Ψαλμοί να γίνουν η ιστορία της θυσίας εις το Αρκάδι,
αεί να διδάσκεται στων πολέμων τα πάθη.
Το μοναστήρι, το Αρκάδι, κυκλώθηκε στενά
από τα τούρκικα στρατεύματα και τ’ άτακτα τα φονικά.
Στα χίλια οκτακόσια στα εξήντα έξι, του Νοεμβρίου τις οκτώ
μέσα, εξακόσια γυναικόπαιδα και τρέμει ο λογισμός…
Τρακόσιοι Κρητικοί υπερασπιστές
και των Κρητών της Λευτεριάς οι εθελοντές.
Προμηνύματα ολέθρου, καίει η αδικιά,
τον εχθρό δεν συγκινούσαν, ούτε οι κραυγές από τα παιδιά.
Μουγκρίσματα των κανονιών, ξεψυχίσματα ανθρώπων
αγνώριστος, μαύρος έγινε ο όμορφος, ο καρπερός ο τόπος.
Μύριες κραυγές, ο τρόμος πυρωμένος, θανάτους ομολόγα
η τελευταία νύκτα σίμωσε,
ο Άδης ανοιχτό είχε το στόμα.
Φωτιά στην πυριταποθήκη, το θάνατο τον κομματιαστό
έτσι δέχτηκαν οι μάνες, όχι ζωντανά τα παιδιά στον εχθρό
και ήταν ο πόνος ο φαρμακερός.
Φρίκη, θρήνοι δυνατοί, τα παιδιά μέσα σ’ αυτά
τα μυστήρια τ’ άρχαντα, τα παιδιά τα αθώα, σε λίγο θα ‘ναι άφαντα.
Ο θάνατος τα περίμενε στην αποθήκη, το πιο φρικτό το πιο μεγάλο,
χαμήλωναν τα βήματα των παιδιών οι μάνες να κέρδιζαν ένα ζάλο…
Ο Άδης αναταράζεται, πόσες ψυχές χωρούνε;
τ’ αστέρια εχαθήκανε και τα πουλιά μυσέψανε, σε κόλαση δεν πετούνε
στα γλυκοξημερώματα δεν θα ξαναφανούνε…
Όσες μανάδες έχετε παιδιά στην αγκαλιά σας
φιλήστε τα για τα παιδιά του Αρκαδιού, σαν να ήτανε δικά σας.
Εσείς κομματιασμένα του Αρκαδιού, ανοίξατε το δρόμο
στ’ αγέννητα να ‘ρθούνε σε ελεύθερης πατρίδα τον αέρα, με το δικό σας αίμα.