μπιστικιά γυναίκα… και τα μποτόνια τσ’ έκαμε λεράκια των αρνιώ τζη, και τα μανέλια τσ’ έκαμε μανιάκια τω σκυλιώ τζη, και τη καρπέτα τσ’ έκαμε ρούχα των κοπελιώ τζη… Παύλου Γ. Βλαστού, Ο γάμος εν Κρήτη, Εν Αθήναις 1893.
Από το 1204 και έπειτα ξεκινάει για την Κρήτη η φραγκοκρατία καθώς περιέρχεται αρχικά στα χέρια των Γενουατών και ύστερα από ένα συντομότατο χρονικό διάστημα βρίσκεται υπό την κατοχή των Βενετών, γεγονός που επηρέασε όλες τις πλευρές της ζωής των κατοίκων του νησιού, τόσο των γηγενών όσο και των κατακτητών. Επίδραση που μπορεί να εντοπιστεί σε πολλά επίπεδα, η συνισταμένη ωστόσο της αλληλεπίδρασης των πολιτισμών του κατακτητή και του κατακτημένου βρίσκεται στις εκδηλώσεις της καθημερινής ζωής, μία εκ των οποίων είναι και η ένδυση και εν προκειμένω η γυναικεία ενδυμασία. Oπως μετά από κάθε αλλαγή, ακολουθεί μία μεταβατική περίοδος, φαίνεται εδώ να διήρκησε τους δύο πρώτους αιώνες τις ενετικής κατοχής. Κατά την περίοδο αυτή η βυζαντινή μόδα θα συνυπήρχε με την νεοφερμένη από τη Βενετία μέχρι η πρώτη να εκτοπιστεί από τη δεύτερη. Εξάλλου είναι ένα θέμα που θα απασχολούσε μόνο τις ευγενείς και τις αστές ή έστω τις γυναίκες των μεσαίων οικονομικά τάξεων αν αναλογιστούμε τις συνθήκες διαβίωσης του λαού όπως αυτές ορίζονταν από την οικονομική εξαθλίωσή του και την αντίστασή του κατά των Βενετών μέχρι αυτοί να εδραιώσουν την κυριαρχία τους. Επιπλέον μέχρι την απόλυτη πτώση του Βυζαντίου η μόδα όπως και ο τρόπος ζωής της Δύσης αντέγραφε βυζαντινά πρότυπα!
Καθοριστικοί πλέον για τη διαμόρφωση κρητικού τρόπου ενδυμασίας για τις γυναίκες φαίνεται να είναι το δεύτερο μισό του 16ου αι. και ο 17ος αι. όταν πια αφομοιώνονται στοιχεία από τη μεσαιωνική και την αναγεννησιακή μόδα και προσαρμόζονται στη ντόπια ψυχοσύνθεση. Από αυτή την εποχή και ύστερα αρχίζουμε να ασχολούμαστε με τη γυναίκα της υπαίθρου. Πρέπει να λαμβάνουμε υπ’ όψιν μας τη μόδα που επικρατούσε στην Ευρώπη και ποια ενδυματολογικά στοιχεία μπορεί να έφταναν μέχρι την Κρήτη κάθε φορά (κάθε δύο χρόνια) που ένας καινούριος δούκας (Duca di Candia) με τη συνοδεία του έφτανε στο νησί, τον χρόνο που χρειαζόταν για να επικρατήσει μία νέα μόδα και να περάσει αυτή από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα στις γυναίκες της υπαίθρου και ποια από αυτά τα στοιχεία εξυπηρετούσαν την ενδυματολογική πραγματικότητά τους και άρα επιβίωναν δια της προσαρμογής και της αφομοίωσης. Το ρούχο λοιπόν που φαίνεται να επικρατεί στην Κρήτη αυτήν την περίοδο είναι η καρπέτα. Την καρπέτα θα τη βρούμε σε ριζίτικα τραγούδια και λογοτεχνικά κείμενα και τη συναντάμε σε νοταριακά έγγραφα. Ο Παύλος Βλαστός το 1893 πια, την κατονομάζει και την περιγράφει οπότε έχουμε την πληρέστερη αναφορά σε αυτό το ρούχο. Το 1700 ο Joseph Pitton de Tournefort περιγράφει ένα ένδυμα, παραθέτει και σκίτσο από τον Claude Aubriet χωρίς ωστόσο να το κατονομάζει. Το 1871 ο Σπ. Ζαμπέλιος χωρίς πάλι να την κατονομάζει περιγράφει ένα ενδυματολογικό σύνολο του 16ου αι..
Ο Στέφανος Ξανθουδίδης τη χαρακτηρίζει ως φόρεμα, την αναφέρει ο Φαίδων Κουκουλές και η Ευαγγελία Φραγκάκι. Θα ασχοληθούμε με τις περιγραφές του Tournefort, του Ζαμπελίου και του Βλαστού θεωρώντας τις ως τις πλέον κατατοπιστικές. Την πληρέστερη αναφορά έχουμε από τον Βλαστό για αυτό και τη χρησιμοποιούμε ως κριτήριο για τις άλλες δύο και ελπίζουμε η έρευνα να αναδείξει και άλλες πηγές… Ο Βλαστός ορίζει την καρπέτα ως καρπωτό χιτώνα δηλ. φτάνει έως τους αστραγάλους. Επειτα την ορίζει ως pourpoint δηλ. το αντρικό ρούχο που φορέθηκε στην Ευρώπη από τον 13ο έως και τον 17ο αι. του οποίου η βασική φόρμα ήταν μία καζάκα εφαρμοστή στον κορμό. Ισως χρησιμοποιώντας αυτόν τον όρο ο Βλαστός να προσπαθούσε να περιγράψει ένα πανωκόρμι, ένα μικρό αμάνικο μπούστο, σαν αυτά που συγκρατούν διάφορα αναγεννησιακά πολύπτυχα φορέματα που φορέθηκαν σε διάφορα νησιά ή παραλιακά μέρη της Ελλάδος (Ιωάννα Παπαντωνίου, Συμβολή στη μελέτη της γυναικείας παραδοσιακής φορεσιάς, Εθνογραφικά τ.1, 1978). Συνεχίζει περιγράφοντάς την ως πολύπτυχη, κόκκινη, τσόχινη φούστα, διακοσμημένη με χρυσή ταινία στον ποδόγυρο που συνήθως οι γυναίκες τη σήκωναν και τη μάζευαν πάνω στην κοιλιά τους δημιουργώντας ένα ντραπάρισμα. Πρόβλημα δημιουργεί ο όρος φούστα αλλά μάλλον είναι και αυτός ένας όρος όπως το φόρεμα, το φουστάνι, το πουκάμισο και το ρούχο που δεν πρέπει να τους “διαβάζουμε” με τη σύγχρονη αντίληψη της ευρωπαϊκής μόδας με την οποία είμαστε εξοικειωμένοι. Από τον Βλαστό μαθαίνουμε επίσης ότι η καρπέτα φοριόταν ριχτή μπροστά σε γεροντότερους και σε επίσημες περιστάσεις. Από τον Βλαστό και σε αντιπαραβολή με νοταριακά έγγραφα μαθαίνουμε για πένθιμη καρπέτα, μαύρη ή καλυμμένη με μαύρο τούλι, για καλή και πρόχειρη καρπέτα, για καρπέτα τσόχινη, μεταξωτή ή λινή. «…να βρω κανεβατσέτα, να κάνω μια που λείπομαι τση κωπελλιάς καρπέτα».
Μάρκος-Αντώνιος Φώσκολος, Φορτουνάτος Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος το 1871 συνθέτει τους “Κρητικούς Γάμους” όπου περιγράφει ένα περιστατικό της κρητικής ιστορίας που έλαβε χώρα κατά τον ίδιο το 1570 ενώ κατά τους περισσότερους ιστορικούς το 1527-1528, πάντως σε κάθε περίπτωση μας τοποθετεί στον 16ο αι. Διαβάζουμε λοιπόν ότι η Σοφία Ντα Μολίν έλαβε γαμήλιο δώρο από τον Πέτρο Καντανολέοντα ένα «φόρεμα κρητικό της αγροτικής συνήθειας» του οποίου το περιθωρακίδιο ήταν από κόκκινο βελούδο στολισμένο με χρυσές ταινίες, ανοιχτό στο στήθος, κοντό έως το στομάχι όπου έκλεινε με λεπτά κορδόνια, ενώ στην πίσω πλευρά άνοιγε διάπλατα. Το 1700 ο Tournefort περιγράφει γυναίκες ντυμένες με κοκκινωπή (rouge tirant sur le grisdelin) πολύπτυχη φούστα που κρέμεται από τους ώμους με χοντρά κορδόνια. Το 1768-69 ο Georg Graf von Rumpf υπό τον τίτλο Candia ζωγραφίζει γυναίκα που φαίνεται να φορεί μονοκόμματο φόρεμα αναγεννησιακού τύπου αλλά και το 1817 στο βιβλίο του F. W. Sieber οι γυναικείες φιγούρες παρουσιάζουν καταπληκτικές ομοιότητες με αυτές από το βιβλίο του Tournefort. Αν παρατίθενται αυτές οι περιηγητικές πηγές δεν γίνεται αβασάνιστα αλλά για να φανεί ότι πέρα από τις όποιες επιφυλάξεις μας ως προς τους περιηγητές η συγκεκριμένη κοψιά ρούχου επανέρχεται ανεξάρτητα από τις λεπτομέρειες. Ενώ λοιπόν δεν έχουμε μέχρι στιγμής δείγμα ρούχου με το όνομα καρπέτα ούτε απεικόνιση παρά μόνο αναφορές και περιγραφές, γεγονός που μπορεί μόνο σε λογικοφανή συμπεράσματα να μας οδηγήσει, τέτοιου τύπου φορέματα έχουν διασωθεί σε πολλές άλλες περιοχές της Ελλάδας με διάφορα ονόματα (Κωλοβόλι, Μόρκο, Βόλτα, Ντούλα, Σόφι, Ζατούνι) και σε αυτή την κατηγορία ανήκει και το φόρεμα της κούδας της Κριτσάς. Μία πολύπτυχη (6 φύλλα με πλάτος 60 έως 65εκ.), κόκκινη, μεταξωτή ή λινή φούστα που αναρτάται από τους ώμους με μπρετέλες δηλαδή λεπτές τιράντες.
Η κούδα αποτελεί παραλλαγή ή εξέλιξη της καρπέτας; Ερώτημα που δεν έχει απάντηση καθώς για την καρπέτα έχουμε μόνο περιγραφές και αναφορές σε αυτήν, αντίθετα σε ό,τι αφορά στην κούδα μπορούμε να δούμε κομμάτια αυθεντικά που έχουν διασωθεί σε μουσεία και να ακολουθήσουμε την τεχνική για το ανασκούμπωμά της όπως αυτή έχει διασωθεί από την Ευαγγελία Φραγκάκι (φυσικά οι λεπτομέρειες του ανασκουμπώματος καθορίζονταν από το σωματότυπο της κάθε γυναίκας). «Μα κάθ’ αθώα κ’ εύμορφη Κριτσωτοπούλα κόρη, ένα σωφόρι κόκκινο και στρουφικτό εφόρει». Μιχαήλ Διαλινά, Η Κριτσωτοπούλα, Εν Ηρακλείω 1912. Σε αυτό το σημείο πρέπει να αναφερθεί και η σάρτζα. Η σάρτζα ανήκει και αυτή στον τύπο ενδύματος που αποκαλούμε ανασκουμπωμένη φούστα. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μία μακριά κόκκινη φούστα πολύ λεπτά πτυχωμένη ή σουρωμένη η οποία καλύπτει μόνο το πίσω μέρος του κορμιού και αφήνει ακάλυπτο το κεντημένο μέρος του μεσόφορου ενδύματος όπως και στην περίπτωση της καρπέτας και της κούδας. Ανασηκώνεται αναλόγως με το γούστο της κάθε γυναίκας (έχουν παρατηρηθεί διαφορετικοί τρόποι ανασκουμπώματος ανάλογα με τις ζωγραφικές ή φωτογραφικές μαρτυρίες διαφόρων εποχών). Ενώ η κούδα διατήρησε για όσο φορέθηκε το αρχικό της σχήμα, η σάρτζα από κρεμαστή, κατά την Άννη Αποστολάκη, εξελίχθηκε να είναι ραμμένη σε ζώνη. Ενδύματα αντίστοιχα της κούδας και της σάρτζας απαντώνται εκτός από διάφορες περιοχές της Ελλάδας (π.χ. Τρίκερι, Σκιάθος, Σκόπελος, Ψαρρά, Σκύρος, Κύμη, Αστυπάλαια, Μέγαρα, Τσακωνία) και σε περιοχές της Ν. Ιταλίας.
Η ονομασία μάλιστα σάρτζα υποδηλώνει μία μάλλινη (μάλλινο ύφασμα κατώτερης ποιότητας ή τσόχα κατώτερης ποιότητας) ανασκουμπωμένη φούστα. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα έχουν διασωθεί σάρτζες από λεπτό μάλλινο ύφασμα ή λινές ή βαμβακερές. Σύμφωνα με την Ιωάννα Παπαντωνίου (“Ενα κομμάτι ύφασμα, Πτυχώσεις 2014”) η γενική κοψιά ενός αναγεννησιακού φορέματος είναι μία πολύπτυχη, σουρωμένη ή πτυχωμένη φούστα τής οποίας το πτύχωμα ξεκινάει κάτω από το στήθος ή πάνω στο στομάχι, χωρίς έντονο πλισάρισμα στην περιοχή της κοιλιάς, η οποία κρέμεται από τους ώμους με τιράντες ή από ένα μικρό αμάνικο μπούστο, έχει στολισμένο ποδόγυρο, μία τουλάχιστον οριζόντια πιέτα η οποία μπορεί να βοηθάει στο φούντωμα του ρούχου, ή να είναι κατάλοιπο της συνήθειας του ανασκουμπώματος, ή ένας τρόπος για να μεταβάλλεται το μήκος του ρούχου ανάλογα με την κτητόρισσά του. Είναι πολύ πιθανό με την πάροδο του χρόνου το πανωκόρμι ή οι τιράντες να χάθηκαν. Η όποια μορφή εξώφορου ανασκουμπωμένου ενδύματος έχει ανάγκη την ύπαρξη άλλων μεσόφορων και εσώφορων ρούχων ποικιλμένων αφού έμεναν εκτεθειμένα…