Με το που μισάνοιξα την πόρτα, δεν τόλμησα να ρίξω βήμα. Δεν ήθελα να βεβηλώσω τη στοργή που ξεδιπλωνόταν στο πλατύσκαλο, απάνω στο μικρό χαλάκι.
Δυο μανάδες και στη μέση ένα μωρό τεσσάρων ημερών.
Από τη μία η Κύρα κι από την άλλη η Σελίνα ζεσταίνανε με τα χνώτα τους το νεογέννητο που με κλειστά ματάκια ήταν αφημένο εκεί και με τον ύπνο ήθελε να δυναμώσει να βγει κι αυτό στον αληθινό, τον ψεύτικο κόσμο. Δεν κουνιότανε, δεν ανέπνεε, θαρρείς. Τα αυτάκια του μικρούτσικα, το κεφαλάκι του ολοστρόγγυλο μπαλάκι.
Η μια μάνα από δεξιά, η Κύρα, ένα καθαρόαιμο γόνο κρητικού ιχνηλάτη, το κοίταγε και το άγγιζε με την υγραμένη του μουσούδα για να στέρνει όλο τον ζεστό αγέρα απ’ τα πνεμόνια της στο μικρό κορμάκι κι είχε καρφωμένο το βλέμμα της στο καινούργιο απόκτημα του σπιτιού. Φαινόταν ήρεμη, πολύ ήρεμη, αλλά κι ετοιμοπόλεμη μην λάχει κι αγγίξει εχτρός τούτο το πλασματάκι. Δεν ήτανε δικό της, μα ένιωθε υπεύθυνη για την προστασία του. Κι έστεκε υπνωτισμένη στο καθήκον της.
Η άλλη, η φυσική μάνα, η Σελίνα, ένα υβρίδιο Αγκύρας, έβλεπε μια το μωρό της και μια την καλή της φίλη από πάνω και δεν μπορούσε να ησυχάσει.
«Κι αν ξυπνήσει το ένστικτο;» θα αναρωτιόταν, φαίνεται και σάλευε ανήσυχα τα μουστάκια της.
Παραμέρισα και μόλις ορθάνοιξα την πόρτα, το έπιασε με το μεγάλο της στόμα σαν πούπουλο η Κύρα, τρόμαξε η Σελίνα, έκανε το ανήσυχο χχχχ, αλλά σώπασε κι ακολούθησε το παιδί της που απαλά το έφερε μέσα η σκυλίτσα και το απίθωσε απάνω στο καρπετάκι, στο τζάκι μπροστά. Και βαλθήκαμε να απολαμβάνουμε τη σκηνή, να πέφτει ξαπλωτή η Σελίνα και το ένστικτο να σπρώχνει το βρέφος στη θηλή για το πολύτιμο γάλα, με την άλλη, τη θετή μάνα από δίπλα, κολλητά, να σφαλνάει πρόσκαιρα τα μάτια της.
Ηταν το πιο καλό ηρεμιστικό στο ψυχοπλακωτικό κλίμα που μας δημιουργούν κυβερνώντες ντόπιοι και ξένοι, μαζί κι οι επίορκοι της δημοσιογραφίας.
Γιατί, εκεί δίπλα, έτυχε να είναι ανοιχτή η βάρβαρη τηλεόραση, που την αποφεύγω σαν το διάολο το λιβάνι έτσι που κατάντησε κι αυτή και γιόμιζε την κάμαρη συγχορδία από κραυγές ομιλητών που συμμετείχαν σε “πολιτισμένη” πολιτική συζήτηση. Πήγα να εκραγώ, αλλά μέσα στο ασφυχτικά ανελεύθερο και καταπιεστικό τραλαλά που βιώνουμε, μετά από πολύ καιρό, με πήραν τα γέλια.
Και τούτο γιατί δεν βλέπω το χαζοκούτι με τους περισσότερους πληρωμένους ή στημένους, ημιμαθείς και σοφούς, που παίρνουν από κάποιου το στόμα μια λέξη, στραβή, σωστή ή ανάποδη και την κάνουνε βούκινο, για να είμαι εξοικειωμένος με τέτοια ευτράπελα. Κι άκουσα να κραυγάζουν ανεγκέφαλοι τινές, για το μέγα θέμα, της προσωπικής ζωής κι του αν πάει στην εκκλησιά ο κάθε Τσίπρας. Δεν κάνω προπαγάνδα. Τα δικά μου πιστεύω είναι πολύ μακριά απ’ τα κείμενά μου, αλλά, ρε παιδιά, γέλασα. Ναι, ξεκαρδίστηκα στα γέλια με τα όσα σοφίζονται εν όψει προεκλογικής περιόδου κι όχι μόνο.
Και μια που η διάθεσή μου χαροπάλευε, στην προσπάθειά μου να κρατηθεί λίγο ακόμα ευχάριστη, είδα τα ζωάκια ξανά, κι έφερα στο νου μου την ιστορία, που σ’ ένα χωριό του Ανατολικού Σέλινου, πριν χρόνια, είχαν συγκεντρωθεί οι κάτοικοι σε μια αίθουσα και μεταξύ άλλων συζητούσαν για το θέμα της επικείμενης καθιέρωσης του πολιτικού γάμου. Πολύ το ενδιαφέρον, η συζήτηση έντονη και οι δυο ιερείς που παρευρίσκονταν είχαν σοβαρές αντιρρήσεις.
Κείνη τη ώρα, μπήκε στην αίθουσα ο σοφός Ιεράρχης π. Κισάμου και Σελίνου Ειρηναίος κι όταν ζήτησαν τη γνώμη του για την καθιέρωση ή μη του πολιτικού γάμου, η απάντησή του ήταν:
Φτιάξτε σωστές οικογένειες και κάντε ό,τι γάμο θέλετε.
Οπότε ξανάφτιαξε η διάθεσή μου και μόνο που λυπούμαι για το επίπεδο της πολιτικής ζωής στον τόπο μας.
gkamvysellis@yahoo.gr