5ο μέρος
Eνα ένδυμα του οποίου η παρουσία είναι διαχρονική, ένα ένδυμα του οποίου η χρήση και οι ανάγκες που κλήθηκε να καλύψει έθεσαν τους κανόνες σύμφωνα με τους οποίους διαμορφώνεται, ένα ένδυμα που φορέθηκε από άνδρες και γυναίκες και μάλιστα σε ολόκληρη την Ελλάδα και όχι μόνο…
Το πουκάμισο που φορέθηκε κατάσαρκα, το πουκάμισο που αποτελούσε το πρώτο ρούχο που φοριόταν γεγονός που το καθιστούσε τη βάση για την εναπόθεση των υπολοίπων επιπέδων ρουχισμού τα οποία και το παράλλασσαν κατά περίπτωση, το πουκάμισο που προστάτευε το κορμί, αλλά και τα άλλα πολυτιμότερα ρούχα από το κορμί.
Τα γυναικεία πουκάμισα που υπάρχουν στις μουσειακές συλλογές τόσο της Ελλάδας όσο και του εξωτερικού προσεγγίζονται από τις ερευνήτριες του είδους (Αγγελική Χατζημιχάλη, Ιωάννα Παπαντωνίου, Linda Welters, Αγγελική Ρουμελιώτη) σύμφωνα με διάφορες παραμέτρους. Κατηγοριοποιούνται έτσι ανάλογα με τη γεωγραφική προέλευσή τους, με την κοψιά τους, με την κόσμησή τους, με τα υλικά κατασκευής τους και με τη χρήση τους.
Τηρώντας λοιπόν την αρχή ότι το κάθε επίπεδο εσωτερικού ρούχου ακολουθούσε την κοψιά του εξωτερικού με το οποίο συνδυαζόταν, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι κάτω από ένα αναγεννησιακό μεσόφορο φόρεμα φοριόταν ένα πουκάμισο ως εσώφορο ρούχο που θα είχε και αυτό το σχήμα που μοιάζει με Α. Στη βιβλιογραφία αυτό το πουκάμισο περιγράφεται ως πουκάμισο με το φάρδος μαζεμένο στον λαιμό. Δείγμα πουκαμίσου τέτοιου τύπου υπάρχει στο Μουσείο “Victoria and Albert” του Λονδίνου, ανήκει στη συλλογή Sandwith και τοποθετείται στο 16ο – 17ο αι. Αποτελείται από 5 φύλλα υπόλευκου λινοβάμβακου υφάσματος. Το κάθε φύλλο έχει περίπου 40 εκ. πλάτος. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι τα μανίκια ξεκινούν επίσης από τον λαιμό, έτσι όλο το φάρδος των φύλλων του κορμού και των μανικιών σουρώνεται κάτω από κέντημα γύρω από τον λαιμό με άνοιγμα τέτοιο που αφήνει ωστόσο να περνά το κεφάλι. Τα μανίκια είναι πολύ φαρδιά και σε μήκος καλύπτουν τα δάχτυλα του χεριού. Από το ύψος του ρούχου καταλαβαίνουμε ότι πρέπει να έφτανε ως τους αστραγάλους ή λίγο πιο πάνω απ’ αυτούς. Στο ύψος περίπου των γονάτων υπάρχει η γνωστή οριζόντια πιέτα. Από το γεγονός ότι μόνο τα μανίκια είναι πλούσια κεντημένα και στολισμένα στο τελείωμά τους με πλατιά κρητική δαντέλα καταλαβαίνουμε ότι ήταν και το μέρος του ρούχου που αποκαλυπτόταν σε κοινή θέα, προς αυτή την κατεύθυνση μας οδηγεί και ο λιτός στολισμός του ποδόγυρου. Φυσικά θα πρόκειται για νυφικό πουκάμισο, ενώ ένα καθημερινό θα ήταν λογικά λιγότερο περίτεχνα στολισμένο. Περιγραφές από τις πηγές καθώς και το ζευγάρι μανικιών που εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη στοιχειοθετούν την ύπαρξη αυτού που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε αναγεννησιακό κρητικό πουκάμισο.
Τα συγκεκριμένου τύπου πουκάμισα θα πρέπει να σταμάτησαν να φοριούνται μαζί με τα μεσόφορα και εξώφορα ρούχα που συνδυάζονταν, δεν πρέπει δηλαδή και αυτά να επιβίωσαν πέρα από το πρώτο μισό του 19ου αι. Το πουκάμισο σε σχήμα Α φαίνεται να αποτέλεσε μία μορφολογική παρένθεση που θα διήρκησε για όσο επικράτησε η αναγεννησιακή μόδα στην Κρήτη, επιστρέφοντας έπειτα στα πουκάμισα σε σχήμα που μοιάζει με Τ που ήταν σε χρήση κατά τα βυζαντινά χρόνια, αλλά και νωρίτερα. Οδηγεί σε αυτήν την άποψη η αναφορά της Linda Welters σε γυναικείο κρητικό πουκάμισο που βρίσκεται στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστόνης. Συνδυάζοντας την παραπάνω αναφορά και την περιγραφή του αντικειμένου, το οποίο αγοράστηκε από τον μετέπειτα δωρητή του στο Μουσείο το 1882 αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό που η ερευνήτρια αποκαλεί ανατολικότροπο πουκάμισο (eastern cut chemise) είναι ένα μεταξοβάμβακο ποδήρες χειριδωτό πουκάμισο με δαντέλα στον λαιμό και τα μανίκια. Η κατάταξή του από την ερευνήτρια στη συγκεκριμένη κατηγορία δίνει έμφαση στο γεγονός ότι το πλαϊνό μέρος του ρούχου εκτείνεται και στο κάτω μέρος των μανικιών, επίδραση που από όλες τις ερευνήτριες θεωρείται τουρκική και συνάδει με το χρονικό πλαίσιο στο οποίο τοποθετείται το εύρημα.
Αναλογιζόμενοι όλα τα παραπάνω καταλήγουμε ότι ήδη μέχρι τα μέσα του 19ου αι. θα είχε επικρατήσει στην Κρήτη το γυναικείο πουκάμισο που μιμείται την τουνίκα ή τη δαλματική, το οποίο μετά την εγκατάλειψη του αναγεννησιακού ρούχου θα είχε αντικαταστήσει όχι μόνο το πουκάμισο αναγεννησιακού τύπου, αλλά και το φόρεμα αναγεννησιακού τύπου.
Πρόκειται πάντα για ρούχο φαρδύ, μακρύ έως τους αστραγάλους ή έστω λίγο κοντύτερο, με φαρδιά μανίκια και κατακόρυφο άνοιγμα στο λαιμό για να περνάει το κεφάλι που μπορεί να φτάνει έως και τον αφαλό προκειμένου να διευκολύνει τη γυναίκα κατά την περίοδο του θηλασμού. Μπροστά μπορεί να κλείνει με κορδόνια ή κουμπάκια και στολίζεται με δαντέλες στο γύρο του λαιμού και των μανικιών κυρίως. Ο στολισμός του πουκαμίσου, πλούσιος ή λιτός καθοριζόταν από τη χρήση που του επιφυλασσόταν, δηλαδή αν θα ήταν καθημερινό ή νυφικό. Ως προς το υλικό μπορεί να ήταν λινό, μεταξωτό, βαμβακερό ή να κατασκευαζόταν από ύφασμα που είχε υφανθεί με συνδυασμό νημάτων και πάντα είχε το φυσικό υπόλευκο ή λευκό χρώμα του νήματος που χρησιμοποιήθηκε χωρίς κα κρύβεται η προτίμηση των γυναικών για τα λουράτα ή φακάτα υφάσματα.
Αυτό το ρούχο θα φορεθεί καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αι. έως ότου η επικράτηση της πόλκας στο γύρισμα του αιώνα να αλλάξει τη μορφή των “απομεσόρουχων” δίνοντάς τους έναν “ευρωπαϊκότερο χαρακτήρα”. Σύμφωνα πάντως με την Ευαγγελία Φραγκάκι ακόμα και κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. κατάσαρκα φοριόταν το μακρύ ποκάμισο ή ποκαμίσα αλλά χωρίς μανίκια πλέον και με στρογγυλή λαιμόκοψη .
Στις συλλογές των Μουσείων εντύπωση προκαλούν τα πουκάμισα με άκοπο λαιμό κάτι που οι ερευνήτριες αποδίδουν στο γεγονός ότι μία προίκα φτιαχνόταν χρόνια πριν χρησιμοποιηθεί και έτσι το άνοιγμα στον λαιμό αφηνόταν να γίνει πριν τη χρήση του ρούχου.
Εντύπωση επίσης προκαλούν κομμάτια που ακολουθούν την κοψιά της τουνίκας, αλλά έχουν κεντημένο ποδόγυρο όπως των αναγεννησιακών φορεμάτων. Πιστεύω, ότι δεν θα πρέπει να γίνεται σύγχυσή αυτών με κοσμικά ρούχα αλλά ακολουθώντας την άποψη της Τατιάνας Ιωάννου – Γιανναρά να μελετώνται ως εκκλησιαστικά στιχάρια ανιχνεύοντας το έθιμο του τάματος ή της αφιέρωσης που μετέτρεψε κοσμικά κεντημένα ρούχα σε φελόνια ή στιχάρια.
Τα Χανιώτικα Νέα συμμετέχουν στην Πρωτοβουλία Journalism Trust Initiative (JTI) των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα, έχοντας συμπληρώσει και δημοσιεύσει την Αναφορά Διαφάνειας. Η Πρωτοβουλία JTI είναι ένα διεθνές πρότυπο για την και έχει ως στόχο την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του κοινού στα ΜΜΕ μέσω της ανάδειξης και προώθησης της αξιόπιστης δημοσιογραφίας,
Συμμετέχοντας στην πρωτοβουλία αυτή, αναλαμβάνουμε την ευθύνη να συμβάλλουμε στην καταπολέμηση της παραπληροφόρησης και να προάγουμε την αξιοπιστία και την ηθική στη δημοσιογραφία. Με αυτόν τον τρόπο, στηρίζουμε τις βασικές αρχές της ελευθερίας του τύπου και της δημοκρατίας, προσφέροντας στους πολίτες έναν αξιόπιστο πυλώνα πληροφόρησης.