Ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς τῆς Λαογραφίας στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν Δημήτριος Β. Οἰκονομίδης (1910-2009) σὲ σύντομη μελέτη ποὺ δημοσιεύτηκε στὸν 54ο τόμο τῆς «Ἐπετηρίδος Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν» (2003, 258-272) παρουσίασε λαϊκὲς παραδόσεις τῆς ἐποχῆς τῆς τουρκοκρατίας ποὺ διαμορφώθηκαν μὲ ἐκκλησιαστικὴ ἐπίδραση. Πρόκειται γιὰ παραδόσεις οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται «μόνον εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν καὶ τὰ μετ’ αὐτῆς καὶ τὰ μετὰ τῆς ἁλώσεως συνδεόμενα πρόσωπα καὶ γεγονότα». Μὲ ἀφορμὴ τὴ νέα βεβήλωση τοῦ μεγαλόπρεπου ναοῦ ἐπιλέγω, γιὰ κέντρισμα τῆς μνήμης, ὁρισμένες ἀπὸ αὐτές.
Γιὰ «τὸ σχέδιο τῆς Ἁγιᾶς Σοφιᾶς» ὑπῆρχε στὴ Βιζύη τῆς Θράκης ἡ ἑξῆς παράδοση:
«Ὅταν ὁ βασιλὲς στὴν Πόλη ἀποφάσισε νὰ χτίσῃ τὴν Ἁγιὰ Σοφιά, κανεὶς τεχνίτης δὲν μπόρεσε νὰ τοῦ παρουσιάσῃ σχέδιο ποὺ νὰ τοῦ ἀρέσῃ. Καί, ὅταν μιὰ φορὰ πῆγε νὰ λειτουργηθῇ ὁ βασιλὲς καὶ ἀπόλυκε ἡ ἐκκλησία, κεῖ, ποὺ ἔπαιρνε τ’ ἀντίδερο ἀπὸ τοῦ Πατριάρχη τὸ χέρι, ἔπεσε τ’ ἀντίδερο χάμω. Σκύβει νὰ τὸ πάρῃ, δὲν τὸ βρίσκει, ὅταν ἄξαφνα βλέπει μιὰ μέλισσα μὲ τ’ ἀντίδερο στὸ στόμα νὰ πετᾷ ἀπ΄ τὸ παράθυρο. Βγάνει διαταγή, ὅποιος ἔχει μελίσσια νὰ τὰ τρυγήσῃ, γιὰ νὰ βρεθῇ τ’ ἀντίδερο. Καὶ ἄλλος κανεὶς δὲν τό ‘βρε, παρ’ ἢ ὁ πρωτομάστορας, ποὺ σ’ ἕνα κυψέλι εἶδε ἀντὶ γιὰ κερήθρα μιὰ πανώρια ἐκκλησιὰ πελεκητὴ καὶ στὴν ἅγια τράπεζά της τὸ ἀντίδερο. Τὴν εἶχε φτειασμένη ἡ μέλισσα μὲ τὴ χάρη τοῦ ἀντίδερου τῆς προσφορᾶς. Αὐτὴ τὴν ἐκκλησία ἐπαρουσίασε ὁ πρωτομάστορας στὸ βασιλέ, καὶ ἴδια μ’ αὐτὴ ἔκαμαν τὴν Ἁγιὰ Σοφιά».
Ὁμοιότητα ἔχει ἄλλη παράδοση, ἀπὸ τὴν Κρήτη:
«Ὁ πρῶτος βασιλιὰς ἁπού ΄χτισε τὴν Ἁγιὰ Σοφιὰ ἐλείφτηκε παράδες καὶ δὲν εἴχενε νὰ τηνε ΄ποχτίσῃ κ’ ἤτονε στενοχωρεμένος. Μιὰ κοπανιὰ ἐκειὰ ποὺ κάθουντόνε θωρεῖ ἕναν ἄθρωπο καλοντυμένο μὲ τὰ χιαλουβάρια ντου, μὲ τὰ τσαρδίνια ντου καὶ πάει καὶ λέει του: ”Βασιλιά μου, ἤμαθα πὼς εἶσαι στενοχωρεμένος, γιατὶ δὲν ἔχεις νὰ ΄ποχτίσῃς τὴν Ἁγιὰ Σοφιά. Πέψε μου μένα ἕναν κιρατζὴ μὲ δυὸ τρία χτήματα νὰ σᾶς τὰ φορτώσω παράδες νὰ ΄ποχτίσετε τὴν Ἁγιὰ Σοφιὰ καὶ παραΰστερα ὅτινα τὰ βρῆτε μοῦ τὰ δίδετε”. Δίδει του κιόλας ὁ βασιλιὰς ἕναν κιρατζὴ μὲ τρία χτήματα καὶ μισεύγουνε. Πᾶνε, πᾶνε καὶ φτάνουνε σ’ ἕναν παλάτι γεμᾶτο λογάρι. Κάνει τρία γομάρια ὁ κιρατζής, φορτώνει τα καὶ πάει τα τοῦ βασιλιᾶ καὶ ΄ποχτίζει τὴν Ἁγιὰ Σοφιά. Μὲ τὸν καιρὸ ὁ βασιλιὰς ἔβαλε φόρος στὸ λαό ντου κ΄ ἐμάζωξε τσοὶ παράδες. Φορτώνει τσοι πάλι στὸν ἴδιο κιρατζὴ καὶ λέει του: “Πᾶρε τὸ χρέος μας νὰ τὸ πᾶς στὸν ἄθρωπο ποὺ τὸ χρωστοῦμε ἁποὺ κατέχεις ἀπὸ ποῦ τὰ πῆρες”. Παίρνει ὁ ἄθρωπος πάλι τρία γομάρια παράδες κ’ ἐπήγαινε. Πάει νὰ βρῇ τὸ παλάτι, πρᾶμα. Γιαγέρνει ὀπίσω στὸ βασιλιά. “Βασιλέα μου, πολυχρονομένε, ἐπῆγα ΄γώ, μὰ δὲν ηὗρα πρᾶμα στὸν τόπο ἁπού ΄τονε τὸ παλάτι, μόνο χωράφια”. Ἐτοτεσὰ τὸ κατάλαβεν ὁ βασιλιὰς πὼς δὲν ἤτονε ἄθρωπος κειοσὰ ποὺ τοῦ παρησιάστηκε».
Σὲ πολλὲς περιοχὲς τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου ἦταν προσφιλὴς ἡ παράδοση γιὰ τὸν «Παπᾶ τῆς Ἁγιᾶς Σοφιᾶς»:
«Τὴν ὥρα ποὺ μπῆκαν οἱ Τοῦρκοι στὴν Ἁγιὰ Σοφιὰ δὲν εἶχε τελειώσει ἀκόμη ἡ λειτουργία. Ὁ παπᾶς ποὺ ἔκανε τὴ λειτουργία πῆρε ἀμέσως τὸ ἅγιο δισκοπότηρο. Ἀνέβη στὰ κατηχούμενα, ἐμπῆκε σὲ μιὰ θύρα καὶ ἡ θύρα ἔκλεισε ἀμέσως. Οἱ Τοῦρκοι, ποὺ τὸν ἐκυνήγησαν, εἶδαν νὰ γίνῃ ἄφαντος καὶ ηὗραν ἐμπρός των τοῖχο· πολέμησαν νὰ τὸν χαλάσουν μὲ τὰ ὅπλα τους καὶ δὲν μπόρεσαν. Ἔφεραν, ὕστερα, χτῖστες κ’ ἐκεῖνοι δὲν ἔκαμαν τίποτα. Προσκάλεσαν κατόπιν ὅλους τοὺς χτῖστες τῆς Πόλης, ἔβαλαν τὰ πάντα εἰς ἐνέργεια νὰ γκρεμίσουν ἐκεῖνον τὸν τοῖχο, ἀλλὰ καὶ αὐτῶν οἱ κόποι πῆγαν χαμένοι. Οὔτε μὲ λοστοὺς οὔτε μὲ ὅλα τὰ σύνεργα δὲν μπόρεσαν νὰ χαλάσουν τὸν τοῖχο. Γιατὶ εἶναι θέλημα Θεοῦ ν΄ ἀνοίξῃ ἡ θύρα μόνη της, ὅταν ἔλθῃ ἡ ὥρα, καὶ νὰ βγῇ ἀπὸ κεῖ ὁ παπᾶς νὰ τελειώσῃ τὴν λειτουργία στὴν Ἁγιὰ Σοφιά, ὅταν θὰ πάρωμε πίσω τὴν Πόλη».
Ἄλλες παραδόσεις κάνουν λόγο γιὰ μυστικὴ λειτουργία τῆς ἀναστάσεως ποὺ τελεῖται στὴν Ἁγία Σοφία:
«Μιὰ φορὰ κάθε χρόνο ἕνα κλεισμένο ἱερὸ στὴν Ἁγιὰ Σοφιὰ ἀνοίγεται καὶ γίνεται σ’ αὐτὸ ἡ λειτουργία. Ἂν αὐτὸς ποὺ θὰ μπῇ τυχὸν καὶ παρευρεθῇ στὴ λειτουργία δὲν τρέξῃ νὰ βγῇ ὅταν τελειώσῃ, κλείουν οἱ πόρτες τῆς ἐκκλησίας καὶ μένει ἐκεῖ κλεισμένος ὣς τὸ Πάσχα τοῦ ἐρχομένου ἔτους. Ἕνα παιδὶ ποὺ μπῆκε στὸ ἱερὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας, ποὺ ἔτυχε ἀνοικτὸ καὶ δυσκολεύτηκε νὰ βγῇ μετὰ τὴ λειτουργία, λόγῳ τοῦ πλήθους τῶν πιστῶν, παρέμεινεν ἐκεῖ κλεισμένο ἕναν ὁλόκληρο χρόνο· ὅταν κατόπιν ἐβγῆκε ὑπέθετεν ὅτι ὀλίγη ὥρα μόνον ἔλειψε».
Γιὰ τὴν Ἁγία Τράπεζα ὑπάρχει παράδοση μὲ πανελλήνια διάδοση:
«Τὴν ἡμέρα ποὺ πάρθηκε ἡ Πόλη, ἔβαλαν σ’ ἕνα καράβι τὴν Ἅγια Τράπεζα τῆς Ἁγιᾶς Σοφιᾶς νὰ τὴν πάῃ στὴ Φραγκιά, γιὰ νὰ μὴν πέσῃ στὰ χέρια τῶν Τούρκων. Ἐκεῖ ὅμως στὴ θάλασσα τοῦ Μαρμαρᾶ ἄνοιξε τὸ καράβι καὶ ἡ Ἅγια Τράπεζα ἐβούλιαξε στὸν πάτο. Στὸ μέρος ἐκεῖνο ἡ θάλασσα εἶναι λάδι, ὅση θαλασσοταραχὴ καὶ κύματα κι ἂν εἶναι γύρω. Καὶ τὸ γνωρίζουν τὸ μέρος αὐτὸ ἀπὸ τὴ γαλήνη ποὺ εἶναι πάντα ἐκεῖ καὶ ἀπὸ τὴν εὐωδία ποὺ βγαίνει. Πολλοὶ μάλιστα ἀξιώθηκαν νὰ τὴν ἰδοῦν εἰς τὰ βάθη τῆς θάλασσας. Ὅταν θὰ πάρωμε πάλι τὴν Πόλη, θὰ βρεθῇ καὶ ἡ Ἅγια Τράπεζα καὶ θὰ τὴν στήσουν στὴν Ἁγιὰ Σοφιὰ νὰ γίνουν σ’ αὐτὴ τὰ ἐγκαίνια» (πρόκειται γιὰ παραλλαγὴ παλαιότερης παράδοσης ποὺ εἶχε διαμορφωθεῖ μετὰ τὴν κατάληψη τῆς Πόλης ἀπὸ τοὺς Φράγκους τὸ 1204).
Παραδόσεις σὰν κι αὐτὲς ἀφήνουν ἴσως σήμερα γεύση πικρή· σὲ κάποιους προκαλοῦν εἰρωνικὰ σχόλια καὶ σκέψεις. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ ξεχνᾶμε ὅτι σὲ καιροὺς χαλεποὺς καὶ σὲ χρόνια δίσεκτα ἦταν πηγὴ ἐλπίδων, καρτερίας καὶ ὑπομονῆς. Πάντα, ὅταν ὁ ἄνθρωπος βεβαιωθεῖ πὼς τίποτε ἀπὸ ὅσα βλέπει καὶ γνωρίζει δὲν δίνει ἀπάντηση στὶς ἀναζητήσεις του, στρέφεται στὸ χῶρο τοῦ μεταφυσικοῦ. Τὸ ὅτι καὶ σήμερα συμβαίνει αὐτὸ εἶναι φυσιολογικό, ἀποτελεῖ δὲ ἀπάντηση σὲ ὅσους νομίζουν ὅτι ἡ ἐποχή μας ἔχει ἰσοπεδώσει τὰ πάντα.
κιρατζής: ἀγωγιάτης
λογάρι: θησαυρός, πλοῦτος
τσαρδίνια: ψηλὰ ὑποδήματα, ἐπίσημα
χιαλουβάρια: ἐπίσημη ἐνδυμασία (σαλιβάρια)
Από τη συγκεκριμένη ανάρτηση στην ηλεκτρονική σελίδα της εφημερίδας λείπει το αρχικό τμήμα του άρθρου, σημαντικό και κατατοπιστικό.
Αγαπητέ κύριε Λουπάση παρότι το σημερινό σας κείμενο δεν μου είναι οικείο το διάβασα με ενδιαφέρον μέσω των σωστών Ελληνικών σας!
Γενικώς πάντως θα ευχόμουν μεγαλύτερη συμμετοχή συμπολιτών μας σε αυτού του είδους την επικοινωνία.