∆εν καλόθελε να πιαίνει στο σκολειό το Μανουσιό γιατί τό δερνε ο δάσκαλος µε µια κυδονόβιτσα… και µετά το έβαζε τιµωρία να στέκει µε τον ένα πόδα… Φανταστείτε ότι στο τέλος έµπαινε στην τάξη µε ανοιχτές τις παλάµες του.
Κι όλα αυτά τα βάρβαρα παιδαγωγικά, επειδή ήταν ασουλούπωτο λόγω φτώχειας, µονίµως αδιάβαστο, άγραφτο και κρατούσε ένα τετράδιο γεµάτο λαδιές.
Ένα πρωί δεν άντεξε άλλο τσι ξυλιές, πήρε ανάποδες στο ξαφνικά κι εκεί που κατέβαζε τη βίτσα ο δάσκαλος να το αλατσίσει, του την µαγκώνει στον αέρα, τη λυγίζει, τη σπάει, την πετά χάµες και γίνεται καπνός.
Την επόµενη δεν πέρασε ούτε απ’ έξω κι ανεµογύριζε στα χωράφια του χωριού σαν το αδέσποτο κουλούκι… µε µια χαρχάλα περασµένη στον λαιµό ντου.
∆εν είχε το κακορίζικο και κάποιο δικό ντου, να το αναµαζώξει, να το δασκαλέψει. Η µάνα του ξενοδούλευε στα χωράφια από ήλιο σε ήλιο για να ζήσει την σπιτέ της κι ο αφέντης του δουλειές του ποδαριού έκανε, κι ό,τι έβγαζε, τα έπινε κρασί.
Είχε και τη θειά ντου την Ζαµπιά την καντηλανάφτρα που αντί να το συργουλέψει να µη χαϊνεύει… όπου το θώριε το σιχτίριζε κι αυτή, κι έλεγε στον παπά του χωριού ότι «αυτό το κοπέλι µυρίζει του γέροντο διαόλου παπά µου».
-Μην αµαρτάνεις τέκνο µου Ζαµπία, ξύπνιο κοπέλι φαίνεται, θα σιάξει µια µέρα.
Ήταν όµως κι αυτή η θειά ντου, σκέτος σίρικας που δεν πετούσε ούτε του κάτη της µια ψαροκεφαλή για να µη νιαουνίζει… και το Μανιό την πιλάτευε το φτωχάκι γιατί τό ‘στελνε καθηµερνά για θελήµατα και δεν του έδιδε να ρουφήξει ένα φρέσκο αυγουλάκι, ούτε µια φέτα µε λάδι να ξεπεινάσει το παντέρµο… και να πούµε δα πως δεν είχε η γρα χαρχάλω;
Άτεκνη χήρα ΕλληνοΑµερκάνου ήταν… και κάθε µήνα η συνταξάρα του συγχωρεµένου ντάγκα – ντάγκα έπεφτε, εκτός τη σωχώρα µε τσι χοντρολιές που τση άφησε, και κάτι ντόλαρς στην µπάντα.
Μια µέρα που παίζαµε µπάλες έξω από την αυλή τζη, έπαιξε ξεπίτηδες µια σουτάρα µε ούλη ντου τη δύναµη και τση ’κανε θρύψαλα το φεγγίτη τση σοφίτας.
Έφυγε βολίδα µετά, µην το προκάνει µε το σκουπόξυλο να το ξυλοφορτώσει αλλά οι κατάρες της ακούγονταν µέχρι την πέρα µπάντα του χωριού, κι οι νοικοκυρές έκαναν οµαδικά τον σταυρό τους.
– Ακου πάλι τη θεούσα, βλαστηµίδια που παίζει στο φτωχό κοπέλι, σαν δεν φοβάται τον θεό η αφορεσµένη… Σα δεν ντρέπεται µια ουλιά να την ακούει το χωριό…
– Ω! φωτιά να σε κάψει τροζοκόπελο, ω! κακό ψόφο νά ’χεις ξεβράκωτε και σε µαγκώσω… θα σε σουροµαδήσω σαν το πετεινάρι.
Την επόµενη τση έστησε κι αυτό καραούλι πίσω από ένα βάτο, εκειά στο πηγάδι που γέµιζε το λαΐνι της µε νερό, και τση το έκανε θρύψαλα µε τη λαστίχα του.
– Ωφου, ώφου κι ίντα θα γεννώ η άκλερη µε τούτονέ τον κατσουνοράδι σατανά που έχω µπλέξει… θε µου συγχώρεσέ µου, µα θα µε µπλέξει κιαµιά µέρα.
Το άλλο πρωί που το επόνιε η κοιλιά ντου από την νηστικάδα, σκαρφάλωσε κάτσα κάτσα στην µουρνιά της, για να φάει κιαµιά χαχαλέ µούρνα, µπας και µπαζώσει, τον πήρε χαµπάρι από τον οντά η στριµµένη, και πριν προκάµει το άζουδο να την κοπανήσει, του παιξε δυο γερές βιτσιές στ’ ατζάκια µε την µουρνόβιτσα, που του άφησαν σηµάδι
– Τα µούρνα µωρέ κουλούκι τά ’χω για να τα τρώνε οι γι’ όρθες µου να κάνουνε κάνα αυγό, και δεν τά ’χω για τα αντόδια σου. Άµα σε ξαναπιάσω απάνω στη µουρνιά να συγκλαδίζεις, θα σου το κόψω το πουλάκι σου µε τον σβαρνά.
– Α να µου χαθείς κι εσύ και τα µούρνα σου γρε τσιφούτα, που έχεις καλιά τσι όρθες σου απ’ εµένα… να πάρε κι ετουτανέ να ξελυσιάξεις..
Και τση πέταξε στα µούτρα µια φουχτέ που τα βάστα για τον δρόµο. ∆εν άντεξε όµως τόση απονιά το αλητάκι µας κι έφυγε µε µαύρο δάκρυ..!!