Σκαμπανεβάσματα, κενά αέρος, στενότητα χώρου, επανωφόρια και σακ-βουαγιάζ στις θήκες να κρέμονται πάνω απ’ τα κεφάλια μας, και κάποια ανησυχία εάν θα φθάναμε ή όχι!
Και λέω “κάποια”, γιατί οι νέοι δεν έχουν τους φόβους των πιο μεγάλων ανθρώπων, έχουν τη δύναμη των νιάτων τους, όλη τη ζωή μπροστά τους, κι ούτε που προβληματίζονται για το φθαρτό και το εφήμερο της ανθρώπινης φύσης…
Έτσι κι εγώ πετούσα με πτήση τσάρτερ, μ’ ένα μικρό σαράβαλο προς την πατρίδα, γεμάτη νοσταλγία, προσπαθώντας να σκεφτώ ελληνικά αφού έξι μήνες ήδη στην Αγγλία, από καιρό είχα συνειδητοποιήσει πως δυσκολευόμουν να βρω τη κατάλληλη λέξη όταν μιλούσα τη μητρική μου γλώσσα, και πολλές φορές μπερδευόμουν με τις γνωστές μας εκφράσεις κι αμφέβαλα για το πώς λέγεται το καθετί!
Οι νέοι συνήθως υποτιμούν τους κινδύνους, αγνοούν το θάνατο, δεν τον καταλαβαίνουν, όπως κι εγώ εκείνη την εποχή που ταξίδευα μέσα σ’ ένα παλιό αεροσκάφος και δεν μπορούσα να φανταστώ τι θα μου έφερνε η ζωή! Στο δικό μας το νεανικό μυαλό, στον κόσμο ετούτο πέθαιναν μόνο οι παππούδες κι οι γιαγιάδες! Ηταν αδιανόητο να φύγει νέος άνθρωπος! Εμείς είχαμε δει μόνο μια δεύτερη ξαδέλφη μας να πεθαίνει ξαφνικά, την είχαμε κλάψει πολύ, το χαμό της τον είχαμε θεωρήσει απαράδεκτο, μεγάλη αδικία και φυσικά εξαίρεση στον κανόνα!
Λιγότερο λοιπόν αγωνιούσα, και περισσότερο αδημονούσα να φτάσουμε στο Ελληνικό, όπου θα με περίμενε ο αδελφός μου ο Σήφης, για να πάμε μαζί στα Μέγαρα όπου φοιτούσε στην Σχολή Αεροπορίας Στρατού.
Τώρα που τ’ ανασύρω απ’ τα βάθη των χρόνων που πέρασαν, τώρα που η συγκίνηση με πνίγει, είναι σαν να μην γράφω παλιές ιστορίες, μα σαν να τις… ζω ξανά!
Και μακάρι να γύριζε ο χρόνος πίσω και να ’χε φέρει άλλα πράγματα…
Το επεισοδιακό εκείνο ταξίδι είχε λήξει καλά, ο Σήφης με περίμενε όλο κέφι στην είσοδο των επισκεπτών -είχαμε να μιλήσουμε πάνω από έξι μήνες! Τότε δεν υπήρχαν κινητά, ούτε κι ο κόσμος αισθανόταν την ανάγκη να τηλεφωνιέται πέντε φορές την ημέρα! Εγώ είχα κάνει στους γονείς μου ένα τηλεφώνημα το βράδυ που έφθασα στην Αγγλία, τους είχα στείλει τρία γράμματα στο μεταξύ, και τους είχα ξανά τηλεφωνήσει λίγες μέρες πριν για να τους ενημερώσω ότι θα ερχόμουν στην Ελλάδα για δυο εβδομάδες, και να τους πω την ώρα που θα προσγειωνόταν το αεροπλάνο μου στα Χανιά.
Μπήκαμε στο λεωφορείο που θα μας οδηγούσε στον σταθμό για τα Μέγαρα, και σ’ όλο τον δρόμο τιτιβίζαμε σαν τα πουλιά!
Μιλούσα ακατάπαυτα για τις περιπέτειες μου στα ξένα κι ο Σήφης για τις επιτυχίες του στον αέρα. Πως πέταξε “σόλο” πριν λίγο καιρό, πως νομίζει πως γίνεται πουλί σαν πετά, πόσο μικρός -σαν παιχνιδάκι- φαίνεται ο κόσμος από κάτω, κι άλλα πολλά τέτοια ανάλαφρα και παιδιάστικα….
Δεκαεννιά χρονών εγώ, εικοσιένα εκείνος, πως να ξέραμε εκείνες τις ευτυχισμένες στιγμές, πως τρία χρόνια μετά δεν θα ξαναβλεπόμασταν, δεν θα ξαναμιλούσαμε και θα είχαμε χάσει δια παντός την ευκαιρία να μεγαλώσουμε και να γεράσουμε μαζί…
Φθάνοντας στα Μέγαρα, μας υποδέχτηκαν εγκάρδια οι δυο συγκάτοικοί του. Μικρό, ισόγειο το σπιτάκι τους, μέσα σε μια ασβεστωμένη αυλή.
Είχα γυρίσει στη μικρή, φτωχή Ελλάδα μας! Στην όμορφη Ελλάδα μας, του τότε! Με τα μωσαϊκά και τα τσιμέντα στα δάπεδα, με τους εξωτερικούς καμπινέδες, με το λιτό εσωτερικό των σπιτιών, με το ζεστό βλέμμα στα πρόσωπα όλων!
Τι να τις κάνουμε εξάλλου, τις ταπετσαρίες, τις παχιές μοκέτες, τις βελουτέ κουρτίνες και τα βαριά έπιπλα των βορείων λαών, που στα κατοπινά χρόνια γέμισαν τα σπίτια μας;
Περιττά πράγματα ήταν, που μας οδήγησαν τελικά στην χρεοκοπία και στη διεθνή ταπείνωση…
Ερχομένη λοιπόν, απ’ τον πλούσιο βορρά σ’ ένα εργένικο σπίτι, με υποδέχτηκαν τα χαμόγελα των παιδιών που είχαν βγει απ’ τη σειρά τους, είχαν μετακινήσει έπιπλα για να μου φτιάξουν το δικό μου χώρο, είχαν γεμίσει το ψυγείο, είχαν μαγειρέψει, και περίμεναν πώς και πώς την αδελφή του Σήφη απ’ την Αγγλία.
Πέρασα θαυμάσια τις λίγες μέρες που έκατσα κοντά τους.
Δεν θυμάμαι τ’ όνομά τους, εύχομαι μόνο να είχαν καλές πτήσεις, να ζουν, και κάπου ν’ απολαμβάνουν τη σύνταξή τους…
Απ’ εκείνο το σύντομο ταξίδι στα Μέγαρα, μου έμεινε μια ξεχωριστή ανάμνηση!
Ένας ήχος και μερικά λόγια που θα με συνοδεύουν σ’ όλη μου τη ζωή…
Το πρώτο βράδυ είχε γίνει μια συνεννόηση με τον γιατρό της μονάδας να έλθει με το αυτοκίνητο να μας πάει μια βόλτα στα περίχωρα. Στριμωχτήκαμε όλοι μέσα, ξεκινήσαμε χαρούμενοι, τρέχαμε στην εθνική με ταχύτητα… απογείωσης, ενώ τον χώρο δονούσαν επιλεγμένα κομμάτια κλασσικής μουσικής…
Ηταν μια στιγμή ξεχωριστή, καθώς πορευόμουν ανάμεσα στα βουνά και τα φαράγγια της πατρίδας μου, δίπλα στον αγαπημένο μου αδελφό, σ’ ένα αυτοκίνητο γεμάτο φίλους που έκαναν ό,τι μπορούσαν για να με ψυχαγωγήσουν…
Κάποια στιγμή, από μια καινούργια κασέτα που μπήκε στο μαγνητόφωνο, ακούστηκε το… “Μινόρε της αυγής”! Πολύ μου άρεσε η μελωδία και τα λόγια, και τα παιδιά μου έκαναν το χατίρι να το ακούσουμε ξανά και ξανά!
«Για σένανε είναι γραμμένο κάποιο μινόρε της αυγής…»
Αυτό μόνο θυμάμαι, μα είναι αρκετό!
Το ακούω καθώς ξυπνώ μερικά πρωινά, μια φωνή μου το σιγοψιθυρίζει στο αυτί όταν βρίσκομαι μ’ άλλους ανθρώπους, η μελωδία του έρχεται και με βρίσκει καθώς βαδίζω στον δρόμο…
Γυρίζει τακτικά απ’ τα βάθη των σαράντα χρόνων που πέρασαν δυνατή, γεμάτη μελαγχολία και με συγκινεί το ίδιο, σαν κι εκείνη τη βραδιά…
Πάντα δακρύζω και θυμάμαι τον Σήφη…
Το Ιωσήφ Κατσαρό, τον μονάκριβο αδελφό που είχα, που τρία χρόνια μετά μια μουντή μέρα
-στις 27 Νοεμβρίου του 1975- πέταξε μέσα σ’ ένα σκάφος της Αεροπορίας Στρατού, κι έφυγε για πάντα μακριά μας…