Το φάδι του νου εξαναγάειρε στσι βεδέμες, στα κουβαλητά των ελιέδω και στσι φάμπρικες απου έπρεπε να πάνε οι γ-ελιές του κάθα νιους.
Οι γ-αθρώποι δεν είχανε δικά ντωνε τσουβάλια παρά μόνο κάτι λίγα. Για τούτονα κουβαλούσανε, κάθε αργαδινή με το σκόλασμα, τσι ελιές τση μέρας απού το λιόφυτο στο σπίτι, τσι φκαιρέζανε και τσι κάνανε σωρό σε μια γωνιά. Ετούτονα εγινούντονε πολλές ημέρες μέχρι να ετοιμαστεί μια βγαρμασιά.
Το αλιτριβιδειό είχε πολλά σακιά και κάμποσα δικά ν-του μουλάρια. Έβρισκε όμως κι εργάτες με δικά ν-τωνε μουλάρια απου τσ΄ είχε για ούλη τη βεδέμα, γή και για πολλά χρόνια τσι ίδιους. Όντε τούλεγε ο νοικοκύρης να πάρει τσ΄ ελιές, έβανε στο πρόγραμμα να πάνε οι γι-αλιτριβιδιάροι να τσι πάρουνε.
Τσοι πλια φορές για να μη ξαργούνε οι γ-αλιτριβιδιάροι απου εκουβαλούσανε συνέχεια, έμπεμπε δυο εργάτες να σακιάσουνε, είχανε μαζί ντωνε και κάτι φαρδιά φκυάρια για να βγαρτίζουνε. Ύστερα επγαίναγε άλλοι με τα μουλάρια κι εκουβαλούσανε. Οι σπιτονοικοκύροι, άμα δεν ήτονε ατζιγγάνοι, των ετοιμάζαμε ένα μεζεδάκι επειδής η δουλειά απου εκάνανε ήτονε σκοτωμός.
Οι γ-ελιές ήτονε πολλώ μερώ, είχανε σαχλιάσει, ήτονε γινωμένες μια μάζα και το λάδι έβγανε βαθμούς. Απής επγαίνανε στο αλιτριβιδειό επαίρνανε πάλι άλλη σειρά επειδής ετότεσας δεν αλέθανε πολλές ελιές όπως σήμερο, παρά πολά λιγότερες. Άμα βρω καιρό θα σασε πω για τσι φάμπρικες του παλιού καιρού.
Για τούτονα το λάδι, άμα ήτονε μέχρι και πέντε βαθμώ ήτονε καλό. Από ΄κεια και πάνω ήτονε δευτερότερο. Αλλά και το σπίτι, εκειά απου σωριάζανε τσ΄ ελιές, εμύριζε νταγκίλα, αφού όντεν ετέλειωνε η βεδέμα ασπρίζανε πολλές στρώσεις χάμες και στο ν-τοίχο, για να σταματήσει να μυρίζει.
Οντε ν΄ εσακιάζανε οι γ-αλιτριβιδιάροι εγινούντονε σιόλαδοι αλλά και τα σακιά εσουρώνανε λάδια όπως τα γεμίζανε και τα κουβαλούσανε. Είχανε πολλά μουλάρια κι απής εφορτώνανε κι εφεύγανε, έπγαινε ομπρός ο ένας αλιτριβιδιάρης κι έσερνε ένα χτήμα. Εδένανε το σκοινί κάθα νιους απου τα αποδέλοιπα, στα σκαρβέλια του μπροστινού μουλαριού και στο τέλος ακλούθειε ο δεύτερος. Ετούτονα εκάνανε ουλημερνίς, απου ήλιο σε ήλιο.
Σε βαρονυκοκύρους απου είχανε μεγάλη εργαθειά μαζώχτρες, εμπόρειε να δώσει το αλιτριβιδειό τσουβάλια. Τα γεμίζανε στο λιόφυτο και τσι πλια αλλοτέσινους καιρούς, απου δεν υπάρχανε αμαξωτοί δρόμοι τα παίρνανε οι γ-αλιτριβιδιάροι απού ΄κεια.
Όντε ήρθανε στα χωριά μας οι αμαξωτοί δρόμοι, τσοι κουβαλούσανε με τα μουλάρια απού το λιόφυτο ως εκειά απου έπγαινε αμαξωτός, να τσι πάρει το φορτηγό του αλιτριβιδειού. Για πολλά χρόνια όμως οι αμαξωτοί δεν είχανε, όη μόνο άσφαλτο παρά μουδέ τσαχίλια, για τούτονα επηλατσιάζανε και πολλές φορές, εκολλούσανε τ΄ αμάξια.
Όπως επερνούσανε οι καιροί, κάθε νοικοκύρης αναμάζωνε τσουβάλια δικά ν-του και πολλοί έπγαίνανε οι γ-ίδιοι τσ΄ ελιές στο αλιτριβιδειό. Ετσα επλερώνανε λιγότερα βγαρτικά.
Τα περισσότερα τσουβάλια ήτονε μεγάλα, πολλά είχανε τρεις ρίγες στο μάκρος, τα λέγανε κιόλας τρείριγα, απου άμα καλογεμίζανε επερνούσανε τσι εβδομήντα οκάδες στο βάρος.
Όντεν εσακιάζανε τσι ελιές τα μπιθιάζανε για να γεμώσει σωστά. Απής το γεμίζανε το δένανε με δυο τρόπους. Γή το αφήνανε άδειο μια σπιθαμή ποθές απού το γ-κορφή, το σμίγανε και το δένανε με σύρμα (τσι πλια φορές) γερά για να μην ανοίξει να φκαιρέσουνε οι γ-ελιές.
Ετούτονα το λέγανε δετό. Εμπόργειε πάλι να γεμώσουνε τελείως το σακί και να το ράπσουνε από τη μια μπάντα ως την άλλη τση κορφής με σύρμα γή με σπάο και σακοράφα. Ετούτονα το λέγανε ραφτό κι ήτονε λιγάκι πλια βαρύ απού ένα ίδιο δετό.
Όντε αναληκονόμαστονε μας ορμηνέβγανε οι παλιότεροι πώς να πχιάνομε το τσουβάλι, να μη το σηκώνομε ποτές αμοναχοί. Να χαχαλώνομε τα πόδια όντε το εσηκώναμε κι άλλες ορμήνιες, για να μη σκοτώνομε τη μέση. Εμείς, στα ξεκινήματα, το θαρρούσαμε παλικαροσύνη να το σηκώσομε αμοναχοί μας. Θυμούμαι νιους μπάρμπα πούχε περασμένα τα ογδόντα χρόνια, απου εθώριε να κουβαλούμε τα τρείριγα σακιά μας έλεγε: «Παλιά τα κουβάλουνα κι εγώ, παρά εδά δεν μ΄ ακούει να σηκώσω μούδε τσι χρόνους απου κουβαλώ στη ράχη μου. Πλια βαρύ μου φαίνεται το παντέρημο φορτίο απου τσι χρόνους, παρά ούλα τα φορτία απου ΄χω κουβαλήσει». Είντα να πει κιανείς άμα γροικά ετέθοιες κουβέντες, το μόνο απου λέω είναι πως, κιαμιά βολά, το σκολιό τση ζωής είναι το πλια μεγάλο.
Στσι μπάντες το λάδι μας ήτονε το καλύτερο μαξούλι και το περισσευούμενο, απού το γεμεκλίκι τση χρονιάς, οι νοικοκυροί το πγαίνανε σε λαδομαγατζέδες. Τσι αλλοτέσινους καιρούς τα κουβαλούσανε με ασκιά και στο σπίτι ν-του κάθα γεις τόβανε σε πιθάργια. Ελέγανε οι παλιοί μας: Λάδι απού τη γ-κορφή, κρασί απού τη μέση και μέλι απού τον μ-πάτο.
Οψιμότερα ήρθανε τα σιντερένια δοχεία απου ήτονε ίσια στη μια μπάντα (για να φορτώνεται όμορφα στο σαμάρι του μουλαριού) και στρογγυλά το αποδέλοιπο.
Πολλές φορές όσοι αγοράζανε γή πουλούσανε, εκάνανε τα συναλίκια με λάδι. Άμα η πλερωμή εγινούντανε ετσά, εσυφωνούσανε στσι οκάδες και το λάδι έπρεπε νάναι «βάση πεντάρι».
Μιας και λέγαμε για τα κουβαλητά και τα μουλάρια, θα κάμω μιαν αναγυρίδα να σάσε πω μια κασκαρίκα απου ΄καμε σε κοπέλια (εκείνη σας τσ΄ εποχής) απού το χωργιό μας ένας Πάτερος απου είχε αλιτριβιδειό και κάμποσα μουλάρια. Μια φορά εφώνακσε τρεις τέσσερεις απού το χωργιό και των είπε πως θέλει να φορτώσουνε δυο βαρέλια λάδι. Επήγανε κι αντίς να τωνε κάμει κέρασμα τσικουδιάς, των είχε στρωμένη κανονική τάβλα.
Επαρακσενεφτήκανε με το τραπέζωμα για δυο βαρέλια λάδι, των άρεσε όμως κιόλας. Όντε ν΄ αποφάγανε, αντίς να τσι πάει στη φάμπρικα για τα βαρέλια, τσι πήγε στο βουϊδόσπιτο απου είχε ξεντώσει ένα μουλάρι. Είντα να κάμουνε αφού έχανε τραπεζωθεί κιόλας, το φορτώσανε στη γ-καρότσα τ΄ αμαξιού. Ο Πάτερος σκιας εφοβούντανε τσι μαντινάδες και δεν ήθελε να βγει μούρμαξη πως του πσόφησε το μουλάρι. Αλλά και γ-ίδιοι δεν είπανε κουβέντα, επειδής άμα γινούτανε σούσουρο, θα τσοι πχιάνανε κι αυτούς οι μαντιναδολόοι.
Το ΄χουμε ακουσμένο ούλοι πως, όντε επσόφα του σπιτονοικοκύρη πράμα γαιδαρομούλαρο, δεν ήτονε μόνο η γ-εζημιά απου πάθαινε, είχε να ανειμένει και τσι μαντινάδες απου θα του βγάνανε αθρώποι απου είχανε το χάρισμα ετούτονα και στσι μπάντες μας ο καλύτερος μαντιναδολόγος ήτονε ο Καντιδονικολής. Ετόσεσας απου έχουνε βγει, δε γ-κατέω πόσες μπορεί να βρει κιανείς νάχουνε σωθεί σε πράμα γιαφτάδες. Μαγάρι να υπάρχουνε ανθρώποι απου να ΄χουνε φυλαμένες τέθοιες μαντινάδες.
Με το νου μου φέρνω δυο απου μου ΄χουνε ξεμείνει. Σκεδόν πάντα εβάνανε πως έλεγε ο σπιτονοικοκύρης: χαλάλι σου μουλάρι μου/ χαλάλι σ΄ άλογό μου/ αν ήπχιες και αν έφαες/απού τ΄ αρχοντικό μου. Για ένα χωργιανό μας απούκανε και το τζαμπάζη και λέγανε πως του πσοφήσανε πολλά χτήματα του βγάλανε: Τριάντα τρία τάκαμε σαν του Χριστού τα χρόνια, να τον αξιώσει ο Θιός να κάμει άλλα τόσα.