Κάποτε μου έλαχε να ζήσω κάπου στα βόρεια -στην άκρη ενός ακριτικού χωριού- σ’ ένα παλιό σπίτι με συνεχόμενα δωμάτια, που το φουγάριζαν από παντού ο αγέρηδες και τα… φίδια παραμόνευαν κάτω απ’ το δάπεδο της κάμαρας!
Συχνά αναθυμάμαι τις χειμωνιάτικες μέρες όταν κρυστάλλιαζε το μονοπάτι και μ’ απέκλειε μέσα, τα δύσκολα πρωινά που πάγωναν οι βρύσες και δεν μου επέτρεπαν να πλύνω το μωρό, τα ρυάκια το βρώμικο νερό απ’ τη σάπια στέγη που κατέληγε στο κρεβάτι μου μέσα στη μαύρη νυχτιά!
Πρωτίστως τις ατέλειωτες, μοναχικές ώρες μακριά απ’ το ζεστό σπιτικό και τους δικούς μου στα Χανιά!
Ταλαιπωρηθήκαμε ποικιλοτρόπως, μα η γενική κατάσταση ήταν καλή, είχαμε ένα σταθερό έσοδο και ξέραμε πως η επόμενη μετάθεση και διαμονή μας θα ήταν καλύτερη…
Τι ελπίδα όμως μπορεί να έχουν στους χαλεπούς καιρούς μας άνθρωποι που έχασαν τα πάντα και τίποτα δεν περιμένουν πια;
Πώς ν’ αντέξει τη βαθιά απογοήτευση, το αίσθημα ανασφάλειας, τις αφόρητες κακουχίες, η μάνα η στοιβαγμένη σε στενό χώρο, που πλένει το παιδί μ’ ένα μπουκάλι νερό πάνω στο νάιλον, που δεν έχει τι να το ταΐσει, το ζεσταίνει με το χνώτο της κάτω απ’ την υγρή σκηνή, το καλύπτει με τη μαντήλα της για να μην το κάψει ο ήλιος κι αγωνιά κάθε στιγμή για τη ζωή και το μέλλον του;
Υπάρχει ελπίδα νομίζω!
Εμείς είμαστε η ελπίδα της κάθε μικρομάνας που βρήκε απάγκιο στα μέρη μας!
Που δεν ήθελε ν’ αφήσει τον τόπο της, αλλ’ αναγκάστηκε να φύγει τρέχοντας, μακριά απ’ τα καπνισμένα ερείπια, τον τρόμο, την ολοκληρωτική καταστροφή και τον ανελέητο θάνατο που παραμόνευε σε κάθε γωνιά…
Σαν τις δικές μας, άμοιρες μανάδες άλλων εποχών…
Παθόντες κι εμείς, λοιπόν…
Γι’ αυτό ας κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι του καθενός μας για ν’ ανακουφίσουμε λιγάκι τη μάνα του σήμερα που έχει ανάγκη.
Το μπορούμε!