Εσύ φίλε μου, ναι· εσύ που αραγμένος τούτη την ώρα στην πολυθρόνα ή στο καφενέ με διαβάζεις και προβληματίζεσαι, μπορεί και όχι, εσύ κει πάνω στου τζακιού τη θαλπωρή που θωρείς τα παγωμένα στολίδια της τζαμαρίας, ή που χασκογελάς για το διπλανό σου σα βιώνει της ζωής του λύπες και τον περγελάς, σκέφτηκες αλήθεια ποτέ, τι έχει για σένα καμωμένα ένας άλλος άθρωπος, γιατί, ναι, άθρωπος είναι κι αυτός, που αγωνίζεται στα μετόπισθεν και προσφέρει καρτερικά για τη δικιά σου καλοπέραση;
Mη βιαστείς και προτάξεις το γνωστό φραγγέλι του αφέντη, ας είναι και χρυσωμένο ή μεταξότριχο, γιατί, μάθε, ακόμα πιο πολύ πονάει ετούτο. Όχι στο πετσί, μα στο βάθος· εκεί που αργοπλέει η κιβωτός με τα ξέχωρα σύνεργα του αθρώπινου είδους. Ναι μπράβο· αυτά, που μας ξεχωρίζουν από τα ζώα.
Ήταν, θυμάσαι, τότε; Ολόδροσος ανθός που μας τράβηξε με τα λαμπερά του χρώματα, τον μυρίσαμε τον ξεχωρίσαμε από αγκάθια κι αποδέλοιπους μπορεί κι ομορφότερους ανθούς με αλλιώτικο όμως άρωμα και καρδιάς τη λάμψη, το θυμάσαι; Τον αφουγκραστήκαμε, τον μπιστευτήκαμε, είπαμε το μυστικό και τον καημό μας, ανταμώσανε τα χνώτα μας και, Θεέ μου, σμίξαμε, γινήκαμε ένα, απλώσαμε μια αγκαλιά βούρλα στη λιάστρα κι απάνω ονείρατα πόθοι νιάτα παλμοί ικμάδα και πάθη όλα τα οιστρογόνα ετούτα, ένα κουβάρι, τα αφήκαμε στου χρόνου την πυρά.
Κι εκκολαφτήκανε!
Δουλευτήκανε, στο αμόνι, γινήκανε σπίτια, χωράφια, μπορεί και μονέδα. Μα προ παντός ψυχής μας τα βαρύτιμα κοσμήματα. Και του νου. Αγκαλιαστά το πνεύμα το δυνατό κι αδάμαστο που μας κρατεί στη ζήση από το ένα χέρι! Το ζερβί· κι από δεξά, σ’ ευχαριστώ Θε μου, σ’ ευχαριστώ άγγελέ μου για τους απογόνους που μου πρόσφερες. Με εμάς τους δυο σμιγμένους στα κύτταρά τους μέσα! Ως την αιωνιότητα· σύντροφε καρτερικέ μου!
Με το μονόξυλο των Ίνκας σεργιανίζω, τσαλαβουτώ στα γάργαρα ή τα λασπωμένα βουρκόνερα, ψαχουλεύω κι ανασέρνω τούτανα, λαμπερά, τα ρινίσματα του χρόνου που με συγκλονίσανε.
Τότε που βρέθηκα στο χωματόδρομο αιμόφυρτος και με τράβηξες, και μ’ έσωσες, για να βρεθείς εσύ κατάχαμα· λιποθυμισμένη.
Κι υστερνά έκοβες στα δυο ψυχή και μπουκιά σου να τη δώνεις εμένα, που το χρειαζόμουνα, έλεγες! Κι εσύ, ξέπνοη, έδειχνες χαρούμενη, γελαστή και χορτάτη.. Να με γκαρδιώνεις!
Καρτερικά· χωρίς να βογγάς. Κι ας πονούσες.
—Εσύ πρέπει να γίνεις καλά. Άσε εμένα, ψιθύριζες.
Και μου σφράγιζες το στόμα. Για νάρθει στα πνεμόνια μου, θύελλα αγάπης, κι η ανάσταση!
Μέρες πολλές και νύχτες ατέλειωτες έμεινες δίπλα μου στη ξύλινη καρέκλα· αγόγγυστη, πρόσχαρη και δυνατή.
—Δόξα το Θεό γιατρεύτηκες, ψιθύρισες ένα πρωί, και πρόστεσες.
—Τώρα σειρά μου. Μα θα τα παλέψω μοναχή! Μην σε κουράσω. Έχεις ευθύνες μεγάλες εσύ, αγάπη μου.
Τα παλέψαμε· και νικήσαμε!
Κι ακούσαμε, θυμάσαι; Τι οπτασία! Το πρώτο κλάμα του αβλαστού μας! Τη χαρά του μαζί και την απορία του για τον καινούργιο κόσμο που αντίκρισε!
Ήμασταν ολόμονοι. Το μωρό, εσύ κι εγώ. Χωρίς να ξέρουμε πως ένας καινούργιος οργανισμός θέλει κότσια. Που όμως τα βρήκαμε ακουμπιστά, σμιχτά ο ένας στον άλλο. Τι αγώνας όμορφος! Τι νόημα που γιόμιζε το μεδούλι! Θυμάσαι; Μπερδεύαμε γέλια χαρές δάκρια και τρέμαμε ομπρός τη μοναξιά μας· για τον άγνωρο δρόμο που παίρναμε· χωρίς να ξέρουμε το τέρμα, μηδέ τη ρότα. Μα πλοηγήσαμε κόντρα στα κύματα τα αφρισμένα που θέλανε να μας καταπιούνε. Και βρήκαμε απάνεμο λιμάνι· σίγουρο. Γιατί ο καλός καπετάνιος θέλει άξια καπετάνισσα από δίπλα να κουμαντάρουνε το σκάφος.
Σαν έρχονται ούλα τούτα και βουΐζουνε στους μηνίγγους μου, πασκίζω να τα βάνω στην παλάντζα, μα δεν αντέχουνε τα λατήρια. Τη σφεντονώ τότε στη μπάντα, και βάνω τον πήχυ αψηλά. Δίπλα στου φίλου μου, που από μικρό παιδί μοχτεί να κρατηθεί στη ζωή, την κουβέντα, σα τον αποκάλεσα ένα μεσημέρι μόλις πέρασε μια φριχτή κρίση, ήρωα, για τα όσα τραβά κι όσα προσφέρει σε μας, κι αυτός, γύρισε θυμωμένος, σχεδόν αγριεμένος, να μου δείξει με τεντωμένο το δάχτυλο, μέσα, τη γυναίκα του.
—Να. Αυτή είναι ο ήρωας. Εγώ απλά πονώ και κινδυνεύω. Αυτή όμως υπομένει, αγωνίζεται, και υποφέρει. Κάθε στιγμή.
Αντέχεις αλήθεια φίλε μου, ν’ ανέβεις κει πάνω;
Να το νιώσεις;