Η 4η Αυγούστου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πολιτική ιστορία της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, στις 4/8/1936 τα «γυάλινα πόδια» της δημοκρατίας του μεσοπολέμου κατέρρευσαν και η Ελλάδα «γνώρισε» τη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά η οποία έμελλε να κυβερνήσει, χωρίς βουλή και σύνταγμα μα με μονάχα τη βασιλική εύνοια, τη χώρα μέχρι τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 και τις αρχές του 1941.
Στο σημερινό σημείωμα, για όσους δεν ξέρουν τι σήμαινε η Τεταρτοαυγουστιανή Μεταξική δικτατορία για την Ελλάδα και τους Έλληνες, δεν θα προβούμε σε επιμήκη κουραστική παρουσίαση των «έργων και των ημερών» της σε διάφορους τομείς της καθημερινής ζωής του λαού μας. Θα ανατρέξουμε, απλώς, στην Αρχαία Ελληνική Γραμματεία και θα προβάλουμε ενδεικτικά αποσπάσματά της που αφορούν, φως φανερό, τον τρόπο που πρέπει να πολιτεύονται σε μιαν οργανωμένη κοινωνία οι πολίτες και τις ευθύνες των πολιτικών ταγών, προκειμένου αυτή να μην κινδυνεύει από ανομία ή/και από εκτροπές αρχομανών ή θεσιθήρων δημαγωγών εις βάρος της δημόσιας και της ιδιωτικής ζωής του καθενός πολίτη.
Αρχή ας γίνει με τον Αισχίνη. Μεταφράζει ο Γ. Κορδάτος από τον «Κατά Τιμάρχου» λόγο του γνωστού Αθηναίου ρήτορα (4ος αι. π.Χ.) μέρος όσων απευθύνει στους συμπατριώτες του (§6): «Πρέπει δε, νομίζω, όταν μεν νομοθετούμεν, να αποβλέπωμεν εις το πώς θα κάμωμεν καλούς και ωφελίμους εις το κράτος νόμους, αφού δε νομοθετήσωμεν πλέον, να συμμορφούμεθα προς τους κειμένους νόμους και να τιμωρούμεν τους μη συμμορφουμένους, εάν θέλωμεν να ευτυχή η πόλις».
Ο φημισμένος συγγραφέας ρητορικών λόγων του 4ου αι. π.Χ. Λυσίας, στο λόγο του «Κατ’ Αλκιβιάδου Λιποταξίου Α’» (§12, μεταφράζει ο Γ. Α. Ράπτης), απευθύνεται στους Αθηναίους δικαστές του καιρού του λέγοντας: «Αν, λοιπόν, τιμωρείτε τους ασήμαντους πολίτες, κανείς από τους υπόλοιπους δε θα γίνει καλύτερος· γιατί κανείς δε θα πληροφορηθεί την καταδικαστική σας απόφαση. Αν, όμως, καταδικάσετε τους πιο επιφανείς πολίτες για τα σφάλματά τους, θα το πληροφορηθούν όλοι, με συνέπεια να γίνουν καλύτεροι πολίτες έχοντάς τους ως παράδειγμα».
Και κλείνουμε με τον Πλάτωνα. Όταν ο διάσημος φιλόσοφος στα νιάτα του απογοητεύτηκε από τα πολιτεύματα της εποχής του (α’ μισό του 4ου π.Χ.αιώνα), στράφηκε στην φιλοσοφία και δικαιολόγησε τη στροφή του αυτή αργότερα στις επιστολές του. Γράφει, λοιπόν, στην 7η Επιστολή (§ 325e – 326b) και μεταφράζει η Η. Ε. Κορμπέτη: «Και να ερευνώ βέβαια δεν έπαψα, με ποιον άραγε τρόπο θα ήταν δυνατόν να διορθωθούν και όλ’ αυτά πού ανέφερα και -προπάντων- η πολιτεία γενικά, για τη δράση όμως περίμενα πάντοτε την κατάλληλη ώρα· και στο τέλος κατάλαβα, ότι κανένα απολύτως από τα σύγχρονά μας κράτη δεν κυβερνάται σωστά -αφού η νομοθεσία τους βρίσκεται, μπορεί κανείς να πει, σε μια κατάσταση, που δεν επιδέχεται καν θεραπεία χωρίς σοβαρή προετοιμασία μαζί με τη βοήθεια κάποιας καταπληκτικής τύχης- κι έτσι αναγκάσθηκα να κάνω το εγκώμιο της αληθινής φιλοσοφίας και να λέω ότι μέσ’ απ’ αυτήν είναι δυνατόν να δει κανείς το δίκαιο παντού, και στης πολιτείας και στων ατόμων τη ζωή και ότι επομένως οι γενεές των ανθρώπων δεν θα πάψουν να υποφέρουν, παρά όταν, ή εκείνοι που σωστά και γνήσια φιλοσοφούν, πάρουν στα χέρια τους την πολιτική εξουσία, ή οι πολιτικοί ηγέτες, από μια θεία βουλή, φιλοσοφήσουν αληθινά».