Κύριε διευθυντά,
την Τρίτη 28 Απριλίου ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε τη σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων τα οποία ίσχυαν για τη διαχείρηση της πανδημίας του νέου κορωνοϊού. Ακούσαμε με μεγάλη έκπληξη την υποχρεωτική χρήση της μάσκας σε ΜΜΜ, μαγαζιά, κομμωτήρια κ.λπ. Το τσουχτερό πρόστιμο για τη μη τήρηση του μέτρου διαμορφώθηκε στα 150 ευρώ. Για να σκεφτούμε λίγο όμως: πριν ένα μήνα περίπου δεν ήταν που εν μέσω αύξησης της καμπύλης πανδημίας, ο εθνικός λοιμωξιολόγος κ. Τσιόδρας έλεγε ότι η χρήση της μάσκας δεν προστατεύει παρά μόνο τους υγειονομικούς οι οποίοι έρχονται σε επαφή με ύποπτα κρούσματα; Είναι τουλάχιστον υποκριτικό να επιμένουν τώρα στη χρήση μάσκας και μάλιστα υποχρεωτικά, τη στιγμή που αυτό το πραγματικά ευτελές είδος ως προς το κόστος παραγωγής του, γίνεται αντικείμενο αισχροκέρδειας. Ποια λαϊκή οικογένεια μπορεί να ανταπεξέλθει στο αβάσταχτο κόστος των 2 ή 3 ή περισσότερων ευρώ ανά άτομο, για μια χειρουργική μάσκα μιάς χρήσης, η οποία μάλιστα πρέπει να αλλάζεται κάθε τρεις ώρες; Δίνεται επίσης η δυνατότητα να φτιάχνει ο καθένας στο σπίτι αυτοσχέδια μάσκα από πανί, φίλτρο του καφέ, χαρτί κουζίνας, μαντήλια κ.λπ. Το λογικό είναι να παρέχονται απλές μάσκες δωρεάν σε όλους, και σε αφθονία. Το κράτος είναι υποχρεωμένο να παρέχει όλα τα απαραίτητα ατομικά μέσα προστασίας, όχι μόνο στους υγειονομικούς αλλά σε όλο τον πληθυσμό. Αντί αυτού, στα κέντρα υγείας μοιράζουν από μία μάσκα στον κάθε εργαζόμενο ανά βάρδια, ενώ οι απλόχερες χορηγίες που διαφημίζονταν, δεν έφτασαν ποτέ. Το μέτρο λοιπόν επιστρέφεται στην κυβέρνηση ως απαράδεκτο. Ή θα δοθούν σε όλους χωρίς καμία εξαίρεση δωρεάν μάσκες ή θα αποσυρθεί η υποχρεωτικότητα. Η κατάπτυστη γνωστή μέθοδος γεμίσματος των κρατικών ταμείων, μέσω των προστίμων σε απλούς ανθρώπους που πρέπει να μπουν στα μέσα μαζικής μεταφοράς για να πάνε στη δουλειά τους, αν αυτή υπάρχει ακόμα, πρέπει να καταργηθεί. Δεν μπορεί να είναι ατομική ευθύνη η λύση των βασικών προβλημάτων επιβίωσης των λαϊκών νοικοκυριών, των εργαζόμενων, όταν η κρατική, η κυβερνητική ευθύνη είναι τόσο “λίγη”, για ευνόητους φυσικά λόγους, όταν περιορίζεται, ακόμα και στην καλύτερη περίπτωση, στη διαχείριση, και ποτέ δεν είναι γνώμονας της κάθε πολιτικής απόφασης το συμφέρον των λαϊκών οικογενειών αλλά το κέρδος και η οικονομία της αγοράς.
Βιβή Γιαννακού,
μικροβιολόγος,
μέλος του Συλλόγου Γυναικών Χανίων
Πολλά και ανούσια λόγια για ένα δευτερεύον ζήτημα. Έκανε η κυβέρνηση όσα δεν έκανε καμία άλλη, έδωσε χρήματα παραπάνω από τις δυνατότητες της χώρας και εμείς βρίσκουμε τις μάσκες για να τα γκρεμίσουμε και αυτά. Οι μάσκες λοιπόν δεν κοστίζουν απολύτως τίποτα αν δεν θέλουμε να κοστίζουν, γιατί μας εξήγησαν πως μπορούμε να πάρουμε όποιο ύφασμα ή και χαρτί κουζίνας αν θέλουμε και δύο λαστιχάκια και να κάνουμε μόνοι μας μάσκες, αλλά και πολλαπλών χρήσεων να αγοράσουμε το έξοδο είναι μικρό. Αν θέλετε να δείτε γιατί στην αρχή υπήρξε επιφύλαξη σχετικά με την χρήση μασκών, κάνετε μια βόλτα και θα δείτε μάσκες σε λαιμούς κρεμασμένες, σε λαιμούς που πιάνουμε κάθε τόσο με τα χέρια μας. Θα δείτε μάσκες να τις πιάνουν στην χούφτα και να τις βάζουν, το ίδιο και να τις βγάζουν. Το όφελος με τους κινδύνους είναι λοιπόν σε οριακό σημείο και ανάλογα με τις γενικές συνθήκες μπορεί να αλλάζει και να αλλάζουν ανάλογα και οι συστάσεις. Πάντως δύο φορές μου έβηξαν σε μπακάλικα οι άνθρωποι στο ταμείο κατάμουτρα, εκεί η μάσκα είναι επιβεβλημένη για να προστατεύει τον πελάτη , και για να συμμορφώνεται ο άνθρωπος στο απαραίτητο για να μην βάλει άλλους σε κίνδυνο βαριά πρόστιμα είναι ο μόνος τρόπος επιβολής.
Η σημασία την οποία δίνουν στη μάσκα φαίνεται από το ότι τώρα, με την «απελευθἐρωση» είναι ένα από τα τρία μέτρα που συνιστούν επίμονα σε όλους. Η κριτική όμως που τους ασκείται είναι και δικαιολογημένη και δίκαιη, αφού φάνηκαν από την αρχή μέχρι και τώρα ανακόλουθοι, με αποτέλεσμα να υπάρχει σύγχυση. Γιατί, π. χ., τώρα επιβάλλουν τη μάσκα στους εργαζόμενους στα σούπερ μάρκετ, ενώ προηγουμένως δεν έλεγαν τίποτε; Το ερώτημα οφείλεται στο ότι δεν έχει αλλάξει τίποτε ως προς τον (μέγιστο) αριθμό των πελατών που δυνητικά επιτρέπεται να βρίσκονται μέσα στο κατάστημα. Ή μήπως άλλαξε κάτι σχετικά με το ποιοι επιτρέπεται να μπαίνουν για ψώνια. Τώρα έχουν ανάγκη προστασίας οι εργαζόμενοι ενώ πριν δεν είχαν; Ανάλογα ερωτήματα (ενοχλητικά ασφαλώς γι’ αυτό και ανεπιθύμητα) υπάρχουν και για άλλα σημεία αποφάσεων που πάρθηκαν και παίρνονται. Όσο και αν καταλαβαίνουμε πως δεν θα ήταν «χρήσιμο» να λέγονται όλα, ας μη διαφεύγει το ότι η ειλικρίνεια είναι όπλο που δεν πρέπει να παραμερίζεται, και μάλιστα χάριν εντυπώσεων.
Κύριε Λουπάση, η μάσκα δεν προφυλάσσει αυτόν που την φοράει αλλά τους άλλους που έρχονται κοντά του, το ίδιο ισχύει βέβαια και για τους υπάλληλους που εργάζονται στα διάφορα καταστήματα, η μάσκα δεν τους προστατεύει αλλά προστατεύει τους πελάτες από αυτούς. Η σύγχυση γύρω από την μάσκα υπήρξε και σε άλλες χώρες εκτός της Ελλάδας, άρα κανείς δεν πάει να μας κρύψει εδώ κάτι. Η σύγχυση γύρω από την μάσκα οφείλεται στο γεγονός πως η μάσκα προστατεύει, πάντα τον άλλο και όχι αυτόν που την φοράει, όταν γίνεται σχολαστικά σωστή χρήση και θέτει σε κίνδυνο, αυτόν που την φοράει, αν δεν γίνεται σχολαστικά σωστή χρήση. Όσο τηρούνταν αποστάσεις και μέναμε σπίτι θεωρούνταν πιο χρήσιμο να αποφεύγουμε τους κινδύνους της μάσκας. Τώρα που μάλλον θα συνωστιζόμαστε πάλι, θεωρείται πιο χρήσιμη η προστασία από την μάσκα και αποδεχόμαστε τους κινδύνους της γιατί θεωρείται πως θα προστατευτούν υπό τις καινούριες συνθήκες πιο πολλοί από ό, τι θα κινδυνέψουν από την μάσκα. Λογικά πράγματα, κύριε Λουπάση, αλλά άντε να τα εξηγήσεις στον απλό πολίτη που βάζει την μάσκα και όταν κάθεται μόνος στο αυτοκίνητο ή μόνος του στο μηχανάκι ή όταν κάνει μόνος βόλτα στην εξοχή Η άγνοια και αφέλεια πολλών ανθρώπων είναι το πρόσφορο έδαφος από το οποίο ξεφυτρώνει η αιώνια καχυποψία απέναντι σε όλους και σε όλα. Αλλά τουλάχιστον η μεγάλη επιτυχία που είχαν η χειρισμοί της κυβέρνησης και της υπεύθυνης για το θέμα ομάδας, θα έπρεπε να μας κάνει έστω για μια φορά να μην είμαστε καχύποπτοι και να εμπιστευόμαστε ανθρώπους που καλοπροαίρετα και με γνώσεις προσπαθούν με επιτυχία για το καλό μας.
Κύριε Κιαγιά, νομίζω πως καταλαβαίνω καλά αυτά που μας λένε όσοι από την αρχή ανέλαβαν την ευθύνη της ενημέρωσής μας. Το παράδειγμα που ανέφερα με τα σούπερ μάρκετ είναι ενδεικτικό – και εξήγησα γιατί το σκέφτομαι. Χθες, πάντως, μπήκα για ψώνια. Πολύ λίγοι από τους υπαλλήλους είχαν μάσκα. Ρώτησα το γιατί. Μου απάντησαν ότι δεν είναι υποχρεωτική για όλους. Αν έτσι είναι, ρωτάω καλόπιστα: οι πελάτες δεν κινδυνεύουν από όσους υπαλλήλους δεν φοράνε μάσκα; (επειδή υποστηρίζετε ότι σκοπός είναι η προστασία των πελατών. Με αυτό πάντως το σκεπτικό οι υπάλληλοι καταστημάτων που λειτουργούσαν με τον ίδιο τρόπο και πριν από τη χαλάρωση των μέτρων χαρακτηρίζονται ξαφνικά επικίνδυνα όντα). Ποιος φταίει, λοιπόν, για τη σύγχυση; Η «άγνοια και η αφέλεια»; Όσο για τα αποτελέσματα που μέχρι τώρα υπάρχουν, καλό είναι να διαβάσουμε και το εξαίρετο άρθρο του κ. Κοκκινάκου, που δημοσιεύεται στο σημερινό φύλλο των Χ. Ν. Διότι, αν μας λένε ότι το τεστ για τον ιό δεν είναι επί του παρόντος απαραίτητο, το τεστ αυτογνωσίας είναι κίνηση πολλές φορές σωτήρια.
Ούτε και τώρα είναι υποχρεωμένοι οι υπάλληλοι να φορούν μάσκα αλλά μόνο αυτοί που δουλεύουν με νωπά πρωϊόντα όπως κρέας και τυρί. Αλλά και να μην ήταν έτσι, μια αλλαγή στάσης σε κάποιο ζήτημα θα σήμαινε αυτομάτως ύποπτους σκοπούς; Τυχαία άκουσα εχθές τον κ. Κοκκινάκο να χλευάζει τα μέτρα προστασίας, ίσως είσαστε εσείς ο κύριος που ήταν μαζί του, είπε λοιπόν στον φίλο Α., που ήταν στο αυτοκίνητο: Προσοχή, μην πας στην Νέα Χώρα, είναι επικίνδυνο! Ως απάντηση σε αυτόν το χλευασμό προσθέτω ένα μικρό κείμενο που έγραψα στο Facebook: Kάποτε σε μια γειτονιά που έμενα, μετά από μια δυνατή νεροποντή, βούλιαξε ένα μεγάλο κομμάτι του δρόμου έξω από το σπίτι μου. Αμέσως οι αρμόδιες υπηρεσίες έκλεισαν αυτόν τον δρόμο για την κυκλοφορία. Μετά από δέκα μέρες συνάντησα έναν γείτονα ο οποίος διαμαρτυρήθηκε: Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί έκλεισαν τον δρόμο μας, αφού δέκα μέρες τώρα δεν έπεσε κανένα αυτοκίνητο στην τρύπα. Θα σκεφτείτε πως αποκλείεται να υπάρχει αυτός ο παράλογος γείτονας και πως τον έβγαλα από την φαντασία μου. Και όμως: Συναντάω κάθε μέρα Χανιώτες που μου λένε στην ουσία τα ίδια που μου είπε ο γείτονας μου: Γιατί πήραμε όλα αυτά τα μέτρα αφού δεν έχουμε κρούσματα, λένε για τα Χανιά, και για την Ελλάδα ανάλογα, γιατί έκλεισαν όλη τη χώρα μέσα αφού είχαμε μόνο λίγους νεκρούς; Γιατί δηλαδή αγωνιστήκαμε να πάρουμε το EURO του 2004 αφού το πήραμε.
Κύριε Λουπάση, ξαναδιάβασα το σχόλιο σας και πρόσεξα πιο καλά αυτό για τους υπάλληλους ως επικίνδυνα όντα, δεν θα το έλεγα τόσο δραστικά αλλά προσωπικά το θεωρώ λάθος που δεν είναι όλοι οι υπάλληλοι υποχρεωμένοι να φορούν μάσκες, στα ταμεία συνέχεια βήχουν και φταρνίζονται. Λάθος λοιπόν, αλλά τίποτε άλλο. Δεν είπα ποτέ πως οι υπεύθυνοι είναι τέλειοι, κανείς άνθρωπος δεν είναι τέλειος, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως έχει κακούς σκοπούς. Πραγματικά αναρωτιέμαι το εξής; Όλοι αυτοί που ψάχνουν τώρα τον ψύλλο στα άχυρα για να ακυρώσουν την επιτυχία μιας κυβέρνησης, επιστημόνων και ενός ολόκληρου λαού, τι ακριβώς θα πρότειναν αυτοί; Την Ανοσία της Αγέλης; Με αυτήν άρχισε η Αγγλία και ακόμα και με τα μέτρα που επέβαλλε μετά πανικόβλητη, αλλά ήταν πλέον αργά, εχεί πάνω από30 000 νεκρούς και το τέλος είναι ακόμα μακριά. Λοιπόν κ. Λουπάση: Τι θα κάνατε εσείς στην θέση του κ. Μητσοτάκη από την στιγμή που έφτασε ο ιός στην Ελλάδα;
Κύριε Κιαγιά, απόγευμα σήμερα (8/5) είδα τα τελευταία σχόλιά σας. Ως προς αυτά:
1. Όσο γνωρίζω εσάς, γνωρίζω και τον κ. Κοκκινάκο. Μου είναι γνωστός μέσω της εφημερίδας, εννοείται επομένως ότι δεν ήμουνα εγώ μαζί του, όπως υποθέσατε. Και μνημόνευσα συγκεκριμένο δημοσίευμά του. Το αν σε άλλες περιπτώσεις «χλευάζει» δεν το γνωρίζω. Κάθε κουβέντα μας μπορεί να χαρακτηρίζεται και να κρίνεται διαφορετικά, ανάλογα με το περιεχόμενό της.
2. Πάνω από την κριτική και τον έλεγχο δεν είναι κανένας – αρκεί αυτό να γίνεται με καλή πίστη και με επιδίωξη τη διόρθωση των κακώς κειμένων. Για το θέμα που μας ταλαιπωρεί εδώ και καιρό έχουμε και τις δύο όψεις μπροστά μας – και όσα έγιναν σωστά και όσα δίνουν το δικαίωμα (προσθέτω και την υποχρέωση) να έχουμε ερωτήματα και απορίες. Ανάμεσα στα τελευταία είναι αφ’ ενός παλινωδίες για διάφορα μέτρα που έχουν ληφθεί, όπως και ασυνεννοησία μεταξύ αρμοδίων, αφ’ ετέρου η πολύ ευδιάκριτη πορεία προς μια κατάσταση στην οποία εκείνο που θα ζούμε θα είναι μια κολοβή και ανάπηρη δημοκρατία (όχι ότι θα είναι πρώτη φορά, αλλά τώρα το κακό έχει ήδη παραγίνει). Την κριτική και τον έλεγχο πρώτοι πρέπει να ζητούν όσοι διαχειρίζονται τα κοινά – ακόμη και οι θεωρητικά άριστοι.
3. Το ότι υπήρξαν υπερβολές σε ορισμένα σημεία δεν το διαπιστώνουμε τώρα μόνο, καθώς φαινόταν από την αρχή. Διότι στο βαθμό που είναι ανάγκη να επιβληθούν περιορισμοί, στον ίδιο βαθμό είναι και υποχρέωση της πολιτείας να μη στραγγαλίζει αδιακρίτως τη ζωή των πολιτών (γιατί, π. χ., επί δύο μήνες δεν μου επιτρεπόταν να πάω στο πατρικό μου σπίτι που βρίσκεται στο σχεδόν έρημο χωριό μου;). Η ισοπέδωση, βλέπετε, είναι εύκολη δουλειά. ιδίως με τα σημερινά βαριά μηχανήματα.
4.Κάνετε λόγο για «επιτυχία ενός ολόκληρου λαού» – και έτσι είναι. Δεν βλέπω όμως ούτε έπαρση ούτε αλαζονεία σ’ αυτόν το λαό, σε αντίθεση με κάποιους άλλους παράγοντες αυτής της επιτυχίας. Το αποτέλεσμα μιας ομαδικής προσπάθειας πιστώνεται ή χρεώνεται σε όλα τα μέλη της ομάδας (να σας θυμίσω πόσες φορές η ευθύνη για ενδεχόμενη δυσάρεστη εξέλιξη φορτώθηκε προκαταβολικά σε κάποιους δήθεν… «ανεύθυνους»;).
5.Νομίζω πως δεν ανέφερα ποτέ (ούτε και τώρα αναφέρω) ως λύση την «ανοσία της αγέλης». Ούτε και είμαι αρμόδιος να προτείνω μέτρα, χωρίς αυτό να μου αφαιρεί το δικαίωμα να παρατηρώ και αναλόγως, όπως κάθε πολίτης, να κρίνω. Μήπως στις δημοσκοπήσεις, στημένες ή όχι, δεν υπάρχει σχετικό ερώτημα; Επειδή όμως με προκαλείτε, θα σας πω με λίγα λόγια τι ανάμεσα σε άλλα ΔΕΝ θα έκανα. Δεν θα επέτρεπα ούτε στον εαυτό μου ούτε στους συνεργάτες μου ούτε στους γύρω μου γενικά (οι οποίοι και δεν είναι λίγοι…) να χρησιμοποιήσουν για προσωπικό όφελος την έκτακτη αυτή και επώδυνη για όλους κατάσταση. Δεν θα επέτρεπα να σέρνονται στο σκοτάδι υποθέσεις που σε μια χρηστή πολιτεία απαιτούν διαφάνεια, πολύ περισσότερο όταν συνδέονται με το δημόσιο χρήμα. Δεν θα επέτρεπα σε αυλοκόλακες να μου στερούν το δικαίωμα της αυτογνωσίας, να με πλησιάζουν και σκορπώντας το γνωστό «άτιμον θυμίαμα της κολακείας» να με βάζουν δίπλα σε πρόσωπα που με τα έργα τους σημάδεψαν την Ιστορία. Επειδή ξέρω ότι γι’ αυτά χρειάζεται γενναιότητα, δεν εκπλήσσομαι με όσα συμβαίνουν. Αντίθετα, διασκεδάζω (αν και μέσα σε άφατη θλίψη), όταν ακούω χαρακτηρισμούς και συγκρίσεις με ηγέτες οι οποίοι κατά το παρελθόν, απόμακρο ή πιο κοντινό, έδωσαν με τις πράξεις τους να καταλάβουμε τι σημαίνει στ’ αλήθεια ο όρος «ηγέτης».
ΥΓ. Επ[ειδή είναι ενδεχόμενο να σκεφτείτε ότι τα κίνητρά μου για τις σκέψεις αυτές σχετίζονται με την τρέχουσα κατάσταση και επικαιρότητα, επιτρέψτε μου να σας πω ότι εδώ και σχεδόν 30 χρόνια από τις στήλες της φιλόξενης εφημερίδας μας προσπαθώ να υψώσω φωνή γύρω από θέματα (και) κοινωνικής και πολιτικής ηθικής. Την ίδια φωνή χρησιμοποιώ και σήμερα, διότι δεν είμαι «δεμένος» σε κανένα άρμα -ούτε και θα επιτρέψω να με δέσει κάποιος. Αυτά, με εκτίμηση.
ΣΥΓΓΝΩΜΗ ΚΙΟΛΑΣ ΑΛΛΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΤΡΟΠΟΙ κκ ΛΟΥΠΑΣΗ ΚΑΙ ΚΙΑΓΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΑ ΛΕΤΕ. Π.χ ΤΗΛΕΦΩΝΟ, ΦΑΧ, ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΛΟ, Η/Υ ΙΝΤΕΡΝΕΤ ΩΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΑ. ΕΛΕΟΣ….
Κύριε Ηλία, ξεχάσατε να εξηγήσετε τι σας ενόχλησε. Σας υποχρέωσε κανείς να ξοδεύετε το χρόνο σας διαβάζοντας τις «φλυαρίες» μας; Αν θέλετε, μπορεί τε να απευθυνθείτε, φαντάζομαι, και στην εφημερίδα, επειδή δικό της είναι το βήμα που παραχωρεί στους αναγνώστες της. Ως προς εμένα, σας ζητώ συγγνώμη που, όπως φαίνεται, σας χάλασα τη διάθεση.
Κύριε Λουπάση, δεν νομίζω να διαφωνούμε στην ουσία. Ίσως εγώ έχω λίγο περισσότερη εμπιστοσύνη στην Δημοκρατία μας, και οι συχνές αλλαγές στις εκτιμήσεις και προτάσεις των ειδικών δεν με ανησύχησαν διότι έβλεπα πως σε άλλες χώρες γινόταν το ίδιο, άρα το πρόβλημα υπήρχε στο αντικείμενο. Σας ευχαριστώ για τον φιλικό διάλογο πάνω σε ένα θέμα που μας απασχολεί όλους, και που τον πραγματοποιήσαμε στον χώρο που προβλέπει για έναν τέτοιο γόνιμο διάλογο σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος η αξιόλογη και αγαπητή μας εφημερίδα: Τα Χανιώτικα Νέα. Και ας αφήσουμε τον κ. Ηλία να μας κατακρίνει σαν να ανταλλάσαμε συνταγές μαγειρικής, ο κάθε άνθρωπος και οι παραξενιές του.