Κύριε διευθυντά,
με αφορμή το σπουδαίο άρθρο «Γλωσσικές εκτροπές» του συνεργάτη αρθρογράφου των «Χ.Ν.» [30-12-2017] κ. Χρ. Πλέσσα, επιτρέψτε με να παραθέσω, λίαν συνοπτικώς, το παρακάτω κείμενο.
[Αποσπάσματα κειμένου από το βιβλίο «ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ» του Συγγραφέα – Καθηγητή Σταύρου Ζουμπουλάκη – ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΠΟΛΙΣ»]
«Δεν μαθαίνουμε την αρχαία ελληνική γλώσσα πουθενά πια στον κόσμο σήμερα, ούτε στην Ευρώπη ούτε στην Ελλάδα ούτε πουθενά. Αυτό είναι ένα φαινόμενο που έχει οξυνθεί τις τελευταίες δεκαετίες και δεν έχουμε μετρήσει ακόμη τις συνέπειές του. Ένας απόφοιτος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Ευρώπη, μέχρι τη δεκαετία του 1960, είχε διδαχτεί στο σχολείο ελληνικά και λατινικά. Σήμερα η γλωσσική αρχαιομάθεια έχει συντριβεί στην Ευρώπη.
Η ήδη συρρικνωμένη αρχαιομάθεια συρρικνώνεται καθημερινά ακόμη περισσότερο. Στη Γαλλία, από τον Σεπτέμβριο του 2016, τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά έχουν αντικατασταθεί στο Γυμνάσιο από το EPI [Enseignement Pratique Interdisciplinaire] – δηλαδή από τα κουραφέξαλα. Στο Λύκειο τα λατινικά τα επιλέγει το 20% των μαθητών και τα ελληνικά το 3%. Σε χώρες προπύργια των κλασικών γραμμάτων, όπως η Γερμανία, η γλωσσική αρχαιομάθεια έχει ερειπωθεί.
Οι λόγοι αυτού του καταποντισμού σε όλο τον δυτικό κόσμο είναι πολλοί, κοινοί ουσιαστικά για όλες τις χώρες, με επιμέρους, όπως πάντα, διαφοροποιήσεις από χώρα σε χώρα. Ο κυριότερος λόγος είναι μια βαθιά πολιτιστική αλλαγή που έχει συντελεστεί σε όλη τη Δύση, η οποία δεν αναγνωρίζει πια την εντελώς ξεχωριστή θέση που έχει για τη δική της διαμόρφωση και ταυτότητα το ελληνορωμαϊκό παρελθόν. Η προσήλωση μάλιστα σε αυτό λογίζεται πλέον ως ένας απολύτως καταδικαστέος ευρωκεντρισμός. Μέχρι χτες σχεδόν, όλες οι χώρες της Ευρώπης σχετίστηκαν με το ελληνορωμαϊκό παρελθόν, με διαφορετικό τρόπο και ένταση η καθεμιά, για τη διαμόρφωση της δικής τους φυσιογνωμίας. Έκτοτε, όλο και λιγότερο φαίνεται να αναγνωρίζεται η Δύση στο ελληνορωμαϊκό παρελθόν της. Αυτό το παρελθόν την αφορά όλο και λιγότερο. Δεν έχουν επιχειρήματα πια οι ευρωπαϊκές κοινωνίες να πείσουν τους νέους ανθρώπους να μάθουν ελληνικά ή λατινικά.
Όσο όμως και αν το φαινόμενο της καθίζησης της γλωσσικής αρχαιομάθειας είναι πανευρωπαϊκό, στην Ελλάδα παίρνει ιδιαίτερη όψη και αποκτά άλλες διαστάσεις και βαρύτητα. Πριν το συζητήσουμε, θα σταθώ σε ένα γεγονός που αποτελεί και επιχείρημα το οποίο επικαλούνται οι υποστηρικτές των αρχαίων. Το γεγονός αυτό είναι ότι λίγο παλαιότερα, μέχρι και τη δεκαετία του 1970, οι απόφοιτοι της δευτεροβάθμιας σε σύγκριση με τους σημερινούς ήξεραν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό την αρχαία ελληνική γλώσσα. Όσο και αν το γεγονός είναι αδιαμφισβήτητο, έχει σημασία, πριν το επικαλεστούμε ως επιχείρημα, να εξετάσουμε εν συντομία τους λόγους για τους οποίους συνέβαινε αυτό.
Πρώτον, συγκρίνουμε ασύγκριτα πράγματα, όπερ άτοπον. Το σχολείο της εποχής εκείνης ήταν επιλεκτικό, στην τελευταία τάξη της δευτεροβάθμιας έφταναν, μετά από αλλεπάλληλα κοσκινίσματα, λίγοι μαθητές από όσους εγγράφονταν στην Α΄ Δημοτικού. Στο σημερινό μαζικό σχολείο προάγονται όλοι ακωλύτως, και μόνο από απουσίες μπορεί να απορριφθεί κανείς.
Δεύτερον, το σχολείο της εποχής εκείνης ήταν το σχολείο της καθαρεύουσας. Τα βιβλία ήταν γραμμένα στην απλή καθαρεύουσα και οι ίδιοι οι μαθητές ήταν υποχρεωμένοι να γράφουν στην καθαρεύουσα. Η καθαρεύουσα δεν ήταν μόνο η γλώσσα της εκπαίδευσης, ήταν και η γλώσσα του Τύπου, της Βουλής, της διοίκησης, των νόμων και της δικαιοσύνης, της Εκκλησίας, των πάντων, εκτός από τη λογοτεχνία. Όποιος είναι εξοικειωμένος με την απλή καθαρεύουσα, όποιος τη διαβάζει και τη γράφει, έχει πολύ μικρότερο δρόμο να διανύσει προκειμένου να μάθει αρχαία ελληνικά. Το μεγαλύτερο μέρος της γραμματικής των αρχαίων τού είναι ήδη γνωστό. Στην κλίση των ονομάτων οι διαφορές είναι ελάχιστες. Ο μαθητής έχει να μάθει λίγα πράγματα παραπάνω στο ρήμα και γίνεται κάτοχος της αρχαίας γραμματικής. Σήμερα, αντίθετα, απαιτείται τεράστια προσπάθεια, από τον καθηγητή αλλά και τον ίδιο τον μαθητή, για να κατακτήσει ο τελευταίος έστω τον τονισμό και τον πνευματισμό της αρχαίας – στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων χωρίς αποτέλεσμα.
Δεν έχει κανένα νόημα επομένως να επικαλούμαστε καταχρηστικά επιχειρήματα από την αρχαιομάθεια των μαθητών κατά το παρελθόν, αλλά εκείνο που χρειάζεται είναι να συζητήσουμε τις δυνατότητες εκμάθησης της αρχαίας ελληνικής σήμερα, στο μαζικό δηλαδή σχολείο, στο σχολείο της δημοτικής [και του μονοτονικού]. Διδάσκουμε την αρχαία γλώσσα πολλές ώρες την εβδομάδα, σε όλη τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με σχεδόν μηδενικό αποτέλεσμα. Αναζητώντας την αιτία αυτής της αποτυχίας, πολλοί από εκείνους που νοιάζονται για τα αρχαία την αποδίδουν στον τρόπο διδασκαλίας: δεν μαθαίνουν αρχαία οι μαθητές επειδή δεν είναι καλά τα βιβλία και επειδή οι καθηγητές δεν τα διδάσκουν σωστά. Το μόνο επακόλουθο αυτού του είδους κριτικής είναι να μειώνονται διαρκώς οι απαιτήσεις του μαθήματος, χωρίς ωστόσο να αλλάζει το αποτέλεσμα: οι μαθητές όλο και λιγότερο μαθαίνουν την αρχαία ελληνική γλώσσα. Και στην Ευρώπη, όπου επίσης δεν μαθαίνουν πια, και εκεί τα βιβλία φταίνε; Ας το αναρωτηθούν αυτό όσοι κάνουν λόγο για τον τρόπο διδασκαλίας. Και εκεί οι καθηγητές είναι ανεπαρκείς; Ο λόγος που οι μαθητές δεν μαθαίνουν αρχαία ελληνικά σήμερα στην Ελλάδα είναι επειδή δεν ενδιαφέρονται να μάθουν, και δεν ενδιαφέρονται να μάθουν επειδή οι ίδιοι και σύνολος η ελληνική κοινωνία δεν πιστεύουν ότι η γλωσσική αρχαιομάθεια έχει αξία – και ας ρητορεύουν περί του αντιθέτου, με κούφια λόγια, οι κάθε λογής εθνικιστές. Ο λόγος δηλαδή είναι ο ίδιος με ό,τι ισχύει και στις άλλες χώρες της Ευρώπης.
« Όσοι έχουμε διδάξει αρχαία ξέρουμε καλά ότι τα αρχαία μαθαίνονται, αρκεί ο μαθητής να έχει κίνητρο να τα μάθει. Δεν ισχύει για τα αρχαία ελληνικά κάτι διαφορετικό από ό,τι για κάθε άλλη μάθηση. Όσοι δεν ενδιαφερόμασταν στο σχολείο για τα μαθηματικά μάθαμε άραγε τίποτε περισσότερο από τις τέσσερις πράξεις της αριθμητικής, έπειτα από αμέτρητες ώρες διδασκαλίας, επί δώδεκα χρόνια; Οι υποψήφιοι των πανεπιστημιακών σχολών οι οποίοι εξετάζονται στα αρχαία στις εισαγωγικές εξετάσεις, μαθαίνουν καλά αρχαία μέσα σε δύο χρόνια. Και μάθαιναν πολύ καλύτερα όταν εξετάζονταν μόνο επί αδιδάκτου……. Πολύ περισσότερο ισχύει το ίδιο για τα λατινικά. Τα αρχαία που ήξεραν οι μαθητές εκείνοι όταν εισάγονταν στις φιλοσοφικές σχολές ήταν καλύτερα από τα αρχαία που γνώριζαν όταν αποφοιτούσαν από το πανεπιστήμιο. Το ίδιο ισχύει και με όλες τις νεκρές γλώσσες, τις γλώσσες δηλαδή που δεν μιλιούνται και δεν γράφονται. Μπορεί να μάθει κανείς βιβλικά εβραϊκά σε έναν χρόνο, αρκεί να το θέλει, επειδή έχει πιστέψει στην αξία τους. Στην Ελλάδα σήμερα δεν πιστεύουν στη σημασία της γλωσσικής αρχαιομάθειας ούτε οι κλασικοί φιλόλογοι που τη διδάσκουν στα πανεπιστήμια, στις σχολές από τις οποίες αποφοιτούν οι καθηγητές φιλόλογοι της Μέσης Εκπαίδευσης……….
Πέρα από τους παραπάνω λόγους θα πρέπει να προσθέσουμε ότι το πνεύμα του σημερινού σχολείου, όπως συζητιέται σε αυτό το βιβλίο, δεν ευνοεί τη διδασκαλία των αρχαίων και των λατινικών. Αν όμως οι λόγοι της κατάρρευσης της γλωσσικής αρχαιομάθειας στην Ελλάδα δεν διαφέρουν από τους λόγους στην υπόλοιπη Ευρώπη, ισχύει άραγε το ίδιο και για τη σημασία και τις επιπτώσεις αυτής της κατάρρευσης; Η απάντηση είναι απολύτως αρνητική. Ο λόγος δεν είναι προφανώς ότι εμείς έχουμε μια ιδιοκτησιακή σχέση με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Ο λόγος είναι καταρχάς γλωσσικός. Μιλάμε και γράφουμε την ίδια γλώσσα. Η διδασκαλία των παλαιότερων μορφών της γλώσσας μας καθιστά τη γλωσσική συνέχεια απτή πραγματικότητα. Αν δεχτούμε ότι η γνώση της αρχαίας ελληνικής δεν συντελεί στην καλύτερη χρήση της νέας ελληνικής –που είναι το κύριο ζητούμενο-, η γνώση ωστόσο της γλωσσικής διαχρονίας άραγε δεν είναι πάντα πολύτιμη για έναν θεσμό του γραπτού πολιτισμού όπως είναι το σχολείο; Η Ζακλίν ντε Ρομιγύ πάντως θεωρεί ότι «τα λατινικά και τα ελληνικά υπηρετούσαν τα γαλλικά. Αυτοί που τα απομάκρυναν έδωσαν ένα χτύπημα στη γαλλική γλώσσα». Αν αυτό ισχύει πράγματι για τα γαλλικά, πόσο περισσότερο ισχύει για τα ελληνικά;
Η κύρια διαφορά όμως, ως προς τις επιπτώσεις, βρίσκεται αλλού: χωρίς τη διδασκαλία των αρχαίων αποκόπτονται οι σημερινοί έλληνες όχι από τον Όμηρο, τον Πλάτωνα ή τον Θουκυδίδη, αλλά από τον Παπαρρηγόπουλο, τον Ροϊδη, τον Παπαδιαμάντη, από όλη τη λόγια νεοελληνική παραγωγή μέχρι και τον 20ό αιώνα. Συμβαίνει αυτό και σε άλλες χώρες και γλώσσες…………
«Η επιλογή της διδασκαλίας της αττικής διαλέκτου, επί πολλές ώρες, στο νεοελληνικό σχολείο, ευθύς μετά την ίδρυση του κράτους, και η πληθωρική παρουσία αρχαίων κειμένων βάλλονται από τους μελετητές της νεοελληνικής εκπαίδευσης….. Σήμερα μπορούμε να αντιμετωπίσουμε ψυχραιμότερα και τους ηττημένους του γλωσσικού διχασμού, τους αρχαϊστές και καθαρολόγους: το μοιραίο λάθος τους ήταν η παραληρηματική ιδέα να πειθαναγκάσουν, δια του σχολείου και του κράτους γενικότερα, τους ζωντανούς Έλληνες, με σάρκα και οστά, να μιλάνε και να γράφουν όπως σχεδόν οι αρχαίοι Αθηναίοι. Όλα αυτά βέβαια ανήκουν πια στην ιστορία που ωστόσο μας παιδεύει ακόμη. Θα πρόσθετα πάντως με την ευκαιρία ότι η διδασκαλία της αττικής διαλέκτου έχει το πλεονέκτημα ότι όποιος τη μάθει τού είναι όλα τα κείμενα προσιτά από εκεί και μετά: της κοινής ελληνιστικής, της γλώσσας των Ευαγγελίων, της βυζαντινής, της νεότερης λόγιας. Είναι μικρό πλεονέκτημα να μπορείς να διαβάζεις τα Ευαγγέλια στο πρωτότυπο ή να καταλαβαίνεις απρόσκοπτα τη βυζαντινή υμνογραφία;
«Από τα παραπάνω θα έχει γίνει ήδη φανερό ότι είμαι υπέρ της διδασκαλίας των αρχαίων [αρχαία ελληνική γλώσσα] σε όλη τη Μέση Εκπαίδευση……. Ειδικά για το Λύκειο, θα ήμουν υπέρ της δημιουργίας κλασικών λυκείων, όπου θα φοιτούν οι υποψήφιοι για τις σχολές της φιλολογίας, της θεολογίας, της νομικής και όποιας άλλης τυχόν κριθεί. Σκοπός τους θα είναι η διαμόρφωση στη χώρα μιας φιλολογικής ομάδας υψηλής επιστημοσύνης. Σήμερα που η γλωσσική αρχαιομάθεια είναι σε υποχώρηση διεθνώς, θα αποτελούσε τεράστιο πολιτιστικό πλεονέκτημα για τη χώρα να διαμορφώσει αυτήν την υψηλού επιπέδου φιλολογική ομάδα, δεδομένου ότι στα αρχαία κείμενα δεν θα πάψει ποτέ να επανέρχεται ο δυτικός κόσμος με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Τούτο βέβαια προϋποθέτει ότι και οι φιλολογικές σχολές θα σταθούν στο ύψος αυτών των απαιτήσεων, αποβάλλοντας επιτέλους το σύμπλεγμα που οδήγησε κλασικούς φιλολόγους να παρατάνε τον Ηρόδοτο, ας πούμε, για να ασχοληθούν με τον Σαχτούρη και τον Τίτο Πατρίκιο».
Γιώργος Καραγεωργίου
συνταξιούχος νομικός,
κοινωνιολόγος Χανιά
Όχι πως δεν συμμερίζομαι τις ανησυχίες σας, αλλά μόνο έτσι, για παρηγοριά: Στην Γερμανία το 2015 μάθαιναν περίπου 780000 μαθητές λατινικά και 13000 αρχαία ελληνικά. Οι αριθμοί τα τελευταία δέκα χρόνια δεν άλλαξαν αισθητά. Προσωπικά έμαθα λατινικά σε γερμανικό σχολείο στην Γερμανία και μπορώ να πω πως μου βοήθησαν πάρα πολύ στο να κατανοώ την ουσία των λέξεων που ακούω και διαβάζω στις διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες. Όποιος ξέρει ελληνικά και λατινικά, καταλαβαίνει πιο καλά τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και γενικά την ζωή. Αυτό όμως δεν προστατεύει από το να μένεις βλάκας, αν από την φύση σου είσαι τέτοιος, παράδειγμα ο υπουργός παιδείας Ζουράρις που μας κορδώνεται με τα αρχαία του, ενώ είναι ένας χυδαίος βλάκας και μισός.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Όπως αναφέρθηκα στην αρχή, η εργασία μου “ΓΙΑ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ” είναι αποσπάσματα από το πολύ σπουδαίο Βιβλίο “ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ” του πολύ αγαπητού κι εξαίρετου συγγραφέα και Πανεπιστημιακού φιλόλογου Καθηγητή Σταύρου Ζουμπουλάκη [εχρημάτισε και Διευθυντής του σπάνιου και ιστορικού λογοτεχνικού περιοδικού “ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ”]. Είσθε ελεύθερος άνθρωπος και μπορείτε να έχετε τις δικές σας απόψεις, τις οποίες και σεβόμαστε. Θα παρακαλούσα, ωστόσο, να σεβαστούμε -αν θέλετε- το πρόσωπο όλων των συνανθρώπων μας που είναι ελεύθερο, διαφορετικό, μοναδικό, ανεπανάληπτο κι ανεκτίμητης αξίας και σημασίας. Με εξαιρετική τιμή και τις καλύτερες ευχές μας για υγεία και πρόοδο το 2018. Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος ΧΑΝΙΑ.
Σέβομαι σχεδόν όλους τους ανθρώπους και τους αγαπώ διότι: ” … το πρόσωπο όλων των συνανθρώπων μας είναι ελεύθερο, διαφορετικό, μοναδικό, ανεπανάληπτο κι ανεκτίμητης αξίας και σημασίας”, σχεδόν όλους, διότι δεν σέβομαι και δεν αγαπάω αυτούς που δεν σέβονται και δεν αγαπούν τους συνανθρώπους τους, ένας από αυτούς είναι ο κ. Τσίπρας που εξαπάτησε έναν ολόκληρο λαό για προσωπικό του συμφέρον, ένας άλλος ο κ. Ζουράρις που όταν μιλάει με συνανθρώπους του, προσπαθεί πάντα να δείξει πως αυτοί δεν αξίζουν και δεν ξέρουν περίπου τίποτα ενώ αυτός είναι μυημένος στην σοφία των αρχαίων φιλοσόφων, δεν μπορεί να μας πει τίποτα χωρίς τσιτάτα των αρχαίων και μετά πετάει κάτι για μπουρδέλα που επισκέπτονται οι μαθητές στις εκδρομές τους, φανερά ένας κομπλεξικός τύπος, υπερόπτης και μισάνθρωπος, γιατί να τον σεβαστώ δεν ξέρω. Γιατί να σεβαστώ έναν Βαρουφάκη που θεωρούσε το κλείσιμο των τραπεζών με τους ανθρώπους να λιποθυμούν στον ήλιο για να πάρουν τα λεφτά τους μια μεγάλη γιορτή γιατί αυτός δημιούργησε αυτό το event. Η ανοχή και ο σεβασμός στο κακό προσβάλει όλους τους αγαπητούς συνανθρώπους μας και τους αφήνει ανυπεράσπιστους στις κακόβουλες επιθέσεις του.
Ευχαριστούμε τον εκλεκτό συνεργάτη – αναγνώστη των “Χ.Ν.” κ. Γιώργο Κ. για τη συμμετοχή του στο φλέγον θέμα “ΓΙΑ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ”, ωστόσο, ο άγιος Θεανθρώπινος και Ευαγγελικός λόγος της Καινής Διαθήκης που συμπληρώνει τον παλαιό Νόμο [ Παλαιά Διαθήκη κ.λ.π.] μάς προτρέπει ν΄αγαπάμε ακόμα και τους εχθρούς μας κι όσους μάς πράττουν κακό!!!…. Γιατί η Αγάπη η αληθινή [κι όχι το απλό συναίσθημα του ανθρώπου] είναι ΑΥΤΟΘΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΆ, είναι η προσωπική κίνηση αυτοεξόδου, το σπάσιμο του εγωκεντρισμού μας, η αυτοπαράδοση στον αγαπώμενο συνάνθρωπό μας!! Δεν είμαστε Θεολόγοι και μακάρι να ήμασταν… Ας κλείσει το όλο ζήτημα και τις καλύτερες ευχές μας για υγεία και κάθε δημιουργική προσπάθεια για το 2018, με εξαιρετική εκτίμηση και φιλία Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος ΧΑΝΙΑ.