και στη συνέχεια μειώθηκε, ενώ η ροή μεταναστών από τις χώρες της Λατινικής Αμερικής μειώνεται σταθερά. Οι μετανάστες είναι σήμερα περισσότερο καταρτισμένοι, αφού το ποσοστό όσων έχουν υψηλή εκπαίδευση αυξήθηκε κατά 70% κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Σε ό,τι αφορά την παροχή ασύλου, η Γερμανία ήταν επίσης ο πρώτος προορισμός των προσφύγων το 2013 (110.000), έναντι 68.000 για τις Η.Π.Α. και 60.000 για τη Γαλλία, σύμφωνα με την έκθεση. Συνολικά, 556.000 άνθρωποι ζήτησαν άσυλο στη ζώνη του Ο.Ο.Σ.Α. τον περασμένο χρόνο, που μεταφράζεται σε αύξηση κατά 20%, κυρίως εξαιτίας της συνέχισης του πολέμου στη Συρία. Οι σύροι πρόσφυγες που ζητούσαν άσυλο ανήλθαν πέρυσι σε 47.800, πολύ μπροστά από το Αφγανιστάν που ακολουθεί με 34.500.
Η ΕΥΡΩΠΗ ΕΧΕΙ ΑΝΑΓΚΗ ΑΠΟ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ
Η Ευρώπη γερνά με ταχύτερους ρυθμούς από οποιαδήποτε άλλη περιοχή στον κόσμο και όπως σχολιάζει το Ρόιτερς έχει ανάγκη από τους μετανάστες, τους οποίους όμως δεν επιθυμούν πολλοί Ευρωπαίοι. Η “γηραιά ήπειρος” ενδεχομένως να μπορεί να αντισταθμίσει τον αντίκτυπο του γηράσκοντος εργατικού δυναμικού μέχρι περίπου το 2020 εντάσσοντας περισσότερες γυναίκες και μεγαλύτερους σε ηλικία εργαζόμενους στον εργασιακό τομέα, ενθαρρύνοντας την κινητικότητα εντός της Ευρώπης και αξιοποιώντας καλύτερα τους υπάρχοντες μετανάστες, σύμφωνα με ειδικούς της Ε.Ε. και του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.). Αλλά μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα χρειαστεί να προσελκύσει έναν σημαντικό αριθμό ειδικευμένου εργατικού δυναμικού προερχόμενου εκτός των συνόρων της και να αντιπαρέλθει τη διογκούμενη λαϊκή δυσαρέσκεια που αντανακλάται στην αύξηση της δημοτικότητας των αντιμεταναστευτικών κομμάτων, επισημαίνει το Ρόιτερς. «Αν κλείσεις την πόρτα (στη μετανάστευση), θα πληρώσεις το οικονομικό τίμημα», λέει ο Ζαν Κριστόφ Ντιμόν, ειδικός σε θέματα μετανάστευσης στον ΟΟΣΑ, μία διακυβερνητική δεξαμενή σκέψης με έδρα το Παρίσι. «Επί του παρόντος, μπορούμε να αξιοποιούμε καλύτερα τους μετανάστες που βρίσκονται ήδη εδώ, προσαρμόζοντας με καλύτερο τρόπο τις δεξιότητές τους στις ανάγκες της αγοράς εργασίας.
Σε έναν πιο μακρινό ορίζοντα, (το θέμα) δεν θα περιορίζεται σε αυτό, αλλά θα αφορά και την αύξηση της ροής των μεταναστών», προσθέτει ο ίδιος. Με τον παρόντα ρυθμό, η “ατμομηχανή” της ευρωπαϊκής οικονομίας, η Γερμανία, μαζί με την Ισπανία και την Πολωνία, θα γνωρίζουν εφ εξής συρρίκνωση του πληθυσμού τους, γεγονός που θα επιβραδύνει την οικονομική ανάπτυξη. Τα 82 εκατ. κάτοικοι της Γερμανίας θα περιοριστούν σε 74,7 εκατομμύρια μέχρι το 2050 και ο μέσος όρος ηλικίας τους θα αυξηθεί στα περίπου 50 έτη, λαμβάνοντας ως δεδομένο τα σημερινά επίπεδα μετανάστευσης, σύμφωνα με την στατιστική υπηρεσία της Ε.Ε., την Eurostat. Κάποιες από τις εκτιμήσεις για το μέλλον είναι ακόμη πιο ζοφερές τοποθετώντας τον γερμανικό πληθυσμό στα 65 εκατομμύρια μέχρι το 2060. Αυτό θα προκαλέσει «σημαντικούς περιορισμούς στην προσφορά εργατικού δυναμικού» σε μερικές από τις ισχυρότερες οικονομίες της Ευρώπης -Αυστρία, Ολλανδία και Φινλανδία καθώς και στη Γερμανία- σύμφωνα με έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με επικεφαλής συντάκτες τούς Γιεργκ Πέστσνερ και Κωνσταντίνο Φωτάκη που έλαβαν ως βασική γραμμή οικονομικής ανάπτυξης το 1%. Αντίθετα, η Βρετανία, η Γαλλία και η Ιρλανδία και σε μικρότερο βαθμό η Ιταλία μπορούν να αναμένουν υγιέστερη οικονομική ανάκαμψη. Μέχρι το 2050, η Βρετανία θα ξεπεράσει πληθυσμιακά την Γερμανία και θα είναι η πολυπληθέστερη χώρα της ΕΕ με 77,2 εκατομμύρια κατοίκους -αν φυσικά έχει παραμείνει στην ΕΕ- ενώ η Γαλλία θα φτάσει στα ίδια επίπεδα με την Γερμανία με 74,3 εκατ. κατοίκους. Πολλές, τέλος, ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες βρίσκονται ακόμη στον απόηχο της οικονομικής ύφεσης της τελευταίας εξαετίας, οδηγούνται στην αντίθετη κατεύθυνση της δημογραφικής πολιτικής εξαιτίας της ανόδου της αντιμεταναστευτικής ρητορικής.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΙΑΣ
Οι τέσσερις στους πέντε νέους μετανάστες –ήτοι το 78%– από το σύνολο των 65.000 που εγκαταστάθηκαν την προηγούμενη χρονιά μόνιμα στην Αυστρία προέρχονται από χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και το ποσοστό αυτό είναι το υψηλότερο σε ολόκληρο τον χώρο του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.), δήλωσε εξάλλου το στέλεχος του Τόμας Λίμπιγκ, παρουσιάζοντας χθες τα στοιχεία σχετικής έρευνας. Ο αριθμός των νέων μεταναστών στην Αυστρία παρουσίασε πέρυσι μείωση κατά 3% σε σχέση με το 2012, αλλά ταυτόχρονα αντιπροσωπεύει μια αύξηση της τάξης του 37% από το 2007, με την Αυστρία να καταγράφει οκτώ νέους μετανάστες ανά 1.000 κατοίκους. Με αυτή την αναλογία η Αυστρία βρίσκεται πάνω από τον μέσο όρο του Ο.Ο.Σ.Α., αλλά χαμηλότερα από τις χώρες που έχουν τη μεγαλύτερη αναλογία νέων μεταναστών, με πρώτη στην κατάταξη την Ελβετία, όπου καταγράφεται μια αναλογία 16 νέων μεταναστών ανά 1.000 κατοίκους (πέρυσι υποδέχθηκε συνολικά 136.200 νέους μετανάστες), ενώ ακολουθούν η Νορβηγία (12) και η Αυστραλία (11).
Όπως επεσήμανε ο Τόμας Λίμπιγκ, το υψηλό ποσοστό των προερχόμενων από την Ε.Ε. νέων μεταναστών στην Αυστρία έχει θετικές επιπτώσεις στην μετανάστευση καθώς ένα ποσοστό 60% των προσώπων που εγκαταστάθηκαν μέσα στα προηγούμενα πέντε χρόνια στη χώρα έχει εξασφαλίσει πλήρη απασχόληση, με το 31% να διαθέτει υψηλή μόρφωση και κατάρτιση, που σε πολλές περιπτώσεις παραμένει ανεκμετάλλευτη. Ο ίδιος παρέπεμψε στην ιδιαιτερότητα που παρουσιάζουν τα πανεπιστήμια της Αυστρίας, σε ό,τι αφορά τη διαφορετικότητα των φοιτητών τους, καθώς φιλοξενούν σήμερα πάνω από 58.000 ξένους φοιτητές (+9,4% σε σύγκριση με το 2012), αριθμός που την κατατάσσει στην κορυφή σε παγκόσμια κλίμακα, μαζί με το Λουξεμβούργο, την Αυστραλία, τη Βρετανία, την Ελβετία και τη Νέα Ζηλανδία. Σύμφωνα με την έρευνα του ΟΟΣΑ για τις προσδοκώμενες εξελίξεις το 2014, η μετανάστευση στην Ε.Ε. παρουσιάζει μείωση και για πρώτη φορά η εσωτερική μετανάστευση εντός της Ε.Ε. βρίσκεται στα ίδια επίπεδα με εκείνη από τρίτες χώρες, με την Αυστρία να είναι στην πρώτη θέση της εσωτερικής μετανάστευσης καθώς οι τέσσερις στους πέντε νέους μετανάστες της έχουν κοινοτική προέλευση.