H περιέργεια του Αντρέα άπου ήθελε να του τα κάμουνε λιανά τα όσα άκουσε στο σκολειό από το δάσκαλο για το στάρι και ψωμί. Ήτανε η γι αιτία άπου εξεσήκωσε το ενδιαφέρον τση μάνας του, για να ψάξει και να βρει το πλια κατάλληλο σπόρο σταριού για σπορά. Κι ύστερα τη συνέχεια την αναλάβανε ο παππούς κι οι μπαρμπάδες άπου τανε κατεχάρηδες, σε τουτεσάς τσι δουλειές. Γιατί τανε γεννημένοι κεινηνά την εποχή απου οι γι αθρώποι εσπέρνανε κι εθερίζανε τσοι καρπούς άπου τσοι πορεύγανε για να περάσουνε τη χρονιά ντωνε από ψωμί και μαγερέματα τσ’ οικογένειές τωνε.
Ετσα το λοιπός σαν έφταξε ο καιρός άπου ο σπείρων εξέρχεται του σπείραι το σπόρω αυτού. Κι αφού πρώτα είχε μπέψει την ευλογία ντου ο Θεός, με τα πάντα αναμενόμενα και ευπρόσδεχτα για κείνηνα την εποχή πρωτοβρόχια. Τοτεσάς κι ο παππούς επήρε ούλα τα συμπράγαλά ντου κι έζεψε το μουλάρι στ’ αλέτρι, κιάποις αγκάλιασε το σποροσάκουλό ντου κι έσπειρε το φρεσκοαγορασμένο σπόρο του σταριού στο χωράφι ντου. Ετσα εξεκίνησε η καλλιέργεια του σταριού τούτηνε τη χρονιά στα Καθιανά.
Κι ύστερα για ούλα τ’ άλλα, τη πρωτοβουλία για τα παραπέρα την αναλάβανε οι καιροί και τα κατακαίρια άπου θ’ ακλουθούσανε οδηγούμενα και καθοδηγούμενα άπου τσοι σοφούς φυσικούς νόμους άπου τα κουμαντάρουνε. Γιατί τουτηνά είναι η σκληρή μοίρα των αγροτών, να ‘χουν στενούς συνεργάτες στσοι κόπους τωνε τσοι καιρούς και τα κατακαίρια κι από τουτανά κάθε χρονιά να εξαρτάται η επιτυχία τση σοδειάς τωνε.
Όσο επέρνα αποκειά κι ύστερα ο καιρός επρασίνιζε το χωράφι και το φύλλωμα του σταριού έκανε από κάποια στιγμή κι ύστερα κυματάκια σαν εφυσούσανε αέρηδες. Όσο εμεγάλωνε δα το στάρι, άλλο τόσο επλησιαίνανε κι οι γι ελπίδες τω καλλιεργητών, γι’ αυτό κι αναστορούντανε τα λεγόμενα του λαού: Αν κάμει ο Μάρτης δυο νερά κι Απρίλης άλλο ένα, χαράς τσοι γεωργούς, απούχουνε στη γη σπαρμένα.
Μα σαν εμπήκε ο Μάης, αρχίνιξε το στάρι να πρασινοκιτρινίζει κι από σιγά – σιγά να παίρνει το χρώμα τση ξήρανσης, που ‘ναι το χρυσοκίτρινο. Ωστόσο δα είχε μπει κι ο μήνας του θερισμού, ο Ιούνιος γή Πρωτογούλης, όπως αλλιώς εγροικούντανε τοτεσάς. Ούλα δείχνανε μπλιο πως ήτανε ορχομένος ο καιρός για να θεριστεί το στάρι.
Γι’ αυτό και γίνηκε το κάλεσμα να πάνε στο κτήμα Μπερτάκη – Καπετανάκη στα Καθιανά με τα δραπάνια ντωνε οι παλιοί για να θυμηθούνε πώς εθερίζανε τσοι καρπούς τωνε μια φορά κι οι νέοι για να μάθουνε πώς εγινούντανε η συγκομιδή κεινουσάς τσοι δύσκολους χρόνους, άπου τσοι παππούδες τωνε.
Το κάλεσμα έπιασε τόπο. Και τη καθορισμένη ημερομήνια, ταϊτέρου ταϊτέρου, εδώκανε το παρών πολλοί με τα δραπάνια ντωνε.
Κατεχάρηδες κι ακάτεχοι απλώσανε σ’ ούλο το χωράφι, για να πάρει καθένας το δικό ντου όργο (φωτ. 1). Γιατί όπως ελέγανε τοτεσάς: “Θέρος, Τρύγος, Πόλεμος”. Τουτεσάς τσ’ ώρες κιανείς δεν απομένει όφκαιρος, γιατί για ούλους υπάρχουνε δουλειές. Θέλεις θέριζε και δένε, θέλεις δένε και κουβάλιε, ήτανε το σύνθημα τουτεσάς τσ’ ώρες. Γι’ αυτό κι άλλοι εθερίζανε κι αφήνανε μάτσα – μάτσα τα θερισμένα αστάχυα κι άλλοι αναμαζώνανε τα μάτσα κι εδένανε τσοι κουντούρες. Τσοι κουντούρες του σταριού τσοι δένανε μονόκουτσες. Γιατί έτσα επροστατεύανε στο θεμώνιασμα τ’ αστάχυα του σταριού άπου τσοι σπουργίτες. Τσοι κουντούρες εδά του κριθαριού και τση ταής άπου τανε οι ραπές τωνε και κοντύτερες από του σταριού, τσοι δένανε αλυσαντρίστικα.
Σε τούτηνα δα την αναβίωση του θερισμού, απ’ ούλα ήτανε όπως και τοτεσάς. Δεν αργήσανε να φανούνε και τα σκολιαρούδικα. Π’ αφήκανε τα τηλεκοντρόλ και κλείσανε τσοι τηλεοράσεις. Επαραμερίσανε και τ’ άλλα ηλεκτρονικά άπου αποκοιμίζουνε το πνεύμα ντωνε κι αδρανοποιούνε τσοι δραστηριότητές τωνε. Κι ούλα μαζί εβγήκανε κι απλώσανε σ’ ούλη την αποθερέ, τιτιβίζοντας και παίζοντας σαν τα σπουργιτάκια στην αφτιασίδωτη και αληθινή φύση τσ’ υπαίθρου. Χαρούμενα και ζωηρά εχοροπηδούσανε σα τα τροζά μ’ απολαμβάνανε κιόλας τα όσα εθωρούσανε να γίνουνται γύρου – γύρου ντωνε, μα εχορταίνανε όμως κιόλας τοτεσάς τσ’ ώρες με τη πλια καλή παιδική θροφή, απούναι το παιχνίδι.
Όσο επέρνα δα η γι ώρα κι ο θερισμός έφτανε στο τέλος, οι φιλόξενοι οικοδεσπότες δεν εξεχάσανε να μας εθυμίσουνε και το κολατσιό, απού εκάνανε στο θέρος τοτεσάς. Γι’ αυτό κι εφέρανε λαδοτύρι κι ήπιαμε στην υγειά ντωνε. Μα με την ευκαιρία, τουτηνά, αναστορηθήκαμε και τα ζυλοκούμπια άπου εκάνανε οι νοικοκυράδες τοτεσάς, με το γάλα τω μαρθιώ ντωνε άπου των επερίσσευε. Κι ύστερα το βάνανε στο λάδι και το ‘χανε για κολατσιό σε τουτεσάς τσοι δουλειές και για ώρα ανάγκης. Ύστερα ήρθε η γι ώρα τ’ αλωνέματος (φωτ. 2), μα η φοράδα ήτανε ακαματέρευτη για τουτεσάς τσοι δουλειές. Γι’ αυτό κι ήθελε καθοδήγηση για να κάνει το γύρου – γύρου τ’ αλωνιού. Αμέσως μετά επήρε σειρά το λιχνιστό. Κι έτσα έκλεισε ο κύκλος για τη σοδειά τση φετινής παραγωγής του σταριού. Μα ύστερα από την αποθήκεψη είχε έρθει και πάλι η σειρά τση νοικοκυράς γιαγιάς, για να κοσκινίσει το στάρι, για να μπέψει στο μύλο ταχιά ταϊτέρου το πρώτο μιγόμι γι’ άλεσμα.
Πουσαθεί φέρνανε τ’ αλεύρι, εκείνη θ’ αναμπουκωθεί για ν’ αναπήσει αποβραδύς και ταχιά να ζυμώσει και να φουρνίσει, για να βγει το φρεσκοψημένο ψωμάκι από το σπόρο του σταριού άπου η μαμά αγόρασε, ο παππούς εκαλλιέργησε κι ούλοι μαζί εθερίσαμε κι αλωνέψαμε οπροχθές στα Καθιανά. Είναι η αλήθεια πως τουτηνά η πρωτοβουλία ήτανε καλά καλή. Μόνο πως οι πρωταγωνιστές κι δρώσανε κι εκουραστήκανε μα κι εξοδευτήκανε κιόλας για το χατίρι ουλωνώ μας.
Εγώ βέβαια τσ’ ευχαριστώ από καρδιάς, γιατί μου φέρανε στη θύμηση πολλές εικόνες άπου αφορούσανε τουτεσάς τσοι δουλειές από κεινουσάς τσοι δύσκολους χρόνους. Μα κι οι γι ακάτεχοι από τουτεσάς τσοι δουλειές, πιστεύω πως ευχαριστηθήκανε κι εκείνοι άπου είδανε το σταράκι άπου σπέρνουνε οι γι αγρότες μας τα πρωτοβρόχια, πια διαδρομή ακλουθά ώστε να φτάξει στα τραπέζια μας με τη μορφή του ψωμιού.
Μα πρέπει να βγήκε και το συμπέρασμα πως το ψωμί δεν είναι “πέσε πίτα να σε φάω”, παρά θέλει κι ιδρώτες και κόπους να γενεί. Άλλο κείνο πως υπάρχουνε κι οι βολεμένοι άπου τρώνε από τη μεγάλη μέση. Ετούτηνα υπήρχανε πάντα. Το κακό είναι όμως πως τσ’ έσχατους τουτουσές χρόνους τουτηνά οι προνομιούχοι δε γλείφουνε μόνο τα δαχτύλια ντωνε μπλιο, παρά τρώνε με τσοι χούφτες τωνε και μας σε κάνουνε δύσκολη τη ζωή μας, γιατί μας σε φέρνουνε κρίση, ας όψονται.
Εύχομαι δύναμη κι αντοχή και γι’ άλλες παρόμοιες πρωτοβουλίες.
Το γεροντάκι
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Κατεχάρης = ο γνώστης, αυτός που ξέρει
Πορεύγομαι = Με φτάνουνε
Μαγερέματα = Όσπρια
Συμπράγαλα = Τα απαραίτητα λουριά, κουλούρες κ.λπ.
Σποροσάκουλο = Το σακούλι που έχει το σπόρο
Κατακαίρι = Η κακοκαιριά
Ζέφνω = Ετοιμάζω το άλογο να σύρει το αλέτρι
Πλησιαίνω = Αυξάνω
Αναστορούμαι = Θυμίζομαι
Πρωτογούλης = Ιούνιος
Γροικούνται = Ακούγονται
Ορχομένος = Είχε έρθει
Όργο = Κομμάτι χωράφι που κάνει καθένας τις εργασίες όπου περιέχονται σπαρτά
Ταϊτέρου – ταϊτέρου = Πολύ πρωί
Ακάτεχος = Αυτός που δεν ξέρει
Όφκαιρος = Χωρίς απασχόληση
Κουντούρα = Δεμάτι δημητριακού
Αλυσαντρίστικα = Τα στάχυα που μπαίνουν στο δεμάτι εναλλάξ
Τροζά = Τρελά
Θροφή = Τροφή
Ζυλοκούμπια = Το τυράκι απού εκάνανε από το γάλα των προβάτων
Μάρθια = Τα κατοικίδια ζώα
Ταχιά ταϊτέρου = Αύριο το πρωί
Μιγόμι = Μισό φορτίο
Αναμπούκωμα = Ανασηκώνω τα μανίκια
Ανάπημα = Αναπιάνω το προζύμι με αλεύρι
Ταχιά = Αύριο
Χουφτέ = Φούχτα