Ο παππούς, ο γέρο-Κρητικός με την ολύμπια φυσιογνωμία και τη δασύτριχη λευκή γενειάδα που κίναγε από τις παρυφές της κατάλευκης κεφαλής και τέλειωνε στα μέσα του στέρνου, ανακάθισε. Πλησίαζε τρέχοντας ο εγγονός του, μαθητούδι του Δημοτικού, πανέξυπνο και με άριστες επιδόσεις που ήταν το καμάρι του γέρου, μιας κι έφερε και το όνομά του.
«Καλώς το!» το καλωσόρισε.
«Καλησπέρα παππού…» του είπε στα “πεταχτά” ο μικρός, για να συμπληρώσει ευθύς αμέσως, λαχανιασμένος: «…Στα χωριά σας παππού, κάτω στην Κρήτη, σκοτώθηκαν δυο νεαροί βοσκοί, επειδή μάλωσαν για ένα στραλίκι…το είπε η τηλεόραση παππού, και ήρθα να σου το πω…»…
Σάστισε ο γέρος. Η όψη του σκοτείνιασε. Μουρμούρισε: «Για ένα στραλίκι να σκοτωθούν!…Για δυο μέτρα γης; Μα δεν θα βάλουν ποτές μυαλό;»
«Και τι είναι παππού το στραλίκι;» ρώτησε όλος περιέργεια ο μικρός.
Γέλασε ανόρεχτα ο παππούς.
«Θα σου ξηγήσω πρωτευουσιάνε…Είναι λογικό στα Εξάρχεια που μεγάλωσες να αγνοείς στοιχειώδη πράγματα που ξέρουμε εμείς οι χωριάτες…Στραλίκι που –λες- είναι μια πέτρα ή μια σειρά από πέτρες που ορίζουν το σύνορο μεταξύ δυο γειτονικών χωραφιών. Συνήθως το σέβονται οι συνοράτορες, μα υπάρχουν και περιπτώσεις που κάποιοι πονηροί το μετακινούν σε όφελος του δικού τους χωραφιού, για να μεγαλώσουν τάχατες την ιδιοκτησία τους, λες και θα την πάρουνε μαζί τους…Σκέψου φίλε μου, μυαλό!…Τέλος πάντων…Μια τέτοια ιστορία θα σου διηγηθώ παλικάρι μου για ένα παρόμοιο γεγονός, που επαναλαμβάνεται καθώς βλέπεις, ακόμη και σήμερα…»
Πήρε βαθιά ανάσα ο παππούς και ξακολούθησε, ήρεμα και γλαφυρά, κάτι που το συνήθιζε στις διηγήσεις του, σαν ήθελε να μείνει κάτι στον συνομιλητή του από τα λεγόμενά του:
«…Κάποτε –που λες- δύο αγρότες είχαν χωράφια που συνόρευαν. Χώριζε την ιδιοκτησία καθενός το στραλίκι που κάποιοι πρόγονοι είχαν τοποθετήσει για να οριοθετούν τις ιδιοκτησίες τους. Το σεβάστηκαν οι παλιότεροι, το σεβάστηκαν και οι καιροί στο διάβα τους και το στραλίκι έμενε σταθερό στη θέση, σημάδι στέριο για το από πού άρχιζε το χωράφι του ενός και πού τελείωνε του άλλου…Κι έτσι περνούσε ο καιρός και οι δύο αγρότες έκανε καθένας τη δουλειά του στην ιδιοκτησία του…
…Πονήρεψε ως φαίνεται ο ένας τους και κάποια βραδιά, πήγε και μετακίνησε το στραλίκι κατά το μέρος του χωραφιού του γείτονά του, προσθέτοντας στην ιδιοκτησία του μερικά τετραγωνικά μέτρα γης.
Την επόμενη μέρα, τον περίμενε ο γείτονας, αγριεμένος (και μεταξύ μας, με το δίκιο του):
« Τι είναι τούτο γείτονα;» τον ρώτησε.
«Τι εννοείς;» αποκρίθηκε τάχα αδιάφορα κι ανήξερα ο άλλος.
«Ποιος μετακίνησε το στραλίκι; » ξαναρώτησε ο αδικημένος.
« Α, μπα, αυτό εννοείς; Ιδέα σου είναι …έτσι ήταν…κανείς δεν το πείραξε…».
Δεν το δέχτηκε όπως ήταν φυσικό ο πρώτος, θύμωσε, αγρίεψε σαν έβλεπε την ιδιοκτησία του να μικραίνει, άναψαν τα αίματα και κουβέντα στην κουβέντα, βρισιά στη βρισιά, το λόγο πήραν τα μαχαίρια…Σε λίγο, ο ένας κείτονταν νεκρός και ο άλλος βαριά λαβωμένος…Τους μάζεψαν οι χωριανοί…Στη θέση που κείτονταν, ποτάμι το αίμα πότιζε το χώμα δεξιά και αριστερά του στραλικιού. Και τι πήρε καθένας τους; Τίποτα! Ο ένας σάπισε στον τάφο που τον χώσανε, ο άλλος σάπισε στη φυλακή που τον στείλανε. Και το χωράφι; Κανείς δεν πήρε μαζί του τίποτα. Γιατί δεν χωρούσε στον τάφο ή στη φυλακή. Απλά, γιατί στην ουσία δεν ήταν δικό τους τίποτα. Το’ χεις καταλάβει λεβέντη μου πως δεν έχουμε τίποτα σε τούτο τον πλανήτη που βρεθήκαμε να περιπατούμε…και να περιπατούμε…μέχρι να έλθει η ώρα να μας χώσουνε στη γη και να δώσουμε το χώμα μας πίσω στη γη; Με άλλα λόγια, δεν μας ανήκει τίποτα. Άλλοι τα είχαν πρώτα, εμείς σήμερα, άλλοι θα τα χαρούν την άλλη μέρα…`Ετσι είναι γιε μου…ακριβώς έτσι. ..
…Πλάι στο χωράφι υπήρχε ένα ποτάμι, στο οποίο κατοικούσαν οι Νύμφες Ναϊάδες*.
Σύμφωνα με το θρύλο, τούτες είδαν το άδικο φονικό, δεν το δέχτηκαν, έκλαψαν, μοιρολογούσαν. Λένε λοιπόν πως πολλά βράδια, κάποιοι αλαφροΐσκιωτοι άκουγαν το κλάμα τους. Και δεν έκλαιγαν μόνο για το συμβάν που σου διηγήθηκα, θρηνούσαν και για άλλα παρόμοια συμβάντα που’χαν συμβεί στο παρελθόν. Η παράδοση έχει διασώσει τα λόγια τους και –κάψε με Θεέ μου- καλά τα λένε…. τι λένε;… άκουσέ το:
Δυο παλικάρια πιάστηκαν
και σφάχτηκαν εμπρός μας
για λίγα μόνο μέτρα γης.
Μ’αίμα ποτίσανε τη γη
με πόνο την καρδιά μας
γιατί αλληλοσφάχτηκαν
για κάτι που δεν είναι
μηδέ τ’ενός, μηδέ τ’άλλού
μηδέ και κανενός σας.
Δε κλαίμε’ μείς μόνο αυτούς
που φύγανε εμπρός μας,
κλαίμε αυτούς που θα’ρχονται
να σφάζονται…αλί μας!…
«….και το κακό είναι…», …(συνέχισε ο γέρος)…», ότι τα δυο παλικάρια αλληλοσκοτωθήκανε… Για σκέψου φίλε μου!… Για λίγα μόνο μέτρα γης και που δεν τους ανήκουν στην ουσία… Για σκέψου φίλε μου!…».
Σιώπησε ο γέρος. Σιώπησε και ο νεαρός, συνεπαρμένος από το γεγονός που έβαζε σε σκέψεις το μυαλουδάκι του, καθώς, σιγά-σιγά, συνειδητοποίησε τα λόγια τα σοφά του γέρου και των Ναϊάδων.
«Δηλαδή…», ρώτησε δειλά,. «…τι με προτρέπεις παππού;»
«Να αγαπάς τον άνθρωπο. Αυτό τα κλείνει όλα…»…είπε και σηκώθηκε βιαστικά. Απομακρύνθηκε…`Ετσι έκανε πάντα, σαν κάτι του αναστάτωνε το νου και του «φούσκωνε» τη σκέψη. Ήθελε να απομονωθεί…να διαλογισθεί…να ησυχάσει τα μποφόρ που του σήκωναν κάθε φορά τέτοιες απαισιόδοξες συμπεριφορές του ανθρώπου. Ήταν οι φορές, που ντρεπόταν που ήταν άνθρωπος…
*Ο δρΓιάννης Θ. Πολυράκης είναι
Γεωπόνος – Συγγραφέας
Μέλος της “Λογοτεχνικής Παρέας Χανίων”
* Ναϊάδες: Νύμφες των ποταμών, των πηγών, των λιμνών κλπ. Ονομάζονταν αντίστοιχα Ποταμίδες, Κρηνηίδες, Λιμνάδες κλπ. Ενσάρκωναν θεότητες και ήταν θνητές με το προνόμιο να ζουν πολλά χρόνια. Είχαν σημαντική θέση στους μύθους διαφόρων πόλεων, στην ελληνική Αρχαιότητα.