Κύριε διευθυντά,
στο κείμενο του κ. Αντωνίου Πλυμάκη, που δημοσιεύθηκε στις 28.11.18, αναφέρεται ότι οι Γερμανοί ανατίναξαν όλες τις γέφυρες, ώστε μετά την αναχώρησή τους, το μεταπολεμικό ΚΤΕΛ συναντούσε μεγάλες δυσκολίες, στη συγκοινωνία κατά τις δεκαετίες ‘40 και ‘50.
Σχετικά με τη γέφυρα των Βρυσών δεν ισχύει αυτό.
Εκτιμώ πάρα πολύ τον κ. Πλυμάκη και την σπουδαία προσφορά του στην τοπική ιστορία και λαογραφία.
Ας μου επιτραπεί ν’ αναφερθώ στην περίπτωση της δικιάς μας γέφυρας, όπως την έζησα στα παιδικά μου χρόνια.
Το 1941, οι Γερμανοί βομβάρδισαν το χωριό, στοχεύοντας την γέφυρα για να ανακόψουν τη δίοδο Αυστραλών και Νεοζηλανδών που θα διέφευγαν από Σφακιά.
Επεσαν δεκάδες βόμβες γύρω από τη γέφυρα, καμιά επάνω της. Αρκετά σπίτια εξαφανίστηκαν συθέμελα, τα υπόλοιπα έμειναν χωρίς πορτοπαράθυρα, στέγες… Οι βόμβες άφησαν τεράστιες λακκούβες που γέμισαν νερό από το ποτάμι κι εκεί τα παιδιά του χωριού μαθαίναμε να κολυμπάμε και να διασκεδάζουμε…
Η γέφυρα με τα ωραία τόξα της φαινόταν άθικτη. Ομως… το 1943 συνέβη μια πρωτοφανής πλημμύρα στην κοιλάδα των Βρυσών. Ξεχείλισαν ο μεγάλος χείμαρρος του Μπούτακα και ο μικρότερος χείμαρρος, το Ροτάκι, που πηγάζουν από ψηλά, κάτω από τον Εμπρόσνερο. Τεράστιες ποσότητες νερού κατρακύλησαν στον κάμπο των Βρυσών και σε μια νύχτα ξερίζωσαν και παρέσυραν ελιές, αμπέλια, κιτριές, έφθασαν στο κέντρο του χωριού, ανέβηκαν στις πλατείες, μπήκαν στα μαγαζιά, στα ισόγεια των σπιτιών, παρέσυραν βαρέλια λαδιού και κρασιού, έπιπλα, ρουχισμό και τα… ταξίδεψαν από τον ποταμό Αλμυρό, μέχρι τη θάλασσα της Γεωργιούπολης… Καταστροφή!
Οταν ξημέρωσε, με δακρυσμένα μάτια, όσοι έμειναν ψηλότερα, αντίκρισαν τον κάμπο γυμνό από δέντρα, γεμάτο χαλίκια και λάσπη. Οσοι έμεναν χαμηλά έμειναν άγρυπνοι στ’ ανώγεια τους Η γέφυρα, πληγωμένη από τους βομβαρδισμούς, υποχώρησε και το χωριό κόπηκε στη μέση. Τα παιδιά πανηγυρίζαμε, το σχολείο ήταν στην αντίπερα όχθη…
Αυθημερόν κατέφθασε το μηχανικό τμήμα των Γερμανών. Μόλις κατέβηκε η στάθμη των νερών μπήκαν στο ποτάμι και σφήνωσαν στην κοίτη του ποταμού τεράστιους σιδεροδοκούς και επάνω τους την ξύλινη γέφυρα. Σε λίγες μέρες περνούσαν από επάνω της βαριά οχήματα και τανκς και πυροβόλα. Η γέφυρα κράτησε μέχρι τη δεκαετία του ‘50. Τότε, με το σχέδιο Μάρσαλ, κατασκευάστηκε η σημερινή.
Η γέφυρα διατηρήθηκε δυνατή έως τότε. “Ξεδοντιαζόταν” σιγά – σιγά, έπεφταν τα επιφανειακά της ξύλα και από τα ανοίγματα έπεφταν κάποιες φορές στα νερά, κάτω, τα ξύλινα τσόκαρα που ξέφευγαν από τα πόδια μας.. διασκεδάζαμε…
Περνούσαν όμως από εκεί έως το τέλος της τα λιγοστά αυτοκίνητα, που κυκλοφορούσαν τότε και οι σούστες.
Την αγαπούσαμε εκείνη την γέφυρα και την θυμόμαστε με ευθυμία και την θυμόμαστε με ευθυμία, όσοι ζούμε ακόμη.
Αν θέλετε, κύριε Αντώνη, να σας περιγράψω κάποια φορά τη δραματική “κάθοδο” από τα Σφακιά, απ’ όπου τους πρόφτασαν οι κατακτητές, των αιχμαλώτων Αυστραλών στρατιωτών, εκείνες τις αξέχαστες ζεστές μέρες, αρχές Ιουνίου 1941, όπως την είδαν τα παιδικά μας μάτια!
Ευχαριστώ
Ευαγγ. Σοφούλη – Μπιρλιράκη