10ο μέρος
Δύο εξαρτήματα άμεσα συνδεδεμένα με τις γυναικείες φορεσιές αν και όχι μόνο, είναι η ποδιά και το ζωνάρι. Δεν μπορεί να υπάρξει λαός ή ιστορική εποχή που να διεκδικήσει την πατρότητα αυτών των δύο εξαρτημάτων της ένδυσης καθώς αυτά πληρούν συγκεκριμένους σκοπούς ανά τους αιώνες και ανά τον κόσμο. Η ποδιά αποτελεί τρόπο προστασίας αρχικά του κορμιού και ύστερα των ρούχων. Το ζωνάρι αρχικά και κυρίως σε σχέση με τη μεταγενέστερη ζώνη αποτελεί τρόπο στερέωσης των ενδυμάτων αλλά και στήριξης του κορμού.
…χίλιοι βαστούν/ κρατούν τήν σκέπην τση, τρακόσιοι τήν ποδιάν τση…
Στη γυναικεία φορεσιά της Κρήτης η ποδιά δεν φαίνεται να επέχει τη σημασία ρούχου αλλά εξαρτήματος κάτι που παρατηρείται σε όλα σχεδόν τα νησιά του Αιγαίου. Είναι δηλαδή ένα κομμάτι υφάσματος το οποίο καλείται να προστατέψει τα ρούχα κατά τη διάρκεια των εργασιών (γεωργικών κυρίως ή και άλλων) ή να βοηθήσει στη μεταφορά ελαφρών αντικειμένων, σπανιότερα τής αποδίδεται στολιστικός χαρακτήρας. Μορφολογικά οι ποδιές της Κρήτης τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άντρες είναι ένα ορθογώνιο κομμάτι ύφασμα που μοιάζει σχηματικά μάλλον με την πέτσα-πετσέτα. Ποδιές διαφορετικών σχημάτων αποτελούν μίμηση ξενόφερτων στοιχείων ή μεταγενέστερων φιγουρινιών!
…κι ως ήσαν ποκαμισαρές και με τσοι κουτελίτες, τσοι σούφρες και με τσοι ποδιές και με τσοι πηγουνίτες…
Στην Κρήτη φορέθηκαν τις καθημερινές τόσο από τους άντρες όσο και από τις γυναίκες ποδιές μονόφυλλες υφαντές, βαμβακερές και ριγωτές σε σκούρα συνήθως χρώματα. Ξεχωριστή κατηγορία φαίνεται να αποτελούν οι κόκκινες μονόχρωμες μαλλοβάμβακες ποδιές με ενυφασμένο σχέδιο στην κάτω πλευρά. Κατά την Ιωάννα Παπαντωνίου αυτός ο τύπος ριγωτής υφαντής ποδιάς είναι τόσο χαρακτηριστικός του νησιού που όταν πέρασε στην Πελοπόννησο ονομάστηκε “κρητική”.
…φορούν προσέτι κεντητήν εις τον γύρο ποδιά… (Βυζάντιος Χουρμούζης, Κρητικά, εν Αθήναις1842).
Ειδικότερα οι γυναίκες φορούσαν κατά κανόνα άσπρη, υφαντή, βαμβακερή ποδιά με ενυφασμένα ή και κεντημένα σχέδια στο κάτω μέρος, κάποιες φορές ίσως να υπήρχε και μία λεπτή αλυσίδα σχεδίου στο πάνω μέρος της. Η ποδιά έδενε γύρω από τη μέση με λεπτό υφασμάτινο ή πλεγμένο τσικούρι ή αντίστοιχα κορδονάκια στις δύο πλευρές και ήταν το τελευταίο κομμάτι που έβαζε πάνω της μία γυναίκα ώστε να μπορεί να τη βάζει ή να τη βγάζει εύκολα και ανάλογα με τις ανάγκες της εργασίας της. Ο στολισμός της ποδιάς έστω και της καθημερινής αλλάζει ανάλογα με τον τόπο καταγωγής της φέρουσας και με την επικρατούσα συνήθεια της εποχής.
Και η ποδιά που φόρειε είχε σύρμα κι έφεγγε σαν του ήλιου την αχτίνα.
Προφανώς θα υπήρχαν και ποδιές του λούσου (σύμφωνα με περιγραφές, τεκμήρια ή αναφορές σε κείμενα) για ειδικές περιστάσεις αλλά πάντοτε στη λογική της προστασίας του ρούχου.
Η Ευαγγελία Φραγκάκι υποστηρίζει ότι η ποδιά απέκτησε μεγάλη σημασία όπως και το κέντημά της όταν φορέθηκε για να στολίσει το ακέντητο πια ρούχο (ποκάμισο) της Κρητικιάς. Φαίνεται πάντως να αποτελεί γεγονός ότι η ποδιά για τη γυναίκα της Κρήτης ήταν πολυτιμότατη αλλά μόνο ως χρηστικό εξάρτημα, συναινεί προς αυτήν την κατεύθυνση η απουσία κοσμημάτων για την ποδιά και των αυστηρών κοινωνικών κανόνων που διέπουν τις ποδιές που φοριόντουσαν από γυναίκες σε άλλες περιοχές της Ελλάδας (π.χ. Σαρακατσάνες, Βλάχες, Μέγαρα, Εύβοια, Μακεδονία, Θράκη…).
Η χρήση της ποδιάς με το καλό ρούχο μάλλον αποτελεί προσωπική επιλογή και η απεικόνιση γυναικών με ποδιά ακόμη και πάνω σε κεντημένους γύρους (ποδόγυρους, κρεβατόγυρους, καναπεδόγυρους) είναι απολύτως λογική αν αναλογιστούμε το γεωργικό χαρακτήρα της κρητικής κοινωνίας διαχρονικά.
Στην περιγραφή του κρητικού φορέματος «της αγροτικής συνήθειας» που έλαβε δώρο η Σοφία ντα Μολίν από τον Πέτρο Καντανολέοντα, περιελαμβανόταν «…και η ολοκέντητος ποδιαία.»
Το δεύτερο εξάρτημα το οποίο εξαρτάται από τη μέση είναι το ζωνάρι ή η ζώνη η οποία ως φθαρτό αντικείμενο έχει χαθεί εν πολλοίς. Το ζωνάρι βρισκόταν σε άμεση συνάφεια με τη μορφή του ρούχου πάνω στο οποίο θα εφαρμοζόταν και για το οποίο πολλές φορές έχουμε εξαιρετικές περιγραφές αλλά δυστυχώς χωρίς αντίστοιχα ευρήματα (μέχρι στιγμής).
Ψηλή λιανή η μέση της και ζωστρ’ από μετάξι… “Η Κρητικοπούλα” (Χατζή Μιχάλη Γιάνναρη).
Η ζώνη-ζωνάρι ανά τους αιώνες είχε πρακτικό χαρακτήρα καθώς στερέωνε τα υφάσματα και διατηρούσε την επιδιωκόμενη μορφή του ρούχου. Για τις γυναίκες ιδιαίτερα είχε τον επιπρόσθετο ρόλο να στηρίζει τη μέση τους και να κρατάει την κοιλιά τους μετά από τη γέννα. Σε πολλούς πολιτισμούς αλλά και σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας επείχε και θέση φυλακτού. Φυσικά και αυτή θα έπρεπε να μελετηθεί υπό το πρίσμα των κοινωνικών αλλά και φυλετικών παραμέτρων που την προσδιόριζαν.
…Φορεί φελλούς στα πόδια τση, ζώνη χρουσή στη μέση…
Ειδικότερα στην Κρήτη πέρα από τις περιγραφές περιηγητών για φορέματα που έπεφταν πολύ φαρδιά και άκομψα γύρω από το γυναικείο κορμί και φαίνεται να συμπίπτουν με τα αναγεννησιακής κοψιάς ρούχα, δύο είδη περιγραφών μονοπωλούν τα κείμενα και σχετίζονται με τις αλυσίδες και το μετάξι. Ο Cesare Vecellio θα σχολιάσει το 16ο αι. ότι οι εύπορες χωρικές της Κρήτης φορούν γύρω από τη μέση τους ασημένια αλυσίδα εξαιρετικής τέχνης η οποία κρέμεται πάνω στο φόρεμά τους με δύο ή τρία κουδουνάκια από το ίδιο μέταλλο. Ενώ λοιπόν καλό θα ήταν να αντιμετωπίζουμε τη μαρτυρία του συγκεκριμένου συγγραφέα με επιφύλαξη δεδομένου ότι δεν είχε ταξιδέψει έρχονται στίχοι όπως για παράδειγμα από το προαναφερθέν ριζίτικο να τον επιβεβαιώσουν αλλά και ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος στους Κρητικούς Γάμους που διαδραματίζονται στο β΄ μισό του 16ου αι. μας αναφέρει ζώνη από χρυσή αλυσίδα που έφτανε έως το έδαφος. «…την δε μέσην, ακριβώς υπό τον κόμβο του προστερνιδίου, περιέζωνεν άλυσις χρυσή, συναπτομένη επί του στομάχου από ανθρακόλλητον εικόνιον και παραρτώσα τα κροσσωτά παραζωνίδια έως κρασπέδου». Και παρακάτω το κρητικό φόρεμα της αγροτικής συνήθειας συνοδεύει ζώνη από χρυσή αλυσίδα η οποία επίσης κρέμεται έως το έδαφος αλλά αυτή τη φορά η απόληξη είναι μεταξωτή. «Η δε εκ χρυσής και τριελίκτου σειράδος ζώνη, εξωτικής χρυσουργίας χειροτέχνημα αυτή συν- ειρμόζετο εις το υπόστερνον από στρογγύλον τινά και περιεγλυμμένον πόρπακα, καλούμενον άζουλαν, όθεν διαδονουμένη εξέτρεχεν έως κρασπέδων λευξοκοκκίνη βάλανος μεταξωτή». Καθώς πρόκειται μόνο για περιγραφές δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να είμαστε σίγουροι για την ακριβή μορφή του αντικειμένου. Αναλογιζόμενοι την οικονομική κατάσταση του πληθυσμού του νησιού αλλά και την κοινωνική διαστρωμάτωση στα χρόνια της Ενετοκρατίας οι καδένες θα πρέπει να αποτελούσαν προνόμιο συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης.
Εξίσου γεννά απορίες και η αναφορά του Γρηγορίου Παπαδοπετράκη για ζώνη η οποία ήταν λωρίς χρυσοποίκιλτος με αργυροχρύσους πόρπας (κουσάκια). Η χρυσοποίκιλτη ζώνη να είναι ενυφασμένη με χρυσοκλωστές, κεντημένη με τερζήδικο κέντημα όπως και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, ή απλώς κεντημένη με χρυσοκλωστή; Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί ότι στις ελληνικές φορεσιές στολισμένα είναι τα κομμάτια ρούχου ή τα μέρη του ρούχου που εκτίθενται σε κοινή θέα. Και αυτές οι πόρπες που μνημονεύονται, πώς ακριβώς ήταν και γιατί δεν έχει διασωθεί κάποιο δείγμα;
Στηριζόμενοι στο επισφαλές φωτογραφικό υλικό και σε ελάχιστα κομμάτια που μπορεί να βρεθούν στα μου- σεία θα μπορούσαμε να πούμε ότι από τη στιγμή που θα άρχισε να υποχωρεί το αναγεννησιακού τύπου ρούχο, θα άρχισε να δημιουργείται και η ανάγκη για εφαρμογή ζωναριού. Η ανάγκη αυτή θα ήταν πιο έντονη όσο η μέση του ρούχου κατέβαινε πάνω στο στομάχι και αργότερα στην μέση της γυναίκας ή ακόμη περισσότερο όταν διαχωρίστηκε το πανωκόρμι από τη φούστα. Η αντικατάσταση επίσης του αναγεννησιακού φορέματος από το πουκάμισο ίσως να δημιούργησε και την ανάγκη του ζωναριού ώστε αυτό να ορίζει τα μέρη της ενδυμασίας αλλά και να συγκρατεί το ρούχο στη θέση του. Το γυναικείο ζωνάρι θα πρέπει να ακολουθούσε την κατασκευαστική λογική του αντρικού αλλά στενότερο και πιο κοντό. Μεταξωτό, μεταξοβάμβακο, ή από λεπτό μαλλί, δεξιμάτο ή στολισμένο με κάθετες ρίγες, στα τυπικά μπλαβοκόκκινα ή και πιο φωτεινά χρώματα ανάλογα με το γούστο της κάθε γυναίκας, αν λάβουμε υπ’ όψιν και κάποια ελάχιστα κομμάτια που έχουν διασωθεί ως τις ημέρες μας.
Αποτελεί πεδίο προσφερόμενο για έρευνα η αναζήτηση της σχέσης ανάμεσα στο ζωνάρι και το αργυρό μπουνιάλο (μαχαιράκι) που ελάμβαναν ως αρραβώνα και φορούσαν οι γυναίκες στη μέση τους…