Πονεί η πσυχή ντου κιανούς να θωρεί, την μιαν ώρα ένα ολοπράσινο δάσος απου στέκει εκειά χιλιάδες χρόνους, στολίδι του τόπου απου βρίστεται και την άλλη ώρα να το θωρείς ένα γ-κάπσαλο γεμάτο αποκάουδα. Η πλάση τόχενε θιαγμένο μέρα με την ημέρα, χρόνο με το χρόνο, το μεγάλωνε και τούδινε τα στολίδια τζη. Δεν υπάρχουνε άλλα σαν ν-τα στολίδια τση πλάσης. Ομορφαίνουνε το γ-κάθε τόπο αλλά και το ντουνιά ολάκερο.
Ο απατός μου εδά, λέω τα λιγότερα απου μπορεί να πει κιανείς για το δάσος, επειδής ούλοι κατέμε πόσο φελά. Θα πω όμως κατιντίς ακόμης απου θαρρώ πως πρέπει να τόχει στο νου ν-του ο κάθα γεις. Τα στολίδια κι οι χάρες του δάσους είναι για ούλους. Τα αθρώπινα στολίδια είναι μόνο να τα βάλει εκείνοσας απου τάχει να τα μοστράρει, να ξεχωρίσει απτσ΄ άλλους αθρώπους. Να βγαίνει με τουπέ σε κάθε μεϊντάνι.
Η πλάση δε ζητά από μας πράμα, δε θέλει βοήθεια να κάμει τα στολίδια τζη. Τα θιάζει μοναχή τζη, ξομπλιάστρα ως είναι κι απ΄ τα καλά στολίδια απου θιάχνει είναι τα δάση. Θέλει όμως να τα προσέχομε αλλά πλια πολύ, να μην τα ρημάζομε.
Είναι αλήθεια πως δεν τα προσέχομε ως θάπρεπε, οι πλια πολλοί απού μας. Φερνόμαστε άσκημα με πολλούς τρόπους, τα βρωμέζομε και τα μεταχειριζόμαστονε σαν νάτανε κατά δικά μας. Άνε μασε απανοδιώξει κόβουμε κι ένα δεντρουλάκι τσι καιρούς τω Χριστουγέννω να κάμομε το κέφι μας για μερικές μέρες κι απόης να το πετάξομε για να πλησιάνουνε τα σκουπίδια, επειδής είναι λίγα τα αποδέλοιπα. Ακόμης, μερικοί απού μας, κάνουμε μια κομματέ ντου καπατουμά με κάτι χαρθιά, πως τάχατες ο λάλος εκείνουνα απου τα πουλεί έσπερνε εκειά στάρι κι η λάλη ντου το θέριζε. Ο λάλος τόσπερνε, ο πατέρας του εσταμάτησε να το σπέρνει και δάσωσε. Αν είναι τα δεντρά πούχει μέσα διακόσω, τρακόσω γή και παράνω χρονώ, ετούτονα το ξεχνούνε. Και του δαιμόνου σύμπτωση, ο λάλος έσπερνε τόσανα μουζούρια, όση κομματέ εθέλανε να κάμουνε καπατουμά. Άμα χρειγιάζουντανε εμπόρειε να φέρει και φωτογραφία ν-του να το ζευγαρίζει, γή να το γεργίζει με τη σκαλίδα άμα ήτονε αναβολάδα.
Πλια χειρότερο είναι να τα καίμε ξάργουτου, άλλος τρόπος να γεμίσομε τον τόπο απου ήτονε το δάσο, κατοικιές σπίθια. Ετούτονα είναι απού τα μεγάλα κρίματα απου μπορεί να κάμει κιανείς. Είντα να πεις για τσι σατανάδες απου τα κάνουνε, ας πάνε να τα κάπσουνε ούλα, να μην αφήκουνε μουδέ δασωνάρι άκαφτο κι απόης να πάνε θα θιάκσουνε σπιταρόνες απάνω στα αποκαΐδια.
Μαζί όμως με τα δάση καίγουνται περουσίες και σπίθια αθρώπω. Την μιαν ώρα είναι νοικοκύρης με το σπίτι και ούλο το είναι ντου και την άλλη ώρα στέκει μπροστά στ’ αποκάουδα να κλαίει το βιος του και να σκέφτεται είντα θα ν’ απογενεί ο γ-ίδιος κι η φαμελιά ντου.
Με τσι φωθιές χάνουντε και αθρώποι πολλές βολές. Να πούμε νε πως κι οφέτος εχάθηκε ένας άθρωπος (ανε γ-κατέω καλά και δεν είναι παράνω). Ανε βάλουμε τα χαμό του αθρώπου τούτουνα στο ζύγι, μπορεί να πωθεί πως εχάθηκε μόνο ένας αθρωπος, απου εχαθήκανε τόσοινε στσι άλλες φωθιές, τόσοινε στσι παράλες.
Ο άθρωπος όμως απου εχάθηκε είχε τα όνειρά ντου, σκέδιαζε την αυριανή ντου αλλά κι εχάθηκε στο μ-πόλεμο τση φωθιάς, για μας τσι αποδέλοιπους. Και τ΄ άλλο, ήτονε ο κόσμος ούλος για τσι δικούς του αθρώπους. Το λοιπός για τον απατό μου θα πρέπει να πωθεί, εγινήκανε φοβερές καταστροφές, εχάθηκε κι ένας άθρωπος, βαλετέ τα με όποια σειρά πεθυμάτε.
Τσ’ αθρώπους απου ρημάζουνε τα δάση, δεν τσι γνοιάζει πράμ’ άλλο παρά πως θα πετύχουνε εκείνονα απου θαρρούνε πως συφέρνει τσι ΄διους. Γή για το κοινό συμφέρον (ετσα τόλεγε ο δάσκαλος), γή κινέζικα τωνε μιλήσεις, το γ-ίδιο είναι γιαυτούς. Ο απατός τωνε να βολεφτεί κιας καεί, όη μόνο το δάσος παρά κι ο τόπος ούλος.
Ετούτοινα όμως πάλι άμα τσι γροικάς, προσπάντως άμα έχουνε παρμένο κιανένα καπετανάτο, να βγάνουνε λόγους, είναι οι πλια θρήσκοι, οι καλύτεροι πατριώτες, οι πλια ντρέτοι αθρώποι κι αυτοί απου πονούνε, το πλια για το ν-τόπο. Ακόμης κι όσοι απού μας τονε μοιάζουνε λιγάκι στα σουσούμια ντονε, κάθε αργαδινή στο καφενείο λένε μόνο τα σωστά πράματα κι είναι οι πιο βαροί δικαστάδες, άμα μιλούνε για τα κουσούρια γή τα σφάλματα των αλλωνώ.
Για τούτονα θα σασε πω άλλη μιαν αμαρτία μου. Απουνταν’ άκουγα στο στρατός αξιωματικούς να λένε πως πρέπει να σκοτωθούμενε ανε χρειγιαστεί για τη μ-πατρίδα, όντε γροικώ τσι πολιτικούς να λενε πως πρέπει να κάνομε θυσίες για το καλό του τόπου, (πάντοτες μόνο για το καλό, απου ανέ κάνανε πράκσες ένα χιλιοστό απ΄ όσα λένε, θα ν-ήτονε παωμένος μπροστά ο τόπος), όντε γροικώ τον αναγνώστη στο μοναστήρι, πως πρέπει να κάνομε πάντοτες το καλό και μόνο το καλό, λέω από μέσα μου, για κάθα ένα απου τούτουσας, τα πιστέβγει ετούτανα απου λέει, γή τα λέει για να ακούμε και να τα κάνομε μόνο εμείς.
Πόσοι άτζεμπα τόχουνε μεσα ντωνε να κάνουνε το σωστό και στα έργα ν-τονε και πόσοι νάναι σωστοί μόνο στσι κουβέντες τονε; Αυτοί τα παχιά κι εύκολα λόγια κι εμείς τσι δύσκολες πράκσες; Ο απατός μου θα πω για τσι πολιτικούς, πως πολλοί από τούτους σας, θέλουνε να βγάλουνε ένα γ-καλό λόγο, να γροικήσουνε και παίνια πως τα λένε καλά, αλλά δεν γ-κατέω ανε θα κάμουνε πολύ κόπο και στα έργα ντωνε, για το πρεπό.
Κατέτε ούλοι για το μ-παπά τση ‘στορίας απου ΄λεγε στη λουτρουγειά, πως άμα έχουμε δυο γαμπάδες να δούδουμε τον ένα. Μόνο όντεν εγάηρε στο σπίτι κι είδε πως η παπαδιά είχε δωσμένο το δεύτερο γαμπά ν-του σ’ ένα διακονιάρη, τση ‘πε πως τούτανα τάλεγε για τσ’ άλλους. Σάϊκα τση τόπε για να μην το ξανακάμει μιας και δεν την είχε δασκαλεμένη απού πριχού πως αυτός, μόνο θα λέει είντα πρέπει για γενεί, για όσους είναι στην ανάγκη, άλλα ως εκειά. Ό,τι πρέπει να γενεί θα το κάμουνε άλλοι.
Οι παλαιϊνοί Ρωμιοί είχανε θιάξει ιστορίες για να δασκαλέψουνε για το κάθε πράμα απου θέλανε. Ένας δάσκαλος απούχαμε στο χωριό, μούχενε πωμένη μιαν ιστορία από κείνεσας απούχανε θιάξει και μ΄απόμεινε στο νου, όσο και νάμαι ξεχνονούσης.
Η ιστορία το λοιπός ετούτηνα έλεγε για έναν απου τον ονοματίσανε Ερυσίχθονα και τ΄ όνομά ν-του πάει να πει, εκείνος σας απου πληγώνει τη γης. (Δεν εμπόρουνα να το ξεπαραλύσω, παρά τόγραπσα στο μ-πακέτο τα τσιγάρα, εκάπνιζα ακόμης). Εκείνος σας το λοιπός, έφαε ό,τι εμπόριε απού γυρού γυρού και στο τέλος απου δεν είχε είντα να φάει, έφαε τα κρέατά ν-του κι απόθανε. Πέστε μου εδά, αδε σας θυμίζει μερικούς αθρώπους του καιρού μας, μόνο απου αφτοί τρώνε ακόμης απού γυρού γυρού.
Να πούμενε όμως κι ευτυχώς όμως απου δεν εκαήκανε οι τόποι όπως τα λέγανε οι τελεοράσεις. Ανε τσι πίστεβγε κιανείς, είχε καεί η μισή Ελλάδα και μια γ-κοματέ θάλασσα.
(Άστε και μένα να πω κιαμιά λούρδα, να μην τσι λένε μόνο αυτοί). Άμα δείχνουνε φωθιές και τσι θωρείς στη ν-τελεόραση φοβάσαι πως όπου ναναι, μπαίνει και στο σπιτικό σου η αφουνάρα. Πλια πολλά πιστέβγω το μπάρμπα μου το μ-πσέφτη, παρά τούτουσας απου άμα μυριστούνε να γίνεται κιαμιά καταστροφή γή ξεσπουρδακώνουνε σουχλίστικα μαντάτα, είναι τα καλύτερά ντωνε.
Μ’ ούλα τούτανα απου συβαίνουνε, δε γ-κατέω ανε ν-τόχει μεταγνώσει η Πλάση πως έκαμε τον άθρωπο γενικό κουμανταδόρο και τούδωκε νάχει τη δύναμη απάνω σε ούλα τ’ άλλα ζωντανά, αλλά και τα στεκούμενα τση γης.