Στο Ημερολόγιο της περασμένης Δευτέρας εξήγησα πόσο ψεύτικο είναι το σκοτεινό παραμύθι που πουλάνε τα Μ.Μ.Ε. ότι η γενιά των σημερινών νέων, 15 – 25 χρονών, είναι μια “χαμένη γενιά”.
Υπάρχει όμως στ’ αλήθεια μία γενιά που την έχει τσακίσει η κρίση (ως γενιά πλέον ορίζεται ένα χρονικό διάστημα 10 – 15 χρόνων, λόγω της ταχύτητας με την οποία αλλάζει η ζωή μας). Είναι η γενιά όσων γεννήθηκαν μέσα στη δεκαετία του ’70. Είναι η δική μου γενιά. Οταν μας βρήκε η κρίση, το 2009, ήμασταν από 30 – 39 χρονών. Με άλλα λόγια, είχαμε μόλις αρχίσει να απολαμβάνουμε τους καρπούς της δουλειάς μας μέχρι τότε, ή ελπίζαμε πως σύντομα θα αρχίζαμε να τους απολαμβάνουμε.
Αυτή η γενιά είναι που κυρίως μεταναστεύει σήμερα στο εξωτερικό ελπίζοντας να βρει τους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας που της αξίζουν, αφού δεν μπορεί να περιμένει 5 – 10 χρόνια για την μικρή ή μεγαλύτερη βελτίωση των συνθηκών στη χώρα. Δεν μπορεί να περιμένει, γιατί αυτή η γενιά βρίσκεται στην πιο παραγωγική της ηλικία, συνδυάζοντας πια εμπειρία και ικανότητα (ακόμα) για νέες ιδέες. Αν περάσουν δέκα χρόνια ακόμα, όποια βελτίωση κι αν υπάρχει στη χώρα, αυτά τα τόσο παραγωγικά χρόνια θα έχουν περάσει ανεκμετάλλευτα.
Είναι λοιπόν η γενιά μου μια χαμένη γενιά; Ριγμένη, ναι. Η πιο ριγμένη, νομίζω, των τελευταίων δεκαετιών στη χώρα. Οι μεγαλύτερες γενιές πρόλαβαν τα χρόνια της ευμάρειας (κι ας ήταν ψεύτικη) και για τις νεότερες το μέλλον είναι ανοιχτό μπροστά τους -όπως έγραψα στο κείμενο της Δευτέρας-. Για μας, τα πράγματα είναι κάπως οριακά για το αν και πόσα θα καταφέρουμε.
Ριγμένη γενιά, λοιπόν. Αλλά χαμένη; Δεν το νομίζω. Μεγαλώσαμε ακούγοντας τα καλύτερα ελληνικά και ξένα τραγούδια, εκείνα που γράφτηκαν στις δεκαετίες ’80 – ’90, τότε που φαινόταν ακόμα λογικό σε όλους η μουσική να έχει ρυθμό και μελωδία και ο καταιγισμός ταλέντου από μεγάλους τραγουδιστές και συγκροτήματα που εμφανίστηκε δεν έχει προηγούμενο και δεν φαίνεται ότι θα εμφανιστεί σύντομα ξανά με τέτοια μαζικότητα. Είδαμε στα σινεμά, από τα τέλη του ’80 έως τα τέλη του ’90, μακράν τις καλύτερες ταινίες που γυρίστηκαν τα τελευταία 35 χρόνια, εντός και εκτός Χόλιγουντ. Τόσες πολλές, που ακόμα και σήμερα μπορούμε να διαφωνούμε για το ποιες ήταν οι δέκα ή είκοσι καλύτερες, ενώ τα τελευταία δέκα χρόνια ίσως να μην υπάρχουν είκοσι καλές ταινίες αθροιστικά. Είδαμε πάνω στην εφηβεία μας, το ’87, την Εθνική Ελλάδος στο μπάσκετ να μας παίρνει τα μυαλά και τον Νίκο Γκάλη να μας δείχνει τον δρόμο για την μόνη επανάσταση που πάντα οδηγεί σε αποτέλεσμα: την εσωτερική, που κολλάει δίπλα στο ταλέντο άπειρες ανελέητες ώρες δουλειάς (έχω γράψει για την «επανάσταση των καλών παιδιών» εδώ: http://polyk.blogspot.gr/2013/05/h.html).
Είδαμε πριν τα τριάντα μας τα καλύτερα μουντιάλ και παιχνίδια ΝΒΑ που έχουν γίνει ποτέ, είδαμε τηλεόραση τόσο αθώα, στο ξεκίνημά της, ώστε ακόμα και σήμερα οι σειρές εκείνες παραμένουν ανώτερες από τις σημερινές, πέσαμε πάνω στην εκδοτική “άνοιξη” με εκδόσεις χιλιάδων νέων τίτλων κάθε χρόνο και είχαμε λεφτά να αγοράσουμε βιβλία για να ξεστραβωθούμε. Οταν συνέβαινε κάτι σπουδαίο στο σχολείο τρέχαμε για να το δούμε, δεν ψάχναμε να βρούμε καλή γωνία για να το τραβήξουμε με το κινητό. Απολαύσαμε από μικροί και είδαμε να εξελίσσεται και να γιγαντώνεται το μεγαλύτερο τεχνολογικό επίτευγμα του 20ου αιώνα, το Ιντερνετ, το οποίο έγινε εργαλείο για τη δουλειά και τη διασκέδασή μας.
Ναι, τώρα τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Αλλά δεν κλαίω για τη γενιά μου. Πιστεύω στ’ αλήθεια πως σε σχέση και με τις προηγούμενες και με τις αμέσως επόμενες είμαστε, από διάφορα καπρίτσια της τύχης, η πιο πλούσια γενιά στην καρδιά και στο μυαλό μας. Οπου κι αν βρισκόμαστε, διασκορπισμένοι στα πέρατα της γης, αυτό δεν μπορεί να μας το πάρει κανείς.
*O Πολυχρόνης Κουτσάκης είναι συγγραφέας και Επίκουρος Καθηγητής στο Πολυτεχνείο Κρήτης. Το τελευταίο μυθιστόρημά του είναι το «Καιρός για Ήρωες».