Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Για τα “Οικογενειακά”

Ούλοι το κατέμε, πως ένα απου κείνανα απου έχουνε σημαδέψει το ν-τόπο μας, είναι οι κακοσυνιές και τα φονικά απου εγίνουντωνε σε αθρώπους απου διαφορετικές οικογένειες.

Έχουνε γραφτεί τόσανα κι έχουνε ξοδεφτεί πολλές οκάδες μελάνια, παρά εκείνονα απου με ξεξάγλισε και μέ ΄καμε να πχιάσω το γ-κοντυλοφόρο είναι πως ετούτανα τα φονικά απου εμείς τα λέγαμε ‘Οικογενειακά’ γροικώ και τα λένε, ακόμης και στσι μπάντες μας, «Βεντέτα».
Μετά τη γερμανική κατοχή «ΒΕΝΤΕΤΑ» ήτονε ένα σουχλίστικο βδομαδιάτικο κιτάπι απού ΄γραφε και κάτι ιστορίες με κοπελούργια απου κάθα γεις και κάθε μια είχε το μπέλο τζη/ν-του, όμως οι γονιοί ν-τωνε γή και κακογειτόνοι, τσι μποδίζανε. Στα φύλλα απου είχανε τσι ιστορίες ετούτεσας εβάνανε φωτογραφίες και μέσα σε κάθε φωτογραφία είχανε γραμμένα εκείνανα απού τάχατες λέγανε ετούτοινα οι γ- αγαπησιάρηδες.
Εγώ εγροίκουνα απου το κύρη μου, «Οι τάδε (έλεγε μιαν οικογένεια) με τσι τάδε (έλεγε μιαν άλλη οικογένεια) έχουνε ‘Οικογενειακά’ το ίδιο λέγανε και όσοι μιλιούσανε για τούτονα το πράμα. «Βεντέτα» δεν το γροίκουνα ποτές μου μουδέ τό ΄λεγε κιανείς στσι μπάντες μας. Στα κοπελάτα μας, οι μεγάλοι εκείνουνα του καιρού, ελέγανε στσι αποσπερίδες ιστορίες για οικογενειακά απου δε τσι φτάνανε οι νύχτες και νύχτες.
Έχω ακουσμένα πως η κουβέντα “βεντέτα” είναι ιταλιάνικη και πάει να πει ό,τι λέμε μείς “Οικογενειακά”. Για μας όμως η κουβέντα“Οικογενειακά” είναι βγαρμένη απου τσι αιώνες, γέννημα τσ’ εδικής μας ζωής και ζυμωμένη με το τρόπο απου εζιούσανανε εκείνοινα απου μασε γεννήσανε. Στη μ-παλιά Ελλάδα, απου δεν εγίνουντωνε ετέθοια φονικά, (παρά μόνο στη Μάνη), ας το λένε “βεντέτα” κατά πως ορέγουνται γή άμα θέλουνε και ¨ρομάντζο¨ απου ήτονε ένα άλλο σουχλίστικο κιτάπι.
Στσι μπάντες καλιά είναι να τα λέμε ‘Οικογενειακά’ και να γαείρομε τη ¨βεντέτα¨ στσι ιταλούς, να μη πούνε πως τωνε χρωστούμε κιόλας. Φοβούμαι όμως πως εδά μπλιο του κερατά το συχέριο, η τελεόραση, θα μασε κάμει, όη μόνο να μιλούμε όπως θέλει αυτή, παρά να σκεφτώμαστωνε αλλά και να λέει ο στόμας μας ό,τι μασε βάνει στο νου κάθε απου την ανοίξομε. Σα γ-και τσ΄ αρρωστάρους απου τσι ταΐζουνε μασημένο το φαητό.
Σκιάς και ντράκαρα, θα πω μερικά πράματα ακόμης, όπως τα θαρρώ κι ανε σφάλω μη με βαροδικάσετε. Ετόσανα κατέω, ετόσανα λέω, κουκιά τρώω, κουκιά μαρτυρώ.
Μού ΄λεγε μια βολά ένα γραμματιζούμενος απου κείνους σας απου δεν εμπόργειες να του πεις κρίμας, τα πατελόνια απου έλιωσε στα θρανία, πως ούλα τα εθίματα, απου σιάκσανε οι παλιοί μας είχανε το αίτιό ν-τωνε. Τσι παλιούς καιρούς απου δεν ήτονε χωροφυλάκοι, άμα σου κάνανε πράμα κακό, η οικογένειά σου ήτονε στη μια σου μπάντα. Αλλά κι ανε σε σκοτώνανε, εκείνοινα απου το κάνανε εκατέχανε πως απου την οικογένειά σου ¨θα πάρουνε το αίμα οπίσω¨, θα σκοτώσουνε το φονιά γή κιανένα άλλο άντρα απου την οικογένειά ν-του. Για τούτονα τα βγάλανε ¨Οικογενειακά¨
Όποιος δηλαδής εσκέφτωντωνε να σου κάμει κακό γή και να σε σκοτώσει, εκάτεχε πως δεν είσαι αμοναχός, θα ερχούντανε άλλοι αθρώποι να κάμουνε γδικιωμό. Κι εσύ όμως έπρεπε να βάλεις το μπέτη σου για αθρώπους τση οικογένειάς σου, ακόμης εμπόργειε να σκοτώσεις για όνομις δικού σου αθρώπου. Ήτονε δηλαδής ένας νόμος απου δεν ήτονε ποθές γραμμένος, αλλά τον εκατέχανε ούλοι. Πολλοί ελέγανε πως, δεν ήτονε καλό για την οικογένεια απου άφηνε να ντροπιάσουνε γή να σκοτώσουνε αθρώπους τση και να μην κάμει πράμα. Μέσα σε ούλες τσι οικογένειες όμως ήτονε και αθρώποι απου δεν εθέλανε τα φονικά.
Κιαμιά φορά ήτονε δύσκολο να ψάκσεις πώς εξεστέλιωσε το πράμα κι εφτάνανε στο στο φονικό. Για ένα αστραλίκι απου ξεσύρανε, για μια κλεψιά, για ένα καυγά, για μια γυναίκα. Αρέ και που, σε μια κακοσυνιά να φταίει μόνο η μια μπάντα, απού τσι δυο πέτρες βγαίνει τ΄ αλεύρι, ελέγανε οι παλιοί μας. Όντεν αρχίνιζε όμως το κακό γή προσπάντως όντεν είχε χυθεί αίμα, δύσκολα εσταμάτα.
Είναι τόσανα πολλά απου μπορεί να πει κιανείς για τούτονα, απου θέλει να γραφτεί βιβλίο. Θα πω σμιχτά, μερικά ακόμης.
-Η δικολογιά του σκοτωμένου εμαυροφορούντονε τελείως οι γυναίκες, αφήνανε γένια και βάνανε μαύρο ποκάμισο οι γ-άντρες. Το κάνανε όμως και σε αποθαμούς απου αρρώσια.
– Ο φονιάς εκάτεχε πως είχε βάλει τη ζωή ν-του «στου τουφεκιού τη μοίρα» και τσι πλια φορές εξαφανίζουντονε. Ετότεσας απου την άλλη οικογένεια γυρέβγανε να σκοτώσουνε άντρα απου την οικογένειά ντου, όη κακουρίτη, παρά ξαθέρι. Όντε ν΄ ήτονε κιανείς γραμματιζούμενος, γή πλια ψυχωμένος άντρας, εκείνονα εδιαλέγανε να σκοτώσουνε. Ένα πράμα σα να θέλανε να τσί κάμουνε πονέσουνε περσότερο.
– Δεν ήτονε συνήθειο να πειράζουνε γυναίκες επειδής δεν εμετρούσανε στα τουφέκια τση οικογένειας. Όσους άντρες είχε οικογένεια τόσα τουφέκια εμέτρα, επειδής κάθε άντρας είχε το τουφέκι ν-του. Ελέγανε για μια μεγάλη οικογένεια απου τον Αποκόρωνα πως είχε εκατό τουφέκια.
– Όντε ν’ ήτονε και οι δυο οικογένειες απου το ίδιο χωριό, απής αρχίνιζε το κακό, η μιτσότερη στο ψυχομέτρι έφευγε σε αλαργινό χωργιό γή τόπο. Δεν ήτονε δηλαδής μόνο οι ζωές απου εχάνουντωνε, αλλά αθρώποι απου είχανε στεμένο με ίδρωτα το νοικοκυργιό ν-τωνε, επαίρνανε ό,τι εμπορούσανε να κουβαλήσουνε κι εξεριζώνουντωνε. Κατέμε ούλοι πως στη Μεσσαρά είναι πολλοί αθρώποι απού τα Χανιά, προσπάντως απου τα Σφακιά. Και στην Αθήνα ήτονε ξορισμένοι πολλοί απου δεν εμπορούσανε να γαείρουνε οπίσω.
– Πολλοί γονιοί αποβγάνανε ασερνικά κοπέλια στη παλιά Ελλάδα για να μην γ-κάμουνε φονικό γή να μη σκοτωθούνε. Ο παλιός Πρόεδρος ο Σαρτζέτης για τούτονα εβρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, εγνώρισα κι ένα Σελινιώτη απου για τα ίδια εβρέθηκε κι αναληκώθηκε στη Χαλκίδα.
Όπως τά ΄χω ακουσμένα, άλλες φορές οι άντρες τση οικογένειας εκουβεδιάζανε ποιο θα σκοτώσουνε και ποιος θα το κάμει κι άλλες τό ΄παιρνε απάνω ένας, (προσπάντως κοπέλι σκοτωμένου), δεν εγροίκα κιανενούς κι έκανε φονικό. Σκεφτείτε εδά την ώρα απου οι γ-άντρες μιας οικογένειας καθούντανε και κουβεδιάζανε ποιο να σκοτώσουνε απού την άλλη οικογένεια. Εξεγράφανε απου τη ζωή ένα άθρωπο απου μπορεί να μην είχε φταίξιμο γή να μην ήθελε να γενεί ο καβγάς γή το φονικό απου ήτονε γινωμένο. Είναι ένα άσκημο πράμα απου όμως εγίνηκε πολλές φορές.
Κιαμιά φορά εγίνουντωνε φονικά μέσα στην ίδια οικογένεια, ξαδέρφοι γή ακόμης και αδερφοί. Όπως εγροίκουνα απου τσι παλιότερους, όντε ελέγανε για τέθοια φονικά το λέγανε ήτονε άσκημο σα και νά ΄τονε μια γ-κατάρα στην οικογένεια απου αλληλοσκοτώνουντονε.
Μέσα σε τούτονα το κακό ήτονε αθρώποι απου εμπαίνανε στη μέση απου τσι δύο οικογένειες να προλάβουνε το κακό, γή και άμα είχε γενεί φονικό, να μη συνεχίσει. Ήτονε αθρώποι απου εμέτρα ο λόγος τωνε και το πρώτο απου λέγανε ήτονε να μη χυθεί αίμα γή, ακόμης κι αν είχε χυθεί, να μη συνεχίσει το κακό, επειδής «το αίμα θα φέρει κι άλλο αίμα». Ετούτουσας τσι αθρώπους, «σιάχτες» τσι λέγανε, πρέπει να αναθυβάλλουμε για καλό επειδής εγλυτώσανε πολλές ζωές και πολλούς ξεσπιτωμούς.
Έχουν γίνει αμέτρητα φονικά υπήρχαν όμως και πολλοί απου εσκοτώνανε μόνο στσι κουβέντες, “σκοτώνηδες” τσι λέγανε. Εγροίκας συχνά να φοβερίζουνε πως θα σκοτώσουνε, αλλά (ευτυχώς) εκάνανε τα φονικά με το στόμα.
Τα οικογενειακά τσι πλια φορές τά ΄κλεινε ο χρόνος απου τα καματέβει ούλα, πολλές φορές όμως εκλείνανε με συντεκνιά γή και γάμο αναμετάξυ αθρώπω τω δυο οικογενειώ. Ήτονε φορές απου εγίνουντωνε και γραφτά. Έχουνε βρεθεί κιτάπια απου το καιρό απου ήτονε οι Βενετοί στη Κρήτη, απου συφωνήσανε και γραφτά οι δυο οικογένειες να αφήκουνε την έχθρητα.
Θα αναθιβάλλω δυο τρία απου τα ατέλειωτα περιστατικά, όπως στην Αράδαινα απου εσκοτωθήκανε εφτά αθρωποι και το αίτιο ήτονε ένα σκλαβέρι απου ήβρε ένα κοπέλι και δεν τό ΄δουδε. Απής εμπήκανε στη μέση οι μεγάλοι, αρχίνηξε ο αλληλοσκοτωμός. Το ονοματίζω επειδής ετούτηνα η κακομοιργιά έχει γραφτεί και στσ΄ αφημερίδες.
Σε ένα φονικό στη Σαρακίνα, η δικολογιά του σκοτωμένου δεν έκανε γδικιωμό κι ένας μερωτικός σύντεκνός του, εσκότωσε άντρα απου την άλλη οικογένεια.
Θα σα σε πω και ένα παράξενο ιστορικό αθρώπου απου είχε κάμει φονικό επειδής του σκοτώσανε τον κύρη. Επήγε φλακή και πέντε χρόνους (ανε θυμούμαι καλά), πριχού βγει κανονικά, τονε πορίξανε με ένα πράμα απου το λέμε σήμερο αναστολή. Όντε ν εκόντεγβε να τελειώσει ετούτηνα η γ-αναστολή κι αποσπερίζανε ένα βράδυ στο καφενείο, μπαίνει ο νωματάρχης απού το σταθμό χωροφυλακής του χωργιού και του λέει «δώσε μου το μαχαίρι σου». Εκάτεχε πως είχε πάντοτες μέσα στο στιβάνι ν-του ένα μαχαίρι χώρις να πειράζει κιανένα και χωρίς να είναι άθρωπος του καβγά, το βάστα επειδής ήτονε πάντοτες γνοιάδος, απής το φονικό. Του λέει παρέτα με δεν βαστώ μαχαίρι, μα ο νωματάρχης δεν εσταμάτα. Μια στιμής του λέει πάμε στο μαγατζέ του μαγαζιού. Εκειά δε γ-κατέω είντα ειπώθηκε αναμετάξυ ν-τωνε, αλλά πρέπει να του ΄πε γιάντα θέλει να του κάμει εζημιά, αφου δε μ-πειράζει κιανένα. Όντε είδε πως ο νωματάρχης δεν έκανε οπίσω κι ήθελε να τονε καταστρέψει, εθολάθηκε ο νους του. Του παίζει μια στη γ-κεφαλή με την γ-κατσούνα απου τονε πήρανε τα αίματα κι έσπασε όξω. Βγαίνει κι ο νωματάρχης με τη σπασμένη κεφαλή και λέει σε ούλους «είστε μάρτυρες». Έκαμε μήνυση και όντε ν-ήρθε η γ-ώρα του δικαστήριου οι χωριανοί είπανε αναμετάξυ ν-τωνε να πάρουνε ψέφτικο όρκο να γλυτώσουνε τον άθρωπο. Μέσα στο καφενείο όμως ήτονε κι ο παπάς του χωριού απου δεν ήθελε να το πάρει απάνω ν-του να κάμει ψέφτικο όρκο. Επήγε στου Δεσπότη και είπε πως είχανε τα πράματα. Ο Δεσπότης τον άφηκε να πάρει ψέφτικο όρκο και να γλυτώσει τον άθρωπο απου το κακό απου ήθελε, αμέτι μουχαμέτι, να του κάμει ο νωματάρχης.
Στο ριζίτικο δεν γ-κατέω νάχει περάσει κιανένα φονικό απου οικογενειακά. Δεν ήτονε πρεπό να τραγουδούνε για τον τάδε απού την τάδε οικογένεια απου σκότωσε τον δείνα μιας αλληνής. Κάθε οικογένεια επόνειε τσι σκοτωμένους τση και δε θα εμπόργειε να ακουστούνε τέθοια τραγούδια σε χαρακοπιές. Υπάρχουνε τραγούδια για αντρειωμένους απου σκοτώσανε μπουρμάδες, σαν του Θοδωρομανώλη απου σκότωσε το Βέργερη. Το ριζίτικο όμως ορμηνέβγει πως το πρεπό για τον άντρα, νάναι κοντά και δεμένος με τη δικολογιά ν-του και λέει «Ανάθεμα πούχει δικούς και πορπατεί με ξένους». Ονοματίζει «το Γιώργη το Πλανά» και τον αναθεματίζει απου δε συμπορπατεί με «τσ΄ εδικούς του» παρά με «ξένους». Ετούτονα έκανε αλλά όντε ν΄ ήρθε η δύσκολη ώρα για τον ίδιο, η οικογένειά ν-του, δεν ήτονε σιμά ν-του.
Ό,τι και να πούμε τα “Οικογενειακά” έχουνε σημαδέψει το ν-τόπο μας. Ακόμης κι ανε πει κιανείς πως όντε ν-εξεκινήσανε είχανε ένα λόγο, εδά μπλιο δεν υπάρχει, αλλά και θαρρώ πως έχουνε πάψει. Ακόμης κι ανε ακουστεί αρέ και που κιανένα τέθοιο φονικό, είναι επειδής τα χούγια απου είναι φωλεμένα στη ψυχή χιλιάδες χρόνους, δεν ξεριζώνουντε απου τη μια γενιά στην άλλη. Μπορούμε να πούμε πως είναι σταματημένα και ετσά ΄ναι το σωστό.

*ο ΚάτωΚεφαλιανός


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα