Δεν βρίσκω μόνο βαρετή, αλλά και ανούσια, τη συζήτηση σχετικά με τα βραβεία, τα λογοτεχνικά στη συγκεκριμένη περίπτωση, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για το Νόμπελ, για την απόδοση του οποίου λαμβάνονται -θεωρητικά- υπ’ όψιν πολλοί παράγοντες πέρα από τη λογοτεχνική αξία των έργων του δημιουργού, γεγονός που καθιστά την προσέγγιση του εκάστοτε μυθιστορήματος υπό το πρίσμα του “βραβευθέντος” τουλάχιστον προβληματική. Κατανοώ τη δημιουργία προσδοκιών, αυθαίρετων και υποκειμενικών στη μεγάλη πλειονότητά τους, ικανών να οδηγήσουν τον αναγνώστη αρχικά στο ταμείο του βιβλιοπωλείου μα αργότερα στην απογοήτευση και στον αφορισμό: μα καλά, γι’ αυτό του έδωσαν το Νόμπελ;
Το τελευταίο Νόμπελ λογοτεχνίας απονεμήθηκε στον Γάλλο συγγραφέα Πατρίκ Μοντιανό, βράβευση που αποτέλεσε σχετική έκπληξη, αν λάβει μάλιστα κανείς υπ’ όψιν του πως το έργο του δεν ήταν μεταφρασμένο, παρά μόνο μερικώς, στα αγγλικά, με αποτέλεσμα να είναι παντελώς άγνωστος σε ένα μεγάλο μέρος της αναγνωστικής κοινότητας. Στα ελληνικά είχαμε την τύχη να έχουμε διαθέσιμο ένα ικανοποιητικό μέρος της εργογραφίας του Μοντιανό ήδη πριν από τη βράβευσή του.
Η αλήθεια είναι πως η λάμψη και ο θόρυβος της βράβευσης δεν ταιριάζουν στην ήπια λογοτεχνική ματιά του συγγραφέα. Η λογοτεχνία του Μοντιανό είναι προσωπική, είναι ιδιαίτερη, χωρίς να είναι απαιτητική, με αποτέλεσμα να μην ταιριάζει σε όλους, αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος όμως. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει εκείνο το αναγνωστικό κοινό που στέκει γοητευμένο απέναντι στη γεμάτη απλότητα και ηρεμία γραφή, σε αυτά τα μικρά σε έκταση παρισινά στιγμιότυπα, κομψοτεχνήματα από τα οποία ξέρεις τι να περιμένεις, επιστρέφοντας, όταν έχεις ανάγκη για λίγη μαγεία, γι’ αυτόν τον απροσδιόριστο ρεαλισμό, για το ανεξήγητο του έρωτα και την αναμέτρηση με τη μνήμη. Και είναι το καλοκαίρι μια εποχή κατάλληλη για να διαβάσει κανείς ένα βιβλίο του Μοντιανό, ναι ικανοποιήσει μια ανάγκη παρόμοια με εκείνη για θερινό σινεμά και ύστερα βόλτα στην άδεια πόλη.
Σχεδόν ένα τίποτα. Σαν τσίμπημα εντόμου που στην αρχή σας φαίνεται ανεπαίσθητο. Έτσι τουλάχιστον λέτε ψιθυριστά στον εαυτό σας για να τον καθησυχάσετε. Το τηλέφωνο είχε χτυπήσει γύρω στις τέσσερις το απόγευμα στο σπίτι του Ζαν Νταραγκάν, στο δωμάτιο που το έλεγε “γραφείο”. Είχε αποκοιμηθεί στο βάθος, πάνω στον καναπέ, προστατευμένος από τον ήλιο. Και αυτά τα κουδουνίσματα που είχε ξεσυνηθίσει να τ’ ακούει εδώ και καιρό δεν έλεγαν να σταματήσουν. Γιατί τόση επιμονή; Στην άλλη άκρη της γραμμής θα είχαν ξεχάσει να κλείσουν το τηλέφωνο. Τελικά σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στο σημείο του δωματίου κοντά στα παράθυρα, εκεί που χτυπούσε πολύ δυνατά ο ήλιος.
«Θα ήθελα να μιλήσω στον κύριο Ζαν Νταραγκάν».
Σχεδόν ένα τίποτα, ένα τσίμπημα εντόμου, ένα επίμονο τηλεφώνημα. Το παρελθόν χτυπά την πόρτα. Ο παντογνώστης αφηγητής δεν διστάζει να απευθυνθεί περιοδικά στον αναγνώστη, με ένα δεύτερο ενικό τον ξεβολεύει από την αναπαυτική και μακρόθεν θέση του, κρατώντας τον σε εγρήγορση και εμπλέκοντάς τον στην ιστορία με ήρωα τον Ζαν Νταραγκάν, που ένα απόγευμα, γύρω στις τέσσερις, θα απαντήσει στο επίμονο τηλεφώνημα ενός νεαρού, ο οποίος, ισχυριζόμενος πως έχει στην κατοχή του τη χαμένη ατζέντα του, θα ζητήσει και θα πετύχει τη συνάντησή τους, την επόμενη κιόλας μέρα σε ένα καφέ, συνάντηση που θα σημάνει για τον ήρωα μια επιστροφή στο παρελθόν του, ένα παρελθόν συγκεχυμένο και θολό, όπως και η περίοδος μετά το τέλος της παρισινής κατοχής.
Ο αφηγητής γνωρίζει αλλά αποφεύγει να αποκαλύψει με ευκολία τα νήματα εκείνα που ενώνουν τα γεγονότα και σηματοδοτούν το μονοπάτι που ακολούθησε ο Νταραγκάν, απαιτώντας από εκείνον να προσπαθήσει όλο και πιο σκληρά, αλλά και από τον αναγνώστη να αποκωδικοποιήσει όσα η αφήγηση απλώς υπαινίσσεται. Είναι άραγε η λήθη μόνο εχθρός ή μήπως αποτελεί ένα ασφαλές μέρος για να κρύψει κανείς την ενοχή που τον βαραίνει;
Όλα τα στοιχεία εκείνα, γνώριμα και γοητευτικά, του μοντιανικού σύμπαντος είναι εδώ: το Παρίσι, σκοτεινό ακόμα και κάτω από το πιο έντονο φως, η μάχη με τη μνήμη, ο ερωτισμός και το βάρος της Ιστορίας, η κινηματογραφικότητα -σαφέστατα ασπρόμαυρη- και η αφαιρετική διάθεση. Η ανάγκη του υπαινιγμού απέναντι στην αποκάλυψη.