Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Για τη χαμένη μου πατρίδα σου μιλώ…

Σαράντα χρόνους έκαμα στης ξενιτιάς τους τόπους
αλάργο απ’ την πατρίδα μου μακριά σε ξένη γη,
εκεί που η απελπισιά πολλές φορές τσ’ ανθρώπους
για μια καλύτερη ζωή συχνά τους οδηγεί.

Ήταν της μοίρας μου γραφτό κι έπεσα στο κρεβάτι
και τη ζωή μου κρέμασα πάνω σε μια κλωστή,
όταν τους χρειαζόμουνα όλοι ’τανε φευγάτοι
και συγγενείς και χωριανοί και φίλοι και γνωστοί.

Άνθρωπος δεν εβρέθηκε κουράγιο να μου δώσει,
ποτήρι δεν εβρέθηκε μ’ ένα κρυγιό νερό
μα την αρρώστια επάλεψα και πριν να με σκοτώσει
νίκησα κι έγινα καλά σαν τον παλιό καιρό.

Στον τόπο που γεννήθηκα ήθελα να γυρίσω,
μικιό κοπέλι έφυγα κι εδά μ’ άσπρα μαλλιά
έκαμα τάμα στο Θεό να με γιαγείρει πίσω
να ζήσω κείνες τις στιγμές που έζησα παλιά.

Κι όταν το πλοίο μ’ έφερε αγνάντια απ’ το νησί μου
κι από αλάργο αντίκρισα τα Κρητικά βουνά,
ήτανε τόση η χαρά και η συγκίνησή μου
κι έλεγα δεκοχτώ χρονώ πως έγινα ξανά.

Αγνώριστος μου φάνηκε ο τόπος που΄χα ζήσει,
όταν με φέραν στο χωριό τα ζάλα  βιαστικά
άνθρωπος δεν εβρέθηκε να με καλωσορίσει
κι εύρηκα πόρτες σφαλιστές και σπίθια ερημικά.

Χορταριασμένο εύρηκα το σπίτι των γονιών μου
και τα σοκάκια του χωριού έρημα κι αδειανά
δεν ακουγόταν πουθενά γέλια συγχωριανών μου
και παιδικά χαμόγελα δεν είδα πουθενά.

Έφυγα με παράπονο και στάθηκα στη βρύση,
εκεί που γλέντια κάναμε σαν ήμουνα παιδί,
όμως και κείνη το νερό το είχε σταματήσει
κι ούτε πουλιά αντίκρισα στης λεύκας το κλαδί.

Πέρασα κι από το σκολειό που πήγαινα κοπέλι
μα γκρεμισμένο ήτανε ερείπιο κι αυτό
καμιά φορά ο άνθρωπος κλαίει χωρίς να θέλει
κι ένιωσα ένα δάκρυ μου στο μάγουλο καυτό.

Ο τόπος μου αφιλόξενος κι απρόσιτος για μένα
άνθρωπος δεν μ’ απάντηξε  να πιω μια τσικουδιά
φίλους, γνωστούς και συγγενείς δεν έσμιξα κανένα
νέους δεν είδα πουθενά ούτε μικρά παιδιά.

Τρεις ξένους εσυνάντησα μπροστά στα καφενεία
μπροστά σε υπολογιστές καθότανε σκυφτοί
τον τόπο απου γέννησε τον Ξένιο το Δία
με θλίψη το κατάλαβα τον όριζαν αυτοί.

Πέρασα από δίπλα τους κι είπα μια καλημέρα
κανείς τους δεν εσήκωσε κεφάλι να με  δει,
παντέρμη Κρήτη άδειασες και θα ’ρθει κείνη η μέρα
που θα ’ναι οι αξίες σου σαν το ξερό κλαδί…


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα