Κοιτάζω το πρόσωπό μου στον καθρέφτη, και βλέπω εμφανώς τα σημάδια του χρόνου επάνω του. Πιο μέσα, μέσα από τα μάτια, με τα μάτια της ψυχής και της μνήμης, βλέπω ένα παιδί. Αυτό το ίδιο παιδί που κουβαλάω μέσα μου χρόνια τώρα. Αισθάνομαι παρά το γήρας, σαν αυτό το παιδί. Το βλέπω να παίζει στις αλάνες, να κάνει αταξίες, να λέει αστεία και γελάω. Καλά εσύ δεν γέρασες το ρωτάω;
Σιγά τώρα, μην αρχίσω διάλογο και με ένα παιδί σκέφτηκα. Και μάλιστα με ένα παιδί που είμαι εγώ ο ίδιος. Αλλά μου κάνει εντύπωση το γεγονός, πως ότι βλέπω με τα μάτια μου, είναι γερασμένο, περασμένο και παλιό. Και πίσω από τα μάτια μου όλα μένουν τα ανεξίτηλα.
Δεν θυμάμαι απλά, τα βλέπω μπροστά μου. Τους φίλους μου, το σχολείο, τις μετέπειτα σπουδές, το στρατόπεδο που υπηρέτησα, τον γάμο μου, τα παιδιά που απέκτησα, όλα τα βλέπω καθαρά, παρόντα και αγέραστα. Οι φωτογραφίες ξεθώριασαν, αλλά οι μνήμες μένουν ζωντανές. Και αυτό το παιδί μέσα μου, δεν λέει να σταματήσει το παιχνίδι.
Τις προάλλες, πήγα μαζί του να παίξω στο δάσος, τα παλιά παιχνίδια που παίζαμε μικροί. Στα πρώτα βήματα κουράστηκα. Γύρισα και του είπα, συνέχισε μόνος σου, δεν μπορώ να συμμετέχω. Και αυτό εκεί, συνέχισε να παίζει ακούραστο. Να χοροπηδάει, να σκαρφαλώνει στα δέντρα, να κυνηγάει πουλιά και να μην κάθεται σε ησυχία. Ασ’ το σκέφτηκα, ασ’ το να παίζει, που θα πάει, θα κουραστεί και θα φύγουμε, ασ’ το μην το διακόψω από το παιχνίδι.
Στο γυρισμό για το σπίτι, εγώ ήμουν κατάκοπος, και αυτό με μια βίτσα στο χέρι, περπατούσε χοροπηδώντας, σαν να μην είχε τρέξει καθόλου. Επίσης παρ’ ό,τι έκανε και λίγο ψύχρα, αυτό με το κοντό παντελονάκι του, κι’ όμως δεν κρύωνε.
-Τι γίνεται με εσένα βρε πιτσιρικά, –το ρώτησα- δεν κουράζεσαι ποτέ;
-Τι να σου πω ρε μπάρμπα, -μου απάντησε- εγώ δεν είμαι οργανισμός, εγώ είμαι ψυχή, πώς να κουραστώ. Εμένα αν με άφηναν στην ησυχία μου, μακριά από αδικίες, κακίες, απιστίες, και ρεμούλες, μια χαρά θα την πέρναγα. Δεν θα κουραζόμουν και δεν θα γερνούσα ποτέ. Έτσι αγνό βρέφος όπως με γέννησε η μανούλα μας, έτσι θα πήγαινα να παραδοθώ και στον Κύριο. Και πάλι όμως, ό,τι κακό και αν συμβαίνει, αν μετανοείς, το διορθώνεις και δεν επαναλαμβάνεται, τότε ξανανιώνω. Αντίθετα με εσάς, η κάθε κακουχία και ο κάθε χρόνος που περνά, σάς γερνάει αμετάκλητα. Μην ξεχνάς βέβαια ποτέ, πως εσύ κι εγώ είμαστε ένα.
Αν εκτός από το σώμα σου, με ταΐζεις κι εμένα με δικαιοσύνη, ηρεμία, πραότητα και ειρήνη, σου το ανταποδίδω με υγεία ψυχής, που ξεκουράζει το σώμα. Αυτά μας φιλιώνουν, κι εγώ τότε σε βλέπω σαν φιλαράκι μου, και όχι σαν γερασμένο μπάρμπα. Α, και κάτι τελευταίο μην το ξεχάσω. Η ευτυχία, ναι η ευτυχία, είναι το πιο αγαπημένο μου φαγητό. Αλλά όχι η κλεμμένη πλαστή και πρόσκαιρη. Η ευτυχία της δικαιοσύνης που όσο κι΄αν την νομίζεις μικρή, την μεγαλύνει η αστείρευτη πηγή αγαθότητος του Θεού που μας δημιούργησε.
-Κι εγώ νόμιζα πως είσαι ένας άτακτος πιτσιρικάς, αλλά εσύ είσαι μια ψυχή, ολάκερη σοφία, και είσαι μέσα μου. Μιας και δεν μπορώ να σε δώ με τα μάτια του σώματος, μπορείς να μου δώσεις μια εικόνα αυτών που μου λές;
-Ναι μπορώ. Αν παρατηρήσεις την εικόνα της κοιμήσεως της Θεοτόκου, θα δείς την μητέρα όλων των ανθρώπων να κείτεται κοιμωμένη. Πιο πάνω θα δείς τον Χριστό, να κρατάει στα χέρια του ένα βρέφος που είναι η αγέραστη από πάθη ψυχή, που παραδίδει η Παναγία μας στον υιό της και κτίστη του σύμπαντος.