Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

«Για τη μεγάλη μέρα της 28ης Οκτωβρίου 1940»

Αγαπητοί αναγνώστες
καλημέρα σας!

Για το χατίρι της μεγάλης μέρας της 28ης Οκτωβρίου 1940, που φτάνει σε λίγες μέρες, σύσσωμο το πανελλήνιο, θα γιορτάσει καθώς αρμόζει! Ετσι: η πατρίδα μας θ’ αποτίσει φόρο τιμής κι ευγνωμοσύνης στους ήρωες του ’40. Τα Ελληνόπουλά μας, τα μαθητικά νιάτα μας, θα παρελάσουν με τη Σημαία του σχολείου των, υπερήφανα, ύστερ’ από τις καταθέσεις των στεφανιών τους, στα ηρώα της πόλης και των χωριών μας, που προηγήθηκαν!
– Ηδη:
– Ακουσαν από τους δασκάλους τους, από χθες, προεόρτια, για τον ηρωικό ξεσηκωμό, σύσσωμου του λαού μας, ενάντια στον ύπουλο κι απρόσμενο εισβολέα, το ’40!
– Πλημμύρισε, αληθινά, η ψυχή όλων μας, από πατριωτικό ενθουσιασμό. Ζήσαμε, πράγματι, στιγμές μεγαλείου, κατά τις σχολικές γιορτές, τις απαγγελίες και τα τραγούδια κι εμβατήρια, που τραγουδήσαμε! Και μ’ έναν λόγο: ο ενθουσιασμός μας κορυφώθηκε και την αιώνια ευγνωμοσύνη μας για τους ήρωές μας του θρυλικού ’40, τη νιώσαμε βαθιά μες στην ψυχή μας!, γιατί: είμαστε οι απόγονοί των κι οι συνεχιστές της πορείας της πατρίδας μας! Επίκαιρα, λοιπόν, σήμερα: Ο συντάκτης της στήλης θα καταθέσει τις σχετικές για την 28η Οκτωβρίου 1940 σκέψεις και παιδικές αναμνήσεις του και θα θυμηθεί στροφές από ανάλογες λαϊκές ρίμες, τις οποίες διαβάζοντάς τις προσωπικά, θα βεβαιωθούμε όλοι ότι: λένε πολλά και πολύτιμα!
– Πάμε λοιπόν:
– Την 28η Οκτωβρίου 1940, φουσκωμένος από ανιστόρητη αυτοπεποίθηση, κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της χώρας μας, ο υπερφίαλος αρχηγός του φασισμού στη γείτονα Ιταλία. Νύχτα ακόμη εξαπέλυσε τις άριστα εξοπλισμένες στρατιές που είχε συγκεντρώσει στην Αλβανία, βέβαιος για την κεραυνοβόλα προέλασή τους ως την Αθήνα!
Η αντίδρασή μας, καθολική, ομόψυχη, προσταγή εξ άλλου του αιώνιου κύρους των αμυνομένων Ελλήνων, ενάντια στις πολυάριθμες και υπερφίαλες στρατιές του απρόσμενου εισβολέα!
Το ιστορικό πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν του Γ.Ε.Σ. μας συνεκλόνισε. Ελεγε:
«Αι Ιταλικαί Στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από της 5.30 πρωινής της σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της Ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται επί του πατρίου εδάφους». Αθήναι, 28.10.1940.
Τον Οκτώβρη του ’40, είχα κλείσει τα οκτώ χρόνια. Ηταν -θυμάμαι- Δευτέρα πρωί η 28η Οκτωβρίου και ψιλόβρεχε στον Καμπανό Σελίνου, το χωριό μου.
Το προηγούμενο βράδυ, το περισσότερο “αντρολάσι” του Ανατολ. Σελίνου παρευρίσκονταν στους γάμους του Τζανοφτύχη στα Τσισκιανά Σελίνου, στο χωριό τ’ Αγίου Ευτυχίου. Λίαν πρωί της Δευτέρας 28.10.1940 είχαν διαλυθεί οι περισσότεροι “γαμουλιώτες” πηγαίνοντας στις εποχικές γεωργικές εργασίες τους.
Εκείνοι που είχαν μείνει για παρέα στους “αντιχαριώτες”, άκουσαν έκπληκτοι από το μόνο στην περιοχή ραδιόφωνο του γαμπρού, το ανακοινωθέν του Γ.Ε.Σ. που πιο πριν διαβάσαμε. Κι έτρεξαν όλοι στα σπίτια τους “αλληλοϊσμένοι” για να ετοιμαστούν και να ξεκινήσουν για το μέτωπο.
Οι χωροφύλακες του Σταθμού έτρεχαν κι ειδοποιούσαν, οι καμπάνες χτυπούσαν, όλα τα χωριά στο πόδι… Και στο σπίτι μας, τέσσερ’ αδέρφια μικρότερα από μένα, μια μάνα που ψυχανεμίζονταν το τι πάει να γίνει και δυο γιαγιάδες, όλοι στα κλάματα.
Η μητέρα μου -άλλη επιλογή δεν είχε- αποκοτά και με στέλνει στην Αγ. Ειρήνη, οκτώ χιλιόμετρα ανατολικά του Καμπανού, να πάω να ειδοποιήσω τον, αείμνηστο τώρα, πατέρα μου, για τη γενική
επιστράτευση.
Οταν έφτασα, με την ψυχή στο στόμα, του είπα:
«Αντε γλήγορα μπαμπά, στο χωριό, να φύγεις στον πόλεμο γιατί αλλιώς θα σε τουφεκίσουνε οι χωροφυλάκοι, σαν ανυπότακτο!».
Πώς το σκέφτηκα; πού τ’ άκουσα; δεν μπορώ να θυμηθώ! Κι εκείνος κεραυνοβολημένος άφησε αλέτρι και ζευγάρι στη μέση και φύγαμε για τον Καμπανό. Ωσπου να φτάσουμε, όλοι οι άντρες του χωριού, βρίσκονταν στην πλατεία (κι είχε τότε το χωριό μας 476 ψυχές) κι όλοι οι άλλοι ήμασταν εκεί συγκεντρωμένοι ν’ αποχαιρετήσουμε αυτούς που φεύγουν!
Ετοιμάστηκε κι ο πατέρας μας, έβαλε τα καλά του κι αποχαιρέτησε γυναίκα, παιδιά και μάνα…
Με τον σταυρό τους, όλοι, δακρυσμένοι και με τις ευλογίες των δύο ιερέων του χωριού μας, ξεκίνησαν, πεζή για την Κάντανο, απ’ όπου θα τους μετέφεραν στα Χανιά. Εμείς, στον Καμπανό, δεν είχαμε αυτοκινητόδρομο ακόμη…
Το ξεκίνημα των επιστρατευμένων χωριανών μας, μας συνεκλόνισε γιατί ξεκίνησαν με το τραγούδι «τση Στράτας»:
«Μηνάς μου κόρη κι έρχομαι κι είντα θα βάλω να ’ρθω;
– Α! βρέχει, βάλε τσόχινα κι ανέ χιονίζει γούνες
κι αν είν’ ευγιά και ξεστεριά βάλε τα βελουδένια…».
Και πέρασαν τα χρόνια… και φτάσαμε στα 1964. Δάσκαλος πια εγώ, το μαθητούδι του ’40, με πολύχρονη ήδη υπηρεσία, μετά τη σχ. εορτή της 28ης Οκτωβρίου (κάναμε τότες γιορτές με πλούσιο πρόγραμμα), καθισμένοι στο καφενείο συζητούσαμε το επίκαιρο θέμα…
«- Γιατί διαλέξατε την αξέχαστη εκείνη μέρα και ώρα (κι εννοούσα την 28-10-1940), το συγκεκριμένο τραγούδι, φεύγοντας: Ρωτώ!
– Κι επήρα την απάντηση, απ’ όσους γύρισαν από τον πόλεμο του ’40 συγχωριανούς μου: «- Για την ελευθερία, για την πατρίδα, για  τη θυσία…», αυτήν «την κόρη» εννοούσαμε… κι άλλο λόγο δε μπορέσαμε, τότες, στο καφενεδάκι του χωριού μας, να πούμε…
Γίνονταν κόμπος στον λαιμό και στέγνωνε το στόμα!.. Είχαμε όλοι, κατασυγκινηθεί…
*** * ***
Και μια ματιά όπως προείπαμε στη σχετική λαϊκή Μούσα αρχίζοντας όπως έχουμε χρέος με ένα δίστιχο από τα ηπειρωτικά μας βουνά.
«Η ανθρουπότης βρι πιδιά θ’ αναρουτιέτι πάντα,
ουχτώ ικατομμύρια πούς νίκησαν σαράντα;».
Κάθε σχολιασμός νομίζουμε, περιττεύει…
Πάντα πνευματώδης η λαϊκή ρίμα της Κρήτης μιλεί με περιφρόνηση για τον υπερφίαλο Μουσολίνι:
«Του Μουσουλίνι η κεφαλή κατέβασε μια μέρα,
πως την Ελλάδα στη σκλαβιά θα βάλει πέρα ως πέρα.
Διάλε την κουκουνάρα σου Μπενίτο Μουσολίνι
και δεν εσυλογιάστηκες στο τέλος τι θα γίνει;
Μπέμπει τσοι φτερουγάτους του, μπέμπει και βερσαλλιέρους,
να κατέβουν στον Καλαμά, μιαν Κυριακή ταϋτέρου.
Εμπεψε τσοι κενταύρους του στην Πίνδο να ριχτούνε
και κειν’ οι μαυροέρημοι γλακούνε να χωστούνε.
Οντας των εγιουργιάρανε τσολιάδες και φαντάροι,
σαν τσοι λαγούς γλακούσανε και τρέμαν σαν το ψάρι.
Αέρα! οι φαντάροι μας, φούσκωστον οι τσολιάδες,
επιάσανε τσοι σαν τ’ αρνιά αιχμάλωτους χιλιάδες.
Μάχουντ’ οι νιοι τση Ρούμελης, τσ’ Ηπειροθεσσαλίας,
τση Θράκης, του Μωριά οι αητοί και τση Μακεδονίας.
Εφτάξανε κι οι Κρητικοί, οι καστροπολεμάρχοι,
στση Τρεμπεσίνας τα βουνά δίδουν την πρώτη μάχη…
Ετότεσας ελόγιασε ο μαστροκαμπαλέρο:
– Μα το Μεγαλοδύναμο δε θα τα καταφέρω.
Μηνά τ’ ο Ντούτσε: – Βάσταξε κι η άνοιξη κοντεύει.
– Ντούτσε μ’ ο Ελληνικός Στρατός κακό μου μαγερεύει,
όντε θα ν’ έρθ’ η γι’ άνοιξη, Ντούτσε γιβεντισμένε,
Μπεράτι, Αυλώνας κι Ελμπασάν, ελληνικά θα ν’ έναι!
– Ετσά που την κατάντησες, Ντούτσε την Ιταλία,
μοιάζει με το γραμμάτιο που λήξ’ η προθεσμία!».
– Ηταν η χαρισματική έμπνευση του Λευτέρη Μαυρομάτη «εκ Χανίων», με την ένδειξη: «Αθήνα, 1941» και βρίσκεται κατατεθιμένη στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης (Χανιά), το οποίο και από τη θέση αυτή ευχαριστούμε για την παραχώρηση.

– Και πάμε στ’ ανατολικά  της Κρήτης μας:
– Ο πασίγνωστος και πραγματικά χαρισματικός ριμαδόρος και λαϊκός ποιητής Γιάννης Χασαπλαδάκης (ή Καβρός) από τα Μετόχια της Σητείας (1899-1983), αφιερώνει στον «Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940» μια εμπνευσμένη ρίμα -154- στίχων, από την οποία θα σας μεταφέρω λίγους:
«- Πολλοί πόλεμοι γίνανε, ρυάκι ’τρέξε το αίμα,
μα το Σαράντα ποταμός και το Σαράντα ένα.
Να τονε κάψει ο Θεός οπού ’τανε αιτία
και θάφτηκαν τόσα παιδιά πάνω στην Αλβανία.
Ο Μουσολίνης ήτανε που να σκυλογαυγίσει,
να μην ’τονε χωνέψει η γης, εκειά που θα ψοφήσει.
Αυτός, ο ψευτοκαίσαρας που ’θελε στην Ελλάδα,
με μαντολίνα και βιολιά να κάμει μια καντάδα.
Για κείνο κι ήρθε ύπουλα την “Έλλη” να βυθίσει
και να βρεθεί μιαν αφορμή να μας σε κατακτήσει.
Κι εμείς για ν’ αποφύγομε την αιματοχυσία,
είπαμ’ “ας το βρει απ’ το Θιό κι από την Παναγία!”.
Σαν δεν τον χτύπησ’ η Ελλάς, στέκει και συλλογάται,
τα οκτώ εκατομμύρια, τις λόγχες μας φοβάται.
Τ’ Οκτώβρη τσ’ είκοσι οκτώ πήγε με ρεντικότα,
ο πρέσβυς του και χτύπησε του Μεταξά την πόρτα.
– Τι τρέχει και με ξύπνησες στου ύπνου μου τη ζάλη;
Την ανεξαρτησία μας, μας εγγυάσαι πάλι;…
Μα ’κείνος ετρεμούλιαζε, ωσάν τη σουσουράδα.
“- Ο Μουσολίνι, σου ζητά και θέλει την Ελλάδα!”…
…Αντί να πει “μολών λαβέ”, εκείνος είπε τ’ ΟΧΙ,
εμείς δε σας φοβούμαστε, αν είστε κι άλλοι τόσοι.
Οι λόγχες σας είναι πολλές, όχι όμως πως τρυπούνε,
γιατί θα να ’ναι Ιταλοί απού θα τις κρατούνε.
Πως είν’ τα όπλα του πολλά, θαρρεί θα μας φοβίσει,
ας ξέρει ότι μ’ Έλληνες έχει να πολεμήσει…
…Κι αμέσως βγαίνουν στο λαό και τον ειδοποιούνε,
Ελευθερία ή Θάνατος, για σκλάβοι να γενούμε.
Κι είπεν αμέσως ο λαός, σαν να ’ταν μ’ ένα στόμα:
Ελευθερία ή Θάνατος, να λιώσουμε στο χώμα.
Καλλιά να σκοτωθούμενε, ένας μας να μη μείνει,
παρά να ζούμε υπόδουλοι και πού; Στο Μουσολίνι!..

Και τα γεγονότα εκτυλίσσονται αστραπιαία:
«…Με της Πατρίδας τη φωνή οι Έλληνες πετούνε,
σαν τα πουλάκια γρήγορα, τ’ άρματα να ζωστούνε,
– Πηγαίνετ’ όλοι στο καλό, στης μάχης τα πεδία,
τη Νίκη να μας φέρετε και την Ελευθερία…».

Το αποτέλεσμα:
«…Της Αλβανίας τα βουνά, γενήκανε σχολείο
και δάσκαλος είν’ η Ελλάς, μ’ ένα χρυσό βιβλίο.
Εκεί διδάσκει ο δάσκαλος κι ας πάνε όσοι θέλουν,
να μάθουν όλοι οι λαοί πως πρέπει να πεθαίνουν.
Της Αλβανίας τα βουνά, πάντα ’ναι χιονισμένα
και τ’ άνθη που φυτρώνουνε μ’ αίμα ’ναι ποτισμένα…».

Και οι επιλογικές δεκαπεντασύλλαβες γραμμές που λένε:
«…Εκεί που πέσει Έλληνας, δάφνη θα ξεφυτρώνει,
Και πάνω στα κλωνάρια της θα κελαηδεί τ’ αηδόνι.
…Εις τα πεδία της τιμής επέσατε ανδρείως,
λαμπάδες εις τους τάφους σας, θ’ ανάβουν αιωνίως…
…Κι απάνω εις τους τάφους σας, πουλάκια θα πετούνε,
το Χαίρε, ω Χαίρε Ελευτεριά, να σας ετραγουδούνε…» (1).
(1): Τη ρίμα για τον «Ελληνοϊταλικό πόλεμο του ’40», του Γιάννη Χασαπλαδάκη, αποδελτιώσαμε και στο «Δεύτερο βιβλίο» του, Σταυρωμένος – Σητείας, 1984, σχ. 8ο μεγάλο, σελ. 1 – 280, στις σελ. 64 – 69 και στο περ. της Ιστορ. Λαογρ. Εταιρείας Λασιθίου «Αμάλθεια», τευχ. 2, Σεπτ. – Οκτ. 1970, Αγ. Νικόλαος, 1970, σελ. 51 – 53 και βέβαια ανθολογήθηκε και στο βιβλίο: Σταμ. Α. Αποστολάκη: «Η Μάχη της Κρήτης στο Δημ. Τραγούδι του Νησιού», Χανιά, 1991, σ. 50 κ.ε.
*** * ***
– Αυτός ήταν και είναι ο αγονάτιστος λαϊκός ποιητής μας, που έκαμε ρίμα και τραγούδι, μαντινάδα και ριζίτικο, το μέγα γεγονός της 28ης Οκτωβρίου του 1940. Το καταθέτει στα νιάτα μας και το σιγοψιθυρίζει στα γηρατειά μας και γίνεται στη σκέψη μας: αρωματικό λιβάνι και Τρισάγιο στην ιερή μνήμη των 7.948 πεσόντων ηρώων και μαρτύρων του πολέμου του Σαράντα, που ’χουμε χρέος να θυμούμαστε πάντα και να τιμούμε όσο υπάρχουμε, «ώστε να στέκει η Ελλάδα μας»!

Υ.Γ. Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων της εποχής, από τον τόμο: «Η Εποποιία του 1940-41» του Αρχείου Ιστορ. Σελίδων, Αθήνα, 1981.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα