Τετάρτη, 17 Ιουλίου, 2024

Για τη γιορτή της μητέρας

«Του παιδιού μου τα παιδιά
δυο φορές είναι παιδιά μου…»

Τις  θυμάμαι να το λεν συχνά-πυκνά καθώς χάιδευαν στοργικά τα κεφαλάκια των μικρών…
Τις θυμάμαι σαν να ’ναι τώρα, τις γιαγιάδες του  τότε! Αυτές τις συμπαθητικές γριούλες που έβγαζαν τη κλαρωτή ρόμπα, έριχναν λίγο νερό στο πρόσωπο  απ’  το βρυσάκι του νεροχύτη, ίσιωναν τα στριφτά κοτσάκια, φορούσαν τα καλά τους και κινούσαν κάθε απογευματάκι για την εκκλησιά!
Κρατώντας στο χέρι εκείνο το χαρακτηριστικό πορτοφόλι που άνοιγε κι έκλεινε με θόρυβο, κι είχε μέσα το μαντήλι με το μονόγραμμά τους κεντημένο απ’ τις ίδιες – και πέντε-έξι δραχμούλες για ν’ ανάψουν κεράκι, να ψωνίσουν απ’ τον μπακάλη στην επιστροφή το κατιτί τους ή να δώσουν κανένα «μισάκι» στο  εγγόνι που το περίμενε πώς και πώς…
Οικείες φιγούρες του παρελθόντος, σαν τη δική μου τη γιαγιά, χήρα απ’ τα 37 της, μάνα τεσσάρων μικρών αγοριών που στα κατοπινά χρόνια τη λάτρεψαν!
Αξιαγάπητες όλες τους…
Πολύτιμες παρουσίες των παιδικών  μας χρόνων, γερά αποτυπωμένες στη μνήμη!
Ανηφόριζαν τα καλντερίμια αργά-αργά  και με κόπο, αφού είχαν περάσει μια γεμάτη μέρα στο κήπο, στο κοτέτσι, στα κουνέλια, σε μικροδουλειές στο χωράφι,  στη φύλαξη των παιδιών, στο ζύμωμα, στο πλύσιμο στη τσίγκινη σκάφη ή στον αργαλειό.
Πάντα απασχολημένες εδώ κι εκεί, ποτέ αργόσχολες…
Βρέχει-χιονίσει με το πρώτο λάλημα του πετεινού ήταν στο πόδι για να προσφέρουν το κατά δύναμιν. Στον ελεύθερο χρόνο τους τ’ αεικίνητα, ευλογημένα χέρια τους κολλημένα στο βελονάκι ή στα πολλά βελόνια με τα οποία έπλεκαν ακατάπαυστα τις κάλτσες της οικογένειας…
Τα βραδάκια τις έβρισκε σκυφτές και πονεμένες -απ΄ τα βάρη της μέρας, μα και των χρόνων που κουβαλούσαν στη πλάτη- να πορεύονται προς τον εσπερινό, χωρίς όμως ποτέ να χάνουν την καλή τους διάθεση κι αισιοδοξία. Πού-πού έκαναν μια στάση, έπιαναν την κουβέντα με γνωστούς και φίλους, άκουγαν με συγκατάβαση τα βάσανα των νεότερων, μοίραζαν γενναιόδωρα τις πολύτιμες  συμβουλές τους, ο καλός τους λόγος και το χαμόγελο -που δεν έλειπαν ποτέ απ’ τα χείλη τους- χυνόταν σαν βάλσαμο στις καρδιές, οι ευχές τους π’ ακολουθούσαν ενδυνάμωναν ταραγμένες ψυχές…
Δια πυρός και σιδήρου είχαν περάσει όλες τους!
Είχαν βιώσει τον πόλεμο και τη καταστροφή, τη στέρηση, την απογοήτευση και τη συντριβή!
Είχαν με πόνο αποχωριστεί αγαπημένα πρόσωπα κι  οι περισσότερες ζούσαν σ’ ένα δωμάτιο στις αυλές των σπιτιών των παιδιών τους ή κοιμόταν τις νύχτες σε ντιβάνια στις κουζίνες…
Εισοδήματα είχαν ελάχιστα, πορευόταν με ό,τι τους είχε απομείνει, όμως η καλή διάθεση δεν τους έλειπε!
Πόσο τις ζηλεύω αλήθεια, τις γιαγιάδες του τότε!
Στις μικρές αυτάρκεις κοινωνίες που ζούσαν ήταν τα θεμέλια, η γερές κολώνες, η ασφαλής σκέπη του σπιτιού τους…
Δεν ήξεραν από μοναξιά και απραγία!
Δεν μεμψιμοιρούσαν στις ατυχίες της ζωής, δεν το έβαζαν κάτω στα δύσκολα, δεν λιποψυχούσαν, και σε τίποτα δεν έμοιαζαν στο τωρινό άνθρωπο, που άγχεται με το παραμικρό, όλο γκρινιάζει για όσα του λείπουν, κι όλο ξεχνάει τα πολλά καλά που έχει…


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα