…άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε
Που ξέρατε. Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά,
Δεν εμπιστεύονται, όσα επέζησαν, εννοείται, γιατί ήρθανε
Βαριές αρρώστιες από τότε πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες’ Θυμούνται τα λόγια του πατέρα :
Εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες. Δεν έχει σημασία
τελικά αν δεν τη γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι
στα παιδιά τους. Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η…
…τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
-εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο ποιητής. Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές, η Ελλάς των Ελλήνων
Από το ποίημα «Θεσσαλονίκη, μέρες του 1969 μ.Χ.»
Του Μανώλη Αναγνωστάκη
Αυτό το κείμενο το έγραψα επηρεασμένος από την επέτειο της Απριλιανής δικτατορίας αλλά και αμέσως μετά την επιτυχημένη, ελπιδοφόρα βραδιά για την ποίηση του Λεωνίδα Κακάρογλου στη δημοτική Πινακοθήκη αργά την Τετάρτη 23 Απριλίου, όπου παρουσιάστηκε η νέα ποιητική συλλογή «Μνήμη σχεδόν πλήρης» επιλέγω από το ποίημα «η πλατεία των πεθαμένων»
…οι περαστικοί που τους βλέπουν Μονολογούν «από πού ήρθατε πάλι εσείς γέμισε μετανάστες η πόλη» κι αυτοί μ΄ένα μουρμουρητό τους απαντούν «Δεν είμαστε εμείς μετανάστες μεταστάντες είμαστε» Μεταστάντες.
Μεταστάντες, πεθαμένοι, έρχονται λογιώ – λογιώ στις μέρες μας στη θύμηση μας στη θωριά μας φαίνονται σαν χθεσινοί οι πρωταγωνιστές του Ελληνικού κινηματογράφου που μας κάνουν ακόμα από το γυαλί να κλαίμε, να γελάμε, μα σπάνια οι μεγάλοι μεταστάντες ποιητές ανακαλούνται για να μας θυμίσουν όπως οι στιχοι του σπουδαίου-γνήσιου αριστερού ποιητή Μ. Αναγνωστάκη πως «δε γνωρίζουμε καλύτερες μέρες» από εκείνες που ήλπιζαν οι πρόγονοι μας τις δεκαετίες του ’50 και του ΄60 που μετανάστευαν για να επιζήσουν στη Γερμανία, το Βέλγιο, την Αμερική, τη δύση. Θυμήθηκα τους στίχους της Κικής Δημουλά «τρελάθηκες δύση; Βγάλε αμέσως τα κόκκινα ντροπή στην κηδεία σου πας» Στην εποχή μας που δε φεύγουν εργάτες για τη δύση αλλά η αφρόκρεμα των σπουδαγμένων νέων μας, μεταναστεύουν, χωρίς δυστυχώς οι πληγές της κρίσης να πληγώνουν τον ιστορικοκοινωνικό εγωισμό του Νεοέλληνα στην πλειοψηφία του, ίσως να ‘ναι ευχαριστημένος με τα ψίχουλα ενός τουριστικού υποβαθμισμένου προϊόντος. Η Ελλάς των Ελλήνων του 2014 ασφυκτιά στη μέγγενη του Μερκελικού μοντέλου επιβολής, μιας άλλης μορφής δικτατορίας που εχει επιβληθεί. Πρέπει-επιτέλους- να καταβαραθρωθεί. Η πτώση της στρατιωτικής χούντας 40 χρόνια πριν, θα ‘πρεπε στους νέους να ανατάξει προσαρμοσμένες διδαχές. Επιλέγω από το βιβλίο του Νίκου Πουλαντζά «η κρίση των δικτατοριών»που γράφτηκε το 1974. «πρέπει να φοβόμαστε επάνοδο, με τη μια η με την άλλη μορφή (που δεν θα είναι αναγκαστικά η ίδια με την προηγούμενη) των καθεστώτων εκτάκτου ανάγκης; από όσα έχουμε πει ,προκύπτει, ότι αυτός ο κίνδυνος δεν έχει αποκλεισθεί. Οι δικτατορίες που ανατράπηκαν άφησαν βαθύτατα ίχνη και τα υπάρχοντα όρια του εκδημοκρατισμού επιτρέπουν ακόμη-και μάλλον θα επιτρέπουν για καιρό την ύπαρξη ισχυρών αντιδραστικών δυνάμεων ォεφεδρείαςサ της αστικής τάξης, δυνάμεων που δεν είναι διόλου εφεδρεία της Δημοκρατίας…
Και είναι αυτονόητο, ότι οι αντιδραστικές δυνάμεις αγρυπνούν, έτοιμες να επέμβουν τη στιγμή που το πρόβλημα του περάσματος στο σοσιαλισμό θα τεθεί εκ των πραγμάτων και όχι μόνο στα λόγια».
1969 ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΑΠ’ ΤΟΝ… ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗ
Σημαδεμένη και προδομένη/ έμεινε πάντα η δική μας η γενιά
Μας βρήκαν μπόρες δύσκολες ώρες κι ούτε λυχνάρι ούτε φως
στη σκοτεινιά
Ω, ήρθατε σαν κύματα, ω, θύμισες παλιές
Ω, πάνω από συντρίμματα…
Έγραφε ο Νίκος Γκάτσος και το 1972 μελοποιούσε ιδανικά ο Λουκιανός Κηλαϊδόνης και μεις λίγο καιρό αργότερα σιγοντάραμε τον σπουδαίο ερμηνευτή, Μανώλη Μητσιά.
Αυτή η γενιά η δικιά μου και οι ιδιες ηλικίες γέννησης (1951-53) των ινδαλμάτων μας, όχι μόνο σημαδεμένη αλλά δυστυχώς σημάδεψε τις επόμενες γενιές. Στο μυαλό μου έρχονται οι νέοι της αντίστασης του Πολυτεχνείου, Δαμανάκη, Λαλιώτης, Τζουμάκας, Αντρουλάκης, ανάκατα στοιχεία φέρνει η θύμηση παλιά και νεώτερη από τον άμεσο θαυμασμό της αντίστασης στην εκφυλιστική στήριξη του βολέματος μέσα στο σύστημα της εξουσιαστικής διακυβέρνησης. Ήμουν και γω εκεί, «των άδειων μάταιων ημερών νόμιμη πλήρωση» (Μ. Αναγνωστάκης) για αυτούς, αντιστρέφω τον στίχο. Μα τάχα μετά το κέρδος ποια είναι η απώλεια; Γυρνώ 4 χρόνια πίσω, Άνοιξη 1969
Με τα παιδιά της αθώας αποπολιτικοποίησης κάτω από τη μέγγενη της χούντας γενιάς μου, είχαμε πέσει πάνω στα κουλουάρ του στίβου στο εθνικό στάδιο Χανίων, αυτό που δεν είχε ταρτάν τότε, τρέχαμε με καρφιά στο καρβουνίδι, κάναμε πρωταθλητισμό αφού δε μας είχαν πει τίποτα για αγωνιστικά πνευματικά ανώτερο, οι φοβισμένοι γονείς και δάσκαλοι. Ο Σωτήρης Λαβούτας 1500 μέτρα, ο Μανώλης Φραγκάκης 800, εγώ 400, ο Κώστας Τομαδάκης 200 και μερικοί άλλοι. Είχαμε προκριθεί στο πανελλήνιο πρωτάθλημα εφήβων που γινόταν τοτε στο φανταχτερό για μας στίβο με κόκκινο ταρτάν, του σταδίου Καραϊσκάκη στο Φάληρο. Μέναμε σ ένα ξενοδοχείο στην Πλάκα. Σάββατο βράδυ αγωνιστήκαμε, περάσαμε ένα γύρο, αλλά δεν πήγαμε στα τελικά εγώ και ο Μανώλης. Το βράδυ γυρίσαμε στην Πλάκα, και μέχρι το ταξίδι για τα Χανιά την άλλη βραδιά με το F.B. ΚΥΔΩΝ, είχαμε ώρες. Βέβαια ο συνοδός μας είχε απαγορεύσει να πάμε σε μαγαζιά. Ρώτησα τον ευγενικό ρεσεψιονίστ για ένα καλό μαγαζί και αυτός μου είπε, «θέλεις ποιοτικό τραγούδι?» Λες κι ήξερα τι ήταν το ποιοτικό… Αλλά του είπα από ένστικτο, ναι. Με καθοδήγησε, κι έτσι από κοντά στην μπουάτ «Απανεμιά» βρέθηκα για πρώτη φορά, στη ζωή μου να ακούω τον υπέροχο Μανώλη Μητσιά να τραγουδάει νεαρός τότε κι αυτός,, Νίκο Γκάτσο και Δήμο Μούτση (αυτό το έμαθα αργότερα)
«Μ΄ένα παράπονο».
Ήθελα κάτι να σου πω/ και στο τραπέζι σου θα ρθω
Μ΄ ένα παράπονο, μ΄ενα παράπονο πικρό να σε καλησπερίσω
Έχεις αφήσει μια ψυχή στην παγωνιά και στη βροχή
Μ ένα παράπονο…
Μυρμήγκιασα! (δεν ειχα ακόμα ακούσει κάτι που ’γινε χρόνια αργότερα στην Πλάκα, τον Ξυλούρη, τον Παππά, τον Ζωγράφο…). Αυτό ήταν το ποιοτικό τραγούδι, σκέφτηκα κι ενώ τα πόδια μου ήταν καρφωμένα στο πάτωμα, η ψυχή μου πετάριζε. Ο Μητσιάς συνέχισε σε ένα άλλο τρυφερό πολυσήμαντο υπόκωφα τραγούδι των Γκάτσου- Μούτση.
Αύριο πάλι, αύριο πάλι θα ρθω να σε βρω,
Κρίμα που δε με πιστεύεις, κρίμα που μ αφήνεις μόνο μου να ζω…
Τα χρόνια πέρασαν , φοιτητής στην Α.Σ.Κ.Τ., με έτρωγε η περιέργεια να γνωρίσω από κοντά τον Γκάτσο. Έγινε, το 1975 και μαζί με τον Θεϊκό Μάνο Χατζιδάκι τους πλησίασα δειλά στο «Φλόκα». Χαραγμένη η αστική ευγένεια και των δυο, προς το «χωριατόπαιδο» εμένα , που τσάκιζα τη δειλία μου για να μιλήσω σε δυο εθνικές προσωπικότητες. Επιλέγω από το βιβλίο του Μάνου «ο καθρέπτης και το μαχαίρι», Ίκαρος
«όλες οι μεταπολεμικές μας κυβερνήσεις δεν φρόντισαν να κατασκευάσουν ελεύθερους Έλληνες πολίτες, ώστε η Χούντα, η κάθε Χούντα, να μην μπορεί να σταθεί ούτε ώρες. Το έθνος αντιπροσωπεύτηκε μεταπολεμικά από τα φαντάσματα του. Από τα Μακρονήσια, τις Ασφάλειες, τια παρακρατικές οργανώσεις και κάθε λογής άθλια γεννήματα χωροφυλάκων και αρρωστημένων σαδιστών, που μόνο κατάλληλοι δεν ήσαν για να κατασκευάσουν ελεύθερους πολίτες..».
Αυτά από τον Χατζιδάκι (για τη 13η επέτειο της Δημοκρατίας) και από τον μεγάλο αστό στο στραπατσαρισμένο στα κελιά της Χούντας, αριστερό Χρόνη Μίσσιο και το ιστορικό ανασάλεμα «χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;» «γράμματα»
Άσμα ασμάτων φώναξες. Ήξερα πως σε βασάνιζαν άγρια, ήξερα πως αγαπάς την ποίηση… Κι ύστερα, πόσες μέρες αλήθεια, μου απάγγειλες… Σεφέρη, Ελύτη, Καβάφη… κι όταν με χτύπησαν, κολλημένη στην πόρτα του κελιού σου..
Αυτά από τον υπέροχο μεταστάντα αγωνιστή Μίσσιο, Λεωνίδα Κακάρογλου, και για να σ ευχαριστήσω-ως Χανιώτης πολίτης που δεν έπαψε να αναζητά την ποιότητα- για τους εκλεκτούς φίλους σου που τους έφερες στην Πινακοθήκη μας και έδωσες φωνητικές χροιές «αντίλαλο στους (ζωγραφισμένους) τοίχους, και ναι, οι φωνές της Σαβίνας Γιαννάτου και της Γιώτας Φέστα… όνειρα ανέδειξαν για «ξεχρέωση αναμνήσεων και –νέο-κυνήγι εμπειριών- όχι για μας αλλά για τα παιδιά μας. «όσο προφταίνουμε… να τους θυμίσουμε ε, Χρόνη, πως η «ελευθερία» απαιτεί επαγρύπνηση και ιστορικότητα για να μην ξανάρθουν Μακρονήσι, Αι- Στράτης, Μπουμπουλίνα. Για να απομονωθούν άμεσα επικίνδυνοι ανιστόρητοι σαν τον Θ. Πάγκαλο, με τα αποδεδειγμένα αντιδραστικά δεδομένα στη διαδρομή του.