Δεν ήθελε να πιαίνει στο σκολιό το Σηφαλιό γιατί τό δερνε ο δάσκαλος με την κυδονόβιτσα κι ετσά ανεμογύριζε ολημερνίς σαν τ’ αδέσποτο στα καλτερίμια του χωριού… με μια χαρχάλα περασμένη στον λαιμό.
Με το δίκαιο της το σιχτίριζε η θεία ντου η Ζαμπιά η καντηλανάφτρα όπου το θώριε κι έλεγε στον παπά του χωριού ότι αυτό το κοπέλι μυρίζει του γέροντο διαόλου παπά μου.
-Μην αμαρτάνεις τέκνο μου Ζαμπία, παιδί είναι θα σιάξει
Ήταν όμως κι αυτή μια γρά διαόλου κάλτσας… και το Σηφάκι την πιλάτευε το φτωχάκι γιατί τό στελνε καθημερνά για θελήματα και δεν του έδιδε ούτε ένα πενταράκι για ρεγάλο, ούτε μια φέτα με λάδι να ξεπεινάσει το παντέρμο… και να πούμε δα πως δεν είχε; Τα ελέη του θεού.
Μια μέρα που παίζαμε μπάλες έξω από την αυλή τζη έπαιξε ξεπίτηδες μια σουτάρα με ούλη ντου την δύναμη και τση ’κανε θρύψαλα το φεγγίτη τση σοφίτας.
Έφυγε βολίδα μετά μην το προκάμει με το σκουπόξυλο αλλά οι κατάρες της ακού γονταν μέχρι την πέρα μπάντα του χωριού κι οι νοικοκυρές έκαναν ομαδικά τον σταυρό τους.
– Ακου πάλι την θεούσα βλαστιμίδια που παίζει στο φτωχό κοπέλι, σαν δεν φοβάται τον θεό η αφορεσμένη.
-Ω φωτιά να σε κάψει τροζοκόπελο, ω κακό ψόφο νά ’χεις ξεβράκωτε και σε μαγκώσω… θα σε σουρομαδήσω σαν την όρθα.
Την επόμενη τση έστησε κι αυτό καραούλι πίσω από ένα βάτο εκειά στο πηγάδι που γέμιζε το λαΐνι της με νερό, και τση το έκανε θρύψαλα με τη λαστίχα του.
-Ωφου, ώφου κι ίντα θα γεννώ η άκλερη με τουτονε τον σατανά που έχω μπλέξει… θε μου συχώρεσέ μου μα θα το μισερώσω κιαμιά μέρα.
Το άλλο πρωί που το επόνιε η κοιλιά ντου από την πείνα σκαρφάλωσε σαν το κάτη στην μουρνιά της για να φάει κιαμιά χαχαλέ μούρνα, τον πήρε χαμπάρι από τον οντά η στριμμένη και πριν προκάμει να την κοπανήσει το άτυχο, του παιξε δυο βιτσιές στ’ ατζάκια.
-Τα μούρνα μωρέ κουλούκι τά ’χω για να τα τρώνε οι όρθες μου να κάνουνε κάνα αυγό και δεν τά ’χω για τα αντόδια σου.
-Α να μου χαθείς κι εσύ και τα μούρνα σου γρε φαφούτα που έχεις καλιά τσι όρθες σου απ’ εμένα… να πάρε να φάεις κι ετουτανέ να ξελυσιάξεις να μη στα χρωστώ.
Και τση πέταξε στα μούτρα μια φουχτέ που τα βάστα για τον δρόμο.
Την επόμενη πήγε κανονικά στο σκολειό… μάλλον ότι ήρθε ο νους στην κεφαλή ντου..!!!