Ποια είναι τα στοιχεία στα οποία πάνω μπορεί να βασιστεί ο ερευνητής που ενδιαφέρεται για την παραδοσιακή φορεσιά; Πόσο αξιόπιστη μπορεί να είναι κάποια πληροφορία; Πώς μπορεί πλέον να τεκμηριωθεί, αν είναι καν δυνατόν να τεκμηριωθεί, κάποια άποψη πάνω στο συγκεκριμένο θέμα;
Πρώτη πηγή πάντα αποτελούν οι ίδιες οι φορεσιές που μπορεί να έχουν διασωθεί σε μουσεία, σε ιδιωτικές συλλογές ή να βρίσκονται ακόμη σε κασέλες κληρονόμων. Στα μουσεία της Ελλάδας έχουν διασωθεί ρούχα της τελευταίας περιόδου χρήσης της παραδοσιακής φορεσιάς και λιγότερο κομμάτια που χρονολογούνται πριν από τον 19ο αι., σε μουσεία του εξωτερικού φαίνεται να υπάρχουν συλλογές που αποτελούνται από μεμονωμένα ρούχα ή ακόμη και τμήματα ρούχων που ανήκουν λιγότερο στην τελευταία περίοδο χρήσης της παραδοσιακής φορεσιάς και περισσότερο στην περίοδο πριν από τα μέσα του 19ου αι. Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει κάποιο ολοκληρωμένο ενδυματολογικό σύνολο. Οσα από τα ρούχα δεν τάφηκαν με τις κτητόρισσές τους, δεν μεταποιήθηκαν για να καλύψουν άλλες ανάγκες της οικογένειας, δεν διαμοιράστηκαν ανάμεσα στους κληρονόμους, έφτασαν μέχρι τις ημέρες μας να κοσμούν προθήκες μουσείων ή συλλογών. Αυτά όμως τα ρούχα που κατέληξαν να δωριστούν σε ένα μουσείο ή να αγοραστούν από ένα συλλέκτη είναι τα πολύτιμα κομμάτια αυτά που στα μάτια του δωρίζοντος, του συλλέγοντος ή του συλλέκτη είχαν κάποια αξία καλλιτεχνική ή οικονομική.
Τα επίσημα λαογραφικά μουσεία στην Ελλάδα δημιουργήθηκαν στα τέλη του 1800 και στις αρχές του 1900 φορτισμένα συγκινησιακά από την κοινωνικοπολιτική κατάσταση του έθνους σε εκείνη την περίοδο. Σταθμούς αποτελούν η δεκαετία του 1920 και η περίοδος μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Δυστυχώς η μουσειολογία δεν είχε ακόμη οριστεί ως επιστήμη και έτσι οι φορεσιές ή τα εξαρτήματά τους που μπορεί να βρούμε στους αντίστοιχους χώρους συνοδεύονται συνήθως από μία περιγραφή και μία ημερομηνία δωρεάς και όχι χρήσης ή κατασκευής του αντίστοιχου ρούχου, το όνομα του δωρητή και έναν τοπικό προσδιορισμό που σπανίως γνωρίζουμε αν χαρακτηρίζει το ίδιο ή τον δωρητή, ενώ θα μας ήταν χρησιμότερες πληροφορίες για το ποιος το κατασκεύασε, για ποιον, για ποια περίσταση. Για όλες αυτές τις πληροφορίες στηριζόμαστε στις μελέτες των αρμόδιων λαογράφων και ενδυμασιολόγων. Αν έτσι διαγράφεται το τοπίο στα επίσημα λαογραφικά – εθνογραφικά μουσεία, αναλογιστείτε τα προβλήματα στο πλαίσιο των ιδιωτικών συλλογών ή των εκθέσεων λαογραφικού υλικού που αυτοαποκαλούνται λαογραφικά μουσεία…
Αλλη πηγή που μας παρέχει αντικείμενα προς μελέτη είναι οι ιδιώτες, οι οποίοι μπορεί να είναι κληρονόμοι ενός ρούχου, μπορεί να είναι συλλογείς λαογραφικού υλικού ή συνειδητοποιημένοι συλλέκτες. Σε αυτή την περίπτωση οι πληροφορίες που μπορεί να πάρουμε μπορεί να είναι ειλικρινείς ή παραπλανητικές, ακόμη και αν αυτό δεν γίνεται με σκοπιμότητα. Η μαρτυρία ότι ένα ρούχο είναι απλά κρητικό δεν είναι αρκετή. Τι σημαίνει κρητικό; Οτι αποκτήθηκε στην Κρήτη; Οτι είχε φορεθεί στην Κρήτη; Επανερχόμαστε στα ίδια ερωτήματα: ποιος το κατασκεύασε, για ποιον το κατασκεύασε, πότε χρησιμοποιήθηκε;
Δεύτερη πηγή είναι τα φωτογραφικά αρχεία, τα οποία είναι πολύτιμα γιατί μας παρέχουν απεικονιστικές πληροφορίες οι οποίες όμως διασώζουν τα τελευταία χρόνια χρήσης της φορεσιάς καθώς η δαγεροτυπία εμφανίστηκε στην Ελλάδα γύρω στα 1850.
Επιπλέον όταν μελετούμε ένα φωτογραφικό αρχείο λαμβάνουμε διαφορετικές πληροφορίες από τις φυσικές φωτογραφίες και διαφορετικές πληροφορίες από τις στημένες φωτογραφίες. Στην πρώτη περίπτωση οι πληροφορίες είναι σημαντικές και αδιαμφισβήτητες. Στη δεύτερη περίπτωση ο εκάστοτε φωτογράφος δεν μπορούσε να απαλλαγεί από την καλλιτεχνική ή σκηνοθετική του διάθεση. Η φωτογραφία ήταν πολύτιμη για τα πρόσωπα που την παράγγελναν. Μία κατά μέτωπο οικογενειακή ή γαμήλια φωτογραφία μας δίνει πολλά στοιχεία αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ ότι είναι σκηνοθετημένη. Δεν πρέπει επιπλέον να παραβλέπουμε τη μόδα που επικράτησε μετά την έλευση του Οθωνα και της Αμαλίας οι οποίοι απεικονίζονταν ή πόζαραν με τις “ελληνικές στολές τους”. Ετσι καθιερώθηκε να φωτογραφίζονται οι άνθρωποι με καμάρι στο ατελιέ κάποιου φωτογράφου, φορώντας κάποια ενδυμασία όχι δική τους αλλά κάποια φορεσιά που είχε γι’ αυτό τον σκοπό και τους πρότεινε ο εκάστοτε φωτογράφος.
Στη συνέχεια πολλές από αυτές τις φωτογραφίες έγιναν επισκεπτήριες κάρτες (carte de visite) ή επιστολικά δελτάρια (carte postale) των οποίων οι σημειώσεις μπορούν εξίσου να αποβούν άκρως παραπλανητικές.
Τρίτη πηγή άντλησης πληροφοριών για τη γυναικεία κρητική ενδυμασία αποτελούν τα περιηγητικά κείμενα τα οποία συχνά δεν μας παρέχουν μόνο περιγραφικές πληροφορίες αλλά και απεικονιστικές. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι δεν υπάρχει άλλο μέρος της Ελλάδας που να έχει προσελκύσει τέτοιο αριθμό περιηγητών όσο η Κρήτη. Συχνά συναντάμε μέσα στην καταγραφή των εντυπώσεων και των παρατηρήσεων τους και περιγραφές για τον τρόπο ενδυμασίας των γυναικών. Τα περιηγητικά κείμενα πρέπει να προσεγγίζονται με μεγάλη καχυποψία και επιφυλακτικότητα σε ό, τι αφορά στο συγκεκριμένο ζήτημα. Η πρώτη παρατήρηση που κάνουμε είναι ότι οι περιγραφές των γυναικείων ενδυμάτων είναι πολύ πιο σύντομες από τις περιγραφές των ανδρικών ενδυμάτων και ότι για τα μεν ανδρικά οι περιγραφές είναι σαφείς ή έστω ευκρινείς για τα δε γυναικεία δεν ισχύει το ίδιο. Πρέπει πάντα να έχουμε κατά νου ότι πρόκειται για γυναικεία ενδύματα που τα περιγράφει ένας άντρας καθώς στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι περιηγητές ήταν άντρες. Η περιγραφή των ρούχων πρέπει πάντα να αποκωδικοποιείται μέσα από το πρίσμα της καταγωγής, του κοινωνικού και μορφωτικού ή επαγγελματικού υπόβαθρου του περιηγητή, της μόδας και των συνθηκών που επικρατούσαν στη χώρα του. Χρήσιμο θα ήταν επίσης τα περιηγητικά κείμενα να μελετώνται όσο αυτό είναι εφικτό στη μητρική τους γλώσσα και οι όροι να αποδίδονται όχι απλώς μεταφρασμένοι αλλά σύμφωνα με τη σημασία που είχαν στην αντίστοιχη γλώσσα την αντίστοιχη περίοδο. Στην περίπτωση που το κείμενο συνοδεύεται και από ένα χαρακτικό θα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη μας τον χρόνο που παρήλθε από την παρατήρηση έως την περιγραφή στον χαράκτη, αν πρόκειται για ξυλογραφία ή χαλκογραφία, ότι τα κενά που άφηναν οι ελλιπείς υποδείξεις ή τα πρόχειρα σκίτσα του παρατηρητή – περιηγητή στον χαράκτη – καλλιτέχνη, ερχόταν η καλλιτεχνική παρέμβαση του δεύτερου να τα καλύψει.
Περιγραφές από ιστορικά, λαογραφικά, λογοτεχνικά κείμενα προηγούμενων αιώνων όπως λόγου χάρη του Παύλου Βλαστού, του Σπυρίδωνος Ζαμπελίου, του Γρηγορίου Παπαδοπετράκη, του Φαίδωνος Κουκουλέ, του Βυζάντιου Χουρμούζη είναι πολύτιμες αν και δεν συνοδεύονται από εικόνα.
Εξίσου μεγάλης σημασίας είναι οι αναφορές ρουχισμού που βρίσκονται σε συμβολαιογραφικά έγγραφα προηγούμενων αιώνων και στα ριζίτικα τραγούδια ακόμη και αν δεν έχουμε πλήρη περιγραφή του ρούχου ή της φορεσιάς.
Ενα και μόνο στοιχείο από μία μεμονωμένη πηγή δεν επαρκεί για την εξαγωγή συμπερασμάτων, για να μπορεί ένα συμπέρασμα να είναι όσο του επιτρέπεται λογικοφανές, χρειάζεται να διασταυρωθεί με όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία. Ένα μεμονωμένο στοιχείο αποτελεί έναυσμα έρευνας που μπορεί να οδηγήσει σε κάποιο συμπέρασμα…