Από τα μεγαλύτερα και σοβαρότερα σαμποτάζ κατά των γερμανικών δυνάμεων στην Ευρώπη κατά την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν αυτά του αεροδρομίου Ηρακλείου και της ανατίναξης της γέφυρας του Γοργοποτάμου. Το πρώτο με δράση μικρής ομάδας κομάντο και το δεύτερο με τη συνεργασία συμμάχων και αντάρτικων ομάδων.
Όταν πριν μερικές μέρες παρακολούθησα σε τηλεοπτική εκπομπή της Κρήτης την τελετή που πραγματοποιείται κάθε χρόνο στο σχετικό μνημείο στο Ηράκλειο για το γεγονός και τους νεκρούς του εγχειρήματος και εκτελεσθέντες, αναζήτησα σχετικά στοιχεία από δημοσίευμα αναλυτικό του συγγραφέα Γιάννη Ιωαννίδη από το 1951 και παραθέτω τα κυριότερα σημεία. Ας σημειωθεί ότι και το σαμποτάζ στο αεροδρόμιο Καστελίου και τα καύσιμα αποτέλεσαν καίριο πλήγμα για τις κατοχικές δυνάμεις.
«Τη νύχτα της 11ης Ιουνίου 1942 το υποβρύχιο «Τρίτων», μὲ κυβερνήτη τον πλοίαρχο Επ. Κοντογιάννη, αποβίβαζε μυστικά στ’ ἀκρογιάλι τῆς Καρτεροῦ στὴν Κρήτη, οχτώ εξαιρετικά τολμηρούς ἄντρες: τὸ νεαρό έφεδρο ταγματάρχη λόρδο Τζέλλικο – γιό του ναυάρχου Τζέλλικο, ήρωα τῆς ναυμαχίας τῆς Γιουτλάνδης- τοὺς Γάλλους, τα ματάρχη Μπερζὲ καὶ λοχαγὸ Γκουέν, τὸν ἔφεδρο υπολοχαγό Κώστα Πετράκη, καθηγητὴ τῆς γυμναστικῆς, τὸ Γαλλοκαναδέζο δεκανέα Βενσάν Λεοτσὶκ καὶ ἄλλους τρεῖς Γάλλους ἐθελοντές κομάντος, τῆς ἀγγλικῆς «Υπηρεσίας Πλοίων, ποὺ δροῦσε τότε σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἑλλάδα, κυρίως ὅμως στὰ νησιὰ τοῦ ἑλληνικοῦ Αρχιπελάγους.
Περασμένα μεσάνυχτα, βγῆκαν ἀθόρυβα στὴν ἐρημική ακρογιαλιά, μὲ μιὰ λαστιχένια βάρκα. Ὁ «Τρίτων» καταδύθηκε γρήγορα καὶ χάθηκε κάτω ἀπὸ τὰ σκοτεινὰ νερὰ τοῦ Κρητικού πελάγους. Η νύχτα ἦταν ἀσέληνη. ᾿Απὸ τὶς κορυφὲς τοῦ Ψηλορείτη, κατέβαινε ἕνα ἀνάλαφρο αεράκι. Έκανε ζέστη. Τ’ ἀκρογιάλι τῆς Καρτεροῦ, ἦταν κοντά σχεδόν στὸ γερμανικὸ ἀεροδρόμιο του Ηρακλείου. Οἱ ἄντρες τοῦ μικροῦ σώματος, πήγαιναν τώρα στὰ σκοτεινά, χωρὶς μιλιά, οὔτε ψίθυρο, σὰν φαντάσματα, ποὺ ξεπήδησαν ξαφνικὰ ἀπὸ ἕναν ἄλλο κόσμο. Με το χέρι στὴ σκαντάλη εἶχε τὰ μάτια καὶ τ᾿ αὐτιά του ολάνοιχτα.
Αλαφροπατώντας γλυστροῦσαν στὰ μονοπάτια. Πρῶτος πηγαινε ὁ ὑπολοχαγός Πετράκης -ἦταν ἀπὸ τὸ ᾿Αποσκάρι τοῦ Ἡρακλείου καὶ γνώριζε σπιθαμὴ πρὸς σπιθαμὴ τὸν τόπο καὶ διάλεγε τὰ σημεῖα ἐκεῖνα ποὺ ἦταν λιγώτερος ὁ κίνδυνος νὰ προδοθοῦν στὰ γερμανικά φυλάκια. Από κοντά, ὁ ἕνας πίσω ἀπὸ τὸν ἄλλον, ἀκολουθοῦσαν οἱ ὑπόλοιποι, ἕτοιμοι πάντα νὰ πούλήσουν ἀκριβὰ τὴ ζωή τους σὲ περίπτωση κινδύνου.
Ωστόσο σ᾿ ἕνα ὁρισμένο σημεῖο, ποὺ εἶχε καθοριστῆ ἀπὸ πρίν, οἱ ὀχτὼ ἄντρες χώρισαν σύμφωνα μὲ τὸ προδιαγεγραμμένο σχέδιό τους. Αντικειμενικός σκοπός τῆς ἐπιχειρήσεως: κατα στροφὴ τοῦ ἀεροδομίου Ηρακλείου καὶ ἀνατίναξη ὅλων τῶν γερμανικῶν ἀεροπλάνων ποὺ βρίσκονταν, ἐκείνη τὴ νύχτα, στὸ ἔδαφος.
Οἱ κομάντος δὲν ἔχασαν καιρό. Η πρώτη τους δουλειὰ ἦταν νὰ καταστρέψουν πρῶτα τις τηλεφωνικές εγκαταστάσεις τῶν γερμανικῶν ὑπηρεσιῶν ὥστε, σὲ περίπτωση ποὺ θὰ τοὺς ἔπαιρναν εἴδηση, νὰ μὴ μποροῦσαν νὰ ἐπικοινωνήσουν μεταξύ τους. Τρεῖς ἄντρες ἀνάλαβαν κατόπι τὴν ὑπονόμευση τῶν δρόμων κι᾿ ἄλλοι τὸ ξεκαθάρισμα τῶν φρουρῶν μέσα στὰ φυλάκια τους.
Αθόρυβα, σιωπηλά, μὲ τὰ μαχαίρια γυμνὰ στὰ χέρια τους, προχωροῦσαν οἱ γενναῖοι κομάντος. Όλα είχαν πάει καλὰ ὡς τὴ στιγμή. Οι φρουροί ἔπεφταν ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον. Οἱ κοφτερές λεπίδες έκοβαν μ’ ἕνα χτύπημα τὴν καρωτίδα τους. Το αεροδρόμιο ήταν πιὰ στὴ διάθεσή τους. Σκυφτοί, περπατώντας στις μύτες τῶν ποδιών τους, συγκρατῶντας καὶ τὴν ἀναπνοή τους ακόμη, ἄρχισαν να προχωρούν τώρα ὅλοι μαζί, πρὸς τοὺς σταθμοὺς τῶν ἀεροπλάνων. Όσο πλησίαζαν, τόσο καὶ πρόσεχαν τὴν παραμικρή τους κίνηση. Στο τέλος, έπεσαν μπρούμυτα κι’ έρποντας ζύγωσαν πρὸς τὰ ἐχθρικὰ Γιούνγκερς ποὺ φάνταζαν σαν μεγαθήρια μέσα στὴ θαμπὴ νύχτα τοῦ Ἰουνίου.
Το σύρσιμό τους στο χώμα ήταν δύσκολο καὶ ὀδυνηρό, γιατί ἐκτὸς ἀπὸ τὸ βαρύ οπλισμό που έφερνε καθένας, κρατοῦσε καὶ ἐξῆντα καλὰ ἐκρηκτικές ύλες μαζί του. Μὲ μιὰ ματιά, ο νεαρός Τζέλλικο κατώρθωσε νὰ πάρῃ μια ιδέα γιὰ τὸν ἀριθμὸ τῶν ἀεροπλάνων. Ήταν δεκαεφτά. Έπρεπε νὰ τὰ καταστρέψουν όλα, καὶ νὰ μὴν ἀφήσουν κανένα ν’ ἀπογειωθῆ.
Ο ταγματάρχης Τζέλλικο σήκωσε το χέρι του. Αὐτὸ σήμαινε:
– Εμπρός, γιὰ τὴν τελικὴ ἐξόρμηση!
Η διαταγή του ἐκτελέστηκε ἀμέσως. Αρχισαν νὰ σέρνωνται πάλι μὲ τὴν κοιλιὰ καὶ νὰ κολλοῦν στὸ πλάι κάθε αεροπλάνου κι ἀπὸ μιὰ «βεντούζα», ἕνα ἐκρηκτικό μηχάνημα ποὺ τὰ μαγνητικά του χείλη κολλούσαν πάνω στὸ θώρακα συγκρατώντας τὸ ρολόϊ ποὺ θὰ κανόνιζε τὴν ἔκρηξη. Κατόπι, οἱ τρεῖς Γάλλοι κομάντος, μὲ ἐκπληκτικὴ σχεδόν ταχύτητα, τοποθέτησαν εμπρηστικὲς καὶ ἐκρηκτικὲς βόμβες, στους διαδρόμους καὶ στὰ ταχύσκαπτα τοῦ ἀεροδρομίου. Ἡ δουλειὰ ἔγινε τέλεια. Καὶ προετοιμάζονταν πιὰ γιὰ τὴν ἐπιστροφή.
Μὲ τὶς ἴδιες προφυλάξεις τράβηξαν πρὸς τὴν ἔξοδο ἀκολουθῶντας τὸν ἡρωϊκὸ ὑπολοχαγό Κώστα Πετράκη. Ἡ καλὴ τύχη τοὺς βοήθησε νὰ βγοῦν ἀπὸ τὸ ἀεροδρόμιο καὶ ν’ ἀπομακρυνθούν ἀρκετά, χωρὶς νὰ τοὺς συμβῆ κανένα ἀπρόοπτο. Οἱ ὀχτὼ ἄντρες μόλις βρέθηκαν μακρυὰ ἀπὸ τὸν κίνδυνο στάθηκαν καὶ περίμεναν μὲ τ᾿ αὐτὶ τεντωμένο. Ξαφνικὰ ἡ γῆ τραντάχτηκε ἀπὸ τὰ θεμέλια της.
– Μία, δύο, τρεῖς, τέσσερις… δεκαεφτὰ ἐκρήξεις!… μέτρησε ὁ Τζέλλικο, χαρούμενος σὰν παιδί.
Όλα πῆγαν θαυμάσια. Οι τεράστιες φλόγες ποὺ ξεπετάχτηκαν, ἀμέσως σχεδόν, ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ἐχθρικοῦ ἀεροδρομίου, τοὺς γέμισαν συγκίνηση καὶ ἐνθουσιασμό. Έπρεπε ωστόσο νὰ φύγουν ἀμέσως, προτοῦ οἱ Γερμανοί μπλοκάρουν τὴν περιοχή, όπως συνέβαινε πάντοτε σε τέτοιες περιπτώσεις. Εκτὸς ὅμως αὐτοῦ, κατὰ τὶς πρωϊνὲς ὧρες ἔπρεπε νὰ βρίσκονται σ’ ἕνα ὁρισμένο σημεῖο τῆς Μεγαλονήσου, ἀπ’ ὅπου θὰ ἐρχόταν νὰ τοὺς παραλάβη τὸ συμμαχικὸ ὑποβρύχιο «Τρουπερ 109» όπως είχε συμφωνηθῆ ἀπὸ πρίν. Τράβηξαν, λοιπόν, ολοταχῶς πρὸς τὸν Κόκκινο Πύργο, ωστόσο ἔχασαν το δρόμο μέσα σὲ κεῖνο τὸ σκοτάδι καὶ λοξοδρόμησαν. Επεσαν στὰ Λειβάδια τῶν Βασιλειῶν, ὅπου καὶ πέτ φασαν τὴ νύχτα τους μέσα σ’ ἕναν ἀχυρῶνα. Η συνάντησή τους μὲ τὸ «Τρούπερ», δὲν ἦταν δυνατὸ πιὰ νὰ πραγματοποιηθῆ.
Μόλις μισοφώτισε, ὁ Πετράκης βγῆκε ἀπὸ τὴν καλύβα καὶ τράβηξε πρὸς τὴ δημοσιά. Εἶχε δῆ μερικά χωριατόσπιτα πιὸ πέρα κι’ ἤθελε νὰ πληροφορηθῆ ποῦ ἀκριβῶς βρισκόντουσαν για νὰ καθορίσουν τὸ ὑπόλοιπο δρομολόγιό τους. Καθώς όμως πήγαινε πρὸς τὰ ἐκεῖ, ἀπὸ καλὴ σύμπτωση, έπεσε πάνω στὸ γνωστό του ταγματάρχη Αντρέα Μαρκομανωλάκη. Τοῦ διηγήθηκε τὴ νυχτερινὴ περιπέτειά τους καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ τοὺς βοηθήση. Ο Ελληνας ἀξιωματικὸς ἐνθουσιάστηκε. Τὴν καταστροφὴ τῶν δεκαεφτὰ ἀεροπλάνων τὴν εἶχε μάθει ἀπὸ ἄλλους, ἀλλὰ δὲν ἤξερε ποιοὶ τὴν ἔκαναν. Είπε τότε τοῦ Πετράκη πὼς οἱ Γερμανοὶ εἶχαν συλλάβει κιόλας πενήντα ομήρους γι’ αντίποινα… ὅτι ἐπρόκειτο νὰ τοὺς ἐκτελέσουν. Γι’ αὐτὸ τὸν συμβούλεψε, νὰ ἐπιστρέψη στὸν ἀχυρῶνα τους – ποὺ βρισκόταν στο βάθος μιας χαράδρας- κι’ αὐτὸς θὰ φρόντιζε γιὰ τὰ ὑπόλοιπα. Ὁ ἴδιος ἐπέστρεψε στην καλύβα του καὶ ἀνάγγειλε στοὺς συντρόφους του τὰ καθέκαστα. Ετσι οἱ ὀχτώ κομάντος περίμεναν υπομονετικὰ τὸ ἀποτέλεσμα.
Αργὰ τὸ βράδυ, κατόπιν ἐντολῆς τοῦ Μαρκομανωλάκη, η Χρυσή Αδαμάκη ἀπὸ τὶς Βασιλειές, τοὺς ἔφερε τὸ βραδυνό τους φαγητό, γιατὶ ὑπῆρχε πιθανότητα νὰ περάσουν καὶ τὴ δεύτερή τους νύχτα στὴν κρυψώνα τους. Οι κομάντος ἔμαθαν τότε πὼς οἱ Γερμανοί ἐξετέλεσαν τοὺς πενήντα ὁμήρους ποὺ εἶχαν συλλάβει τὸ πρωί κι᾿ ὅτι ἑτοιμάζονταν νὰ προβοῦν καὶ σ’ ἄλλες συλλήψεις.
Η είδηση αὐτὴ τοὺς κατατάραξε.
Ο λόρδος Τζέλλικο, ἔπιασε μὲ τὰ δυό του χέρια τὸ κεφάλι του καὶ δάκρυσε, γιατί ἔβλεπε πως πληρώθηκε πολὺ ἀκριβά ἡ επιτυχία τους.
Τὸ ἴδιο ἐκεῖνο βράδυ, κατὰ τὶς δέκα, ἦρθε κάποιος ἀπεσταλμένος τοῦ Μαρκομανωλάκη καὶ τοὺς πῆρε γιὰ τὴν Καρκαδιώτισσα. ᾿Απὸ κεῖ πάλι, μὲ ἄλλον οδηγό, τοὺς ἔφερεν στὰ Βασιλικά Ανώγεια, ὅπου καὶ πέρασαν τὴ νύχτα τους. Τότε όμως κάποιος τοὺς πρόδωσε κι’ οἱ Γερμανοὶ μὲ ἰσχυρές δυνάμεις, τοὺς περικύκλωσαν στο χωριό. Τὸ τουφεκίδι ποὺ ἄρχισε αμέσως ἀπ’ ὅλες τὶς μεριές, κράτησε αρκετές ώρες. Ύστερα όλα σώπασαν μονομιᾶς. Ο λοχαγός Γκουέν, μαζὶ μὲ δυὸ Γάλλους στρατιώτες, πιάστηκαν αἰχμάλωτοι. Ο Βενσάν Λεοτσίκ σκοτώθηκε. Εὐτυχῶς, ὁ Τζέλλικο μὲ τὸν Μπερζὲ καὶ τὸν Πετράκη, ἔλειπαν τὴν ὥρα ποὺ τοὺς μπλοκάρησε ἡ Γκεστάπο κι’ ἔτσι κατώρθωσαν νὰ σωθοῦν. Ήταν ὅμως ἀπελπισμένοι γιὰ τοὺς συντρόφους τους ποὺ εἶχαν συλληφτῆ κι’ ὁ Τζέλλικο, ποὺ δὲν λογάριαζε τὴ ζωή του, αποφάσισε μαζὶ μὲ μερικούς Κρητικοὺς καὶ μὲ τοὺς δυὸ συναδέλφους του, νὰ τοὺς ἐλευθερώση μὲ κάθε τρόπο.
Τὴν ἐπιχείρηση τὴν ἀνάλαβαν δέκα τολμηροὶ ἄντρες, μὲ ἀρχηγό τους τὸ νεαρό λόρδο. ᾿Απὸ τοὺς πληροφοριοδότες τους, εἶχαν μάθει στο μεταξύ, ὅτι τοὺς τρεῖς Γάλλους τοὺς κρατούσαν προσωρινά στο κτίριο τῆς Γκεστάπο, στὸ Ἡράκλειο καὶ ὅτι ἐπρόκειτο νὰ τοὺς μεταφέρουν στὴν ᾿Αθήνα τὴν ἑπομένη. Παρ’ ὅλα αὐτὰ οἱ κομάντος, δὲν δίστασαν νὰ τὰ παίξουν ὅλα γιὰ ὅλα. Τὰ πάντα εἶχαν κανονιστῆ μὲ τὴν παραμικρότερη λεπτομέρεια…
Τὰ πράγματα όμως ήρθαν διαφορετικά. Τὴν ἴδια ἐκείνη νύχτα, ὁ λοχαγὸς Γκουὲν μὲ τοὺς δυὸ συντρόφους του, κατώρθωσαν νὰ δραπετεύσουν χωρίς καμμιὰ ἐξωτερικὴ βοήθεια καὶ νἄρθουν ἀμέσως σχεδόν σ’ ἐπαφὴ μὲ τὴν ὁμάδα ποὺ ἦταν ἕτοιμη νὰ ξεκινήση γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσή τους. Μετὰ ἀπὸ τὴν ἀπόδραση αυτή, οἱ Γερμανοὶ ἔγιναν θηρία. Συνέλαβαν ἄλλους πενήντα ὁμήρους καὶ τοὺς ἐξετέλεσαν. Ανάμεσα στοὺς ἐκτελε σθέντες, ἦταν καὶ οἱ ἰδεολόγοι πατριώτες Α. Καστρινάκης, ἐργοστασιάρχης, ὁ Γ. Α. Σκουλᾶς καὶ ὁ Ν. Σουργιαδάκης, δικηγόροι, ὁ κτηματίας Γ. Μεθυμάκης, ὁ δημοσιογράφος Ν. Κατεχάκης καὶ ὁ διευθυντὴς τῆς Εθνικής Τραπέζης ᾿Αλκιβιάδης
Μαρής.
Η εκτέλεσή τους ἔγινε στὴν ἄκρη ἑνὸς γηλόφου, πρὸς τὸ Γάζι. Οἱ ὑπόλοιποι μάρτυρες ήταν, ο παπά Γιώργης Σηφάκης δάσκαλος καὶ πρωθιερέας τῆς ῾Αγίας Βαρβάρας, μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Νίκο καὶ τὸ γιό του Βαγγέλη Σηφάκη. Ο Γιάννης Παντουβᾶς, ἐξάδελφος τοῦ θρυλικοῦ καπετὰν Μανώλη Παντουβά, και άλλοι».