» Julia Phillips (μτφρ. Ιωάννα Ηλιάδη, εκδόσεις Μεταίχμιο)
Είναι Αύγουστος και στο Πετροπάβλοφσκ, πρωτεύουσα της περιφέρειας της Καμτσάτκα, ο καιρός είναι γλυκός και οι δρόμοι γεμάτοι από κόσμο που απολαμβάνει τη μεγάλη μέρα, λίγο πριν την αναπόφευκτη έλευση ενός ακόμα σκληρού χειμώνα. Ντόπιοι, στη μεγάλη τους πλειοψηφία Ρώσοι, αλλά και τουρίστες από την Ιαπωνία και αλλού, που τα τελευταία χρόνια ολοένα και επισκέπτονται την άλλοτε απομονωμένη και πλήρως στρατικοποιημένη λωρίδα γης. Η χερσόνησος της Καμτσάτκα μοιάζει με νησί, καθώς δεν είναι μόνο η θάλασσα που την περιβάλλει, αλλά και οι ορεινοί όγκοι στον βορρά, που φράζουν τον δρόμο προς την ηπειρωτική Ρωσία, μια πεπερασμένη, παρά τη μεγάλη της έκταση, γη. Γεωγραφική ιδιαιτερότητα που έχει παρεισφρήσει και στον χαρακτήρα των κατοίκων, απομόνωση που κάποιοι βιώνουν ως φυλακή και άλλοι ως ένα ελεγχόμενο περιβάλλον. Η Σοφία και η Αλιόνα, οκτώ και έντεκα χρονών, περνούν τις διακοπές του καλοκαιριού βολτάροντας πότε στο κέντρο και πότε στην παραλία όσο η μητέρα τους λείπει στη δουλειά. Η μικρή κάνει συχνά τη μεγάλη να ντρέπεται με την παιδιάστικη συμπεριφορά της. Η εξαφάνισή τους θα προκαλέσει σοκ στην τοπική κοινωνία, ο φόβος θα φωλιάσει στο μυαλό των κατοίκων, τίποτα πια δεν είναι όπως πριν. Οι φωτογραφίες των δύο κοριτσιών βρίσκονται παντού, η αστυνομία με τη συνδρομή εθελοντών χτενίζουν την περιοχή, όλοι συζητούν για την υπόθεση αυτή. Ο καιρός περνά.
Παρότι η εξαφάνιση των δύο κοριτσιών δεν παύει στιγμή να βρίσκεται στον πυρήνα της αφήγησης, ως φόντο και ως απόηχος, η Φίλιπς, στο ντεμπούτο της, αποφασίζει να κινηθεί κάπως έκκεντρα και να αφηγηθεί τις ιστορίες κάποιων γυναικών της Καμτσάτκα, σ’ ένα εύρημα που θυμίζει έντονα τον Ταμιευτήρα 13 του Τζον ΜακΓκρέγκορ. Το αποτέλεσμα είναι συναρπαστικό και δικαιώνει απόλυτα τη συγγραφική επιλογή. Η Γη που χάνεται είναι ένα ιδιότυπα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, χωρισμένο σε κεφάλαια ανά μήνα, που τα συνδέει το ‒συχνά‒ αδιόρατο νήμα της εξαφάνισης της Σοφία και της Αλιόνα. Μία εκ των συγγραφικών προθέσεων είναι η διερεύνηση του αποτυπώματος που αφήνει ένα συνταρακτικό γεγονός, όπως αυτό, σε μια κλειστή κοινωνία. Για να το πετύχει, η Φίλιπς γνωρίζει καλά πως πρέπει να σκιαγραφήσει την κοινωνία αυτή, να συστήσει επαρκώς αυτή την άγνωστη γη στον αναγνώστη. Το αφηγηματικό της εύρημα την εξυπηρετεί στην απόδοση της μεγάλης εικόνας της κοινωνίας της Καμτσάτκα, με τις ιδιαιτερότητες και τις αντιφάσεις της, αλλά και τις ομοιότητές της με κάθε άλλη αντίστοιχη κοινωνία. Από την εξίσωση αυτή δεν θα μπορούσε να απουσιάζει το πέρασμα του χρόνου, η απομάκρυνση από το σημείο μηδέν της εξαφάνισης των δύο κοριτσιών, κάτι το οποίο αποδίδεται περίφημα με την ανά μήνα εξέλιξη της πλοκής. Η Φίλιπς δεν εκβιάζει τη σύνδεση των ιστοριών μεταξύ τους και αυτό βοηθάει την κάθε ιστορία να αναπνεύσει και να λειτουργήσει τόσο αυτόνομα όσο και ως απαραίτητο μέρος του όλου, κάτι στο οποίο συντελούν καθοριστικά οι χαρακτήρες που δημιουργεί, στο σύνολό τους πειστικοί και καλοσχηματισμένοι.
Η γεννημένη το 1989 στο Νιου Τζέρσεϊ Τζούλια Φίλιπς γοητεύεται από την Καμτσάτκα και αποφασίζει να τοποθετήσει εκεί την πλοκή της ιστορίας της, επιλογή που συνοδεύεται από ποικίλους περιορισμούς, με πρώτο και κύριο την απόπειρα απόδοσης ενός μη οικείου σε εκείνη περιβάλλοντος. Η συγγραφέας ταξιδεύει αρκετές φορές ως εκεί, κάνει έρευνα πεδίου, γνωρίζει κόσμο και μελετάει την ιστορία του τόπου. Από αυτή την πρώτη ύλη η Φίλιπς καταφέρνει να παράξει λογοτεχνία. Ο εξωτικός χαρακτήρας του τόπου, σε μια εποχή που κάθε τόπος φαντάζει οικεία γνωστός, προσδίδει στην ανάγνωση λίγη από τη χαμένη μαγεία της αφήγησης, έλλειμμα που η λογοτεχνία επιστημονικής φαντασίας έχει αναλάβει να αναπληρώσει. Η Καμτσάτκα, ωστόσο, παρά την εξωτικότητα και το μυστήριο που αποπνέει, θυμίζει σε πολλά κάθε κομμάτι γης αυτού του πλανήτη. Οι αναλογίες είναι εμφανείς· ο εκτοπισμός των ιθαγενών πληθυσμών, η διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος, η επέλαση του τουρισμού, ο μόχθος για την επιβίωση, οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, η βία της καθημερινότητας. Ανάμεσα σ’ αυτά και η συχνά επισφαλής θέση της γυναίκας. Οι ηρωίδες της Φίλιπς, ανεξαρτήτως ηλικίας, μοιράζονται κοινά όνειρα, αντιμετωπίζουν παρόμοιους φόβους, ασφυκτιούν υπό την πίεση της οικογένειας και της κοινωνίας, πληρώνουν υπερκοστολογημένα τα λάθη τους, σκέφτονται τι θα φορέσουν, αποφεύγουν να γυρίσουν μόνες τους σπίτι, εξερευνούν τη σεξουαλικότητά τους, γίνονται μητέρες, δουλεύουν σκληρά, υπομένουν και επαναστατούν. Οι γυναίκες αυτές είναι γνώριμες παρά τα χιλιόμετρα της απόστασης και το μυθιστόρημα είναι αφιερωμένο σε αυτές.
Η Γη που χάνεται δεν είναι ένα ακόμα άψυχο, παρότι τεχνικά άρτιο, μυθιστόρημα κάποιου αποστειρωμένου εργαστηρίου δημιουργικής γραφής, ένα από εκείνα τα κατασκευάσματα φασόν που ολοένα και πιο συχνά εμφανίζονται, ειδικά από την απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, για να αποθεωθούν πρόσκαιρα και να ξεχαστούν άμεσα. Κάτι το οποίο, για να είμαι ειλικρινής, φοβόμουν αρκετά και δεν μου επέτρεπα να καλλιεργήσω ιδιαίτερες προσδοκίες παρά τα διθυραμβικά σχόλια που συνόδευαν το βιβλίο. Όμως, από τις πρώτες σελίδες οι επιφυλάξεις παραμέρισαν και οι προσδοκίες βρήκαν τον απαραίτητο χώρο για να αναπτυχθούν και, εν τέλει, να ικανοποιηθούν. Και με το παραπάνω μάλιστα. Η Φίλιπς ξέρει πώς να γράφει και να αφηγείται ιστορίες, αξιοποιεί και οικειοποιείται τόσο το αφηγηματικό εύρημα όσο και τον εξωτικό χαρακτήρα του τόπου και παραδίδει ένα δυνατό μυθιστόρημα που συνδυάζει ισότιμα μορφή και περιεχόμενο. Ένα ηχηρό ντεμπούτο, αντίστοιχο από πολλές απόψεις εκείνου της Χάνα Κεντ με τα Έθιμα ταφής. Η Γη που χάνεται ήταν ένα ανέλπιστα απολαυστικό μυθιστόρημα.