Κύριε διευθυντά,
ο γράφων την επιστολή αυτή παρακολουθεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την ειδησεογραφία και αρθρογραφία στην έγκριτη εφημερίδα σας τη σχετική με την αναμενόμενη μειωμένη ελαιοπαραγωγή. Η ενσκήψασα και στα «μέρη» μας κλιματική αλλαγή εξαιτίας της υπερθέρμανσης του πλανήτη έφερε μαζί της και τα κακά που κουβαλάει όπως τις μεταβολές στη θερμοκρασία, στο φως, στο νερό και στον κύκλο των βροχών. Αν ληφθεί υπόψη και η ποικιλότητα του μικροκλίματος που επικρατεί στον Νομό μας, μπορεί κανείς να δικαιώσει όλα όσα αναγράφονται από ειδικούς και μη σχετικά με τα ζημιογόνα αίτια της ανησυχητικά μειωμένης ελαιοπαραγωγής. Με την επιστολή μου αυτή θα ήθελα να αναφερθώ σε ορισμένες λεπτομέρειες για πληρέστερη ενημέρωση του αναγνωστικού σας κοινού. Η ικανότητα του ελαιοδέντρου να δεχτεί την επίδραση του ανθογόνου ερεθίσματος, δηλαδή η γνωστή βιοχημική διαφοροποίηση, μπορεί κατά μέρος να καθοριστεί το καλοκαίρι ανάλογα με το μέγεθος της υφιστάμενης καρποφορίας και σε σχέση με την υπάρχουσα φυλλική επιφάνεια. Η καταβολή όμως των ανθέων πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια του ψυχρού καιρού, δηλαδή τον χειμώνα. Σε όλες τις ποικιλίες φαίνεται ότι χρειάζονται δύο μήνες με μέση θερμοκρασία 10ο C ή χαμηλότερη για να σχηματιστεί ικανοποιητικός αριθμός ανθικών καταβολών. Οι ανθικές καταβολές δεν διακρίνονται μικροσκοπικά παρά μόνο δύο μήνες ή και λιγότερο πριν την έκπτυξη των ανθέων. Αυτό σημαίνει πως σε ορισμένες ελαιοκομικές περιοχές και ιδιαίτερα σ’ εκείνες που επικρατεί η τσουνάτη οι κλιματικές συνθήκες να μην επέτρεψαν τον σχηματισμό των ανθικών καταβολών, οπότε δεν υπήρξε ή ήταν μειωμένη η έκπτυξη των ανθέων. Σε άλλες πάλι περιοχές, αν κατά την έκπτυξη των ανθέων επικρατούσε ξηρασία και νοτιάδες η ανθοφορία καταστράφηκε «εν τη γενέσει» της. Κατά κανόνα τα άνθη της ελιάς εμφανίζονται σε ταξιανθία φόβης και είναι τέλεια με δύο στήμονες και έναν ύπερο. Μπορεί να υπάρξουν και ατελή άνθη, δηλαδή με δύο στήμονες και έναν «πεπηρωμένο» ύπερο. Σε ορισμένες ποικιλίες τα ατελή άνθη υπάρχουν σε μεγάλο ποσοστό. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει με τις καλλιεργούμενες στην περιοχή μας ποικιλίες ελιάς, οι οποίες επιπρόσθετα δεν είναι αυτόστειρες ή αυτοασυμβίβαστες, αλλά αυτογόνιμες. Βέβαια η ανθοφορία είναι τόσο μεγάλη που δεν επηρεάζεται το μέγεθος της παραγωγής. Οι φόβες που φέρνει ένα ελαιόδεντρο είναι τόσες πολλές, ώστε στις μεγαλόκαρπες ποικιλίες να αρκεί και ένας καρπός να μείνει κατά φόβη ή 4 – 5 καρποί κατά βλαστό με 16-20 ανθοταξίες για να υπάρξει ικανοποιητική «βεδέμα». Οι δυσμενείς όμως καιρικές συνθήκες και ιδιαίτερα η ξηρασία και οι νοτιάδες μπορεί να προκαλέσουν επίσης «πήρωση» του υπέρου, που ακολουθείται από έντονη πτώση των ανθέων και των μικρών καρπών. Αξίζει να αναφερθεί πως τα πειράματα έδειξαν πως η χρήση ρυθμιστικών ουσιών 7 μήνες πριν τη διαφοροποίηση των ανθοφόρων οφθαλμών και μέχρι την πλήρη άνθιση δεν επέδρασαν στην αύξηση της καρποφορίας. Κι αυτό προς γνώση των ελαιοπαραγωγών που «πασχίζουν» να βελτιώσουν την αναμενόμενη καρποφορία με τη χρήση καρποδετικών ουσιών. Η ελιά είναι ανεμόφιλο φυτό. Η άφθονη γύρη της εξαπολύεται σε μεγάλες αποστάσεις και είναι επαρκής για τη γονιμοποίηση. Οι μέλισσες μπορεί να επισκέπτονται τα άνθη της ελιάς, αλλά δεν έχουν μεγάλη σημασία για την επικονίαση. Για την επίτευξη μεγάλης παραγωγής αρκεί το ποσοστό καρπόδεσης να είναι γύρω στο 1%. Τα μη γονιμοποιημένα άνθη απορρίπτονται. Σε ορισμένες περιοχές η ξηρασία και οι νοτιάδες κατά την περίοδο της γονιμοποίησης μπορεί να κατέστρεψαν τις σπερμοβλάστες ή η αφρικάνικη σκόνη να παρεμπόδισε τη γονιμοποίηση ή να προκάλεσε ψευδογονιμοποίηση με επακόλουθο την εκδήλωση του φαινομένου της σχινοκαρπίας. Συμπερασματικά δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως η βασική αιτία για την τελική μεγάλη μείωση της ελαιοπαραγωγής είναι οι καιρικές συνθήκες. Βέβαια πού και πώς ακριβώς επέδρασαν οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Ο ισχύων κανονισμός ασφάλισης της φυτικής παραγωγής σωστά ομιλεί για «φυσικούς κινδύνους», όπως για το χαλάζι, τον παγετό, την ανεμοθύελλα, την πλημμύρα, τον καύσωνα, τις υπερβολικές και άκαιρες βροχοπτώσεις, το χιόνι και τη θάλασσα. Κι αυτό ο ΕΛ.Γ.Α. πρέπει επιτέλους να το καταλάβει και να μην επιδίδεται σε χίλιες άλλες δικαιολογίες. Ευχαριστώ για τη φιλοξενία Βαγγέλης Α. Μπούρμπος, δρ γεωπόνος, ερευνητής, φυτοπαθολόγος, οικοτοξικολόγος