Ένας συγγραφέας, σκεφτόμουν, ένας συγγραφέας σύγχρονος του αναγνώστη δεν πεθαίνει οριστικά παρά όταν κυκλοφορήσει με το όνομά του στο εξώφυλλο το πρώτο βιβλίο το οποίο όμως δεν υπογράφει ο ίδιος, καθότι νεκρός πια, αλλά κάποιος επιμελητής και ίσως οι ορισμένοι από τη διαθήκη κληρονόμοι του· ένας συγγραφέας, σκεφτόμουν, πεθαίνει όταν το κλειδωμένο συρτάρι ανοίξει. Και εδώ, σκεφτόμουν πριν αρχίσω να διαβάζω το Για την Ιζαμπέλ, έχουμε έναν διπλό θάνατο να θρηνήσουμε. Τον οριστικό θάνατο του Αντόνιο Ταμπούκι, διατηρώντας την ελπίδα, πιθανά κρυφή και ανομολόγητη, πως τα συρτάρια θα κρύβουν και άλλα ακατέργαστα στολίδια, όμως ταυτόχρονα θρηνούμε και τον θάνατο του μεταφραστή του στα ελληνικά, τον θάνατο του Ανταίου Χρυσοστομίδη. Αυτά σκεφτόμουν πριν αρχίσω να διαβάζω το μυθιστόρημα αυτό, όταν ακόμα ξεφύλλιζα τις σελίδες, παρατηρούσα τις λεπτομέρειες στο εξώφυλλο, τις αφιερώσεις, την περίληψη στο οπισθόφυλλο, το όνομα του μεταφραστή. Ύστερα η φωνή του Ταμπούκι κάλυψε τα πάντα.
Θα μπορούσε να φανεί παράξενο ότι ένας συγγραφέας που έχει περάσει τα πενήντα και έχει εκδώσει τόσα βιβλία νιώθει ακόμα την ανάγκη να δικαιολογήσει τις περιπέτειες της γραφής του. Και σ’ εμένα φαίνεται παράξενο. Προφανώς δεν έχω λύσει ακόμα το δίλημμα αν πρόκειται για ένα αίσθημα ενοχής απέναντι στον κόσμο ή για μια απλούστερη επεξεργασία του πένθους, που μου διέφυγε.
Αυτά, μεταξύ άλλων, αναφέρει ο Ταμπούκι στο εισαγωγικό σημείωμα, στην αιτιολόγηση με μορφή σημειώματος όπως ο ίδιος την χαρακτηρίζει. Νιώθει ακόμα την ανάγκη να δικαιολογήσει τις περιπέτειες της γραφής του, κάτι το οποίο σε συνδυασμό με το γεγονός πως μέχρι το τέλος δεν αποφάσισε να εκδώσει αυτό το βιβλίο, ιντριγκάρει τον αναγνώστη, τον ωθεί να αναρωτηθεί τι το ιδιαίτερο είχε για τον Ταμπούκι αυτό το συγκεκριμένο μυθιστόρημα.
Ο Σλοβάσκι αναζητά την Ιζαμπέλ. Ο Σλοβάσκι είναι συγγραφέας. «Έκανα κι εγώ τις παλίρροιες να φουσκώνουν, αυτό είναι το αμάρτημά μου. Μου φαίνεσαι κάπως ασαφής, τέκνον μου, αποκρίθηκε ο παπάς, πρέπει να μου εξηγήσεις καλύτερα. Έγραψα βιβλία, ψιθύρισα, αυτό είναι το αμάρτημά μου. Ήταν βιβλία πρόστυχα; ρώτησε ο παπάς. Μα τι πρόστυχα, απάντησα, δεν είχαν τίποτε το πρόστυχο, μόνο ένα είδος αυθάδειας προς την πραγματικότητα». Αυθάδεια προς την πραγματικότητα, τι εύστοχη περιγραφή για το έργο του Ταμπούκι, εύστοχη και διττή, διπλή αυθάδεια προς την πραγματικότητα, από τη μια ο ποιητικός λόγος, η αποτύπωση της ονειρικής υφής της πραγματικότητας, από την άλλη ταυτόχρονα ο αγώνας ενάντια στη λήθη και την επικράτηση μιας πραγματικότητας που δεν αποτυπώνει την πραγματικότητα. Ο Σλοβάσκι θα βρεθεί στη Λισαβόνα. Από εκεί θα αρχίσει η αναζήτηση της Ιζαμπέλ, σε ένα πολυτελές εστιατόριο θα αρχίσει να ξετυλίγεται το νήμα.
Ο Ταμπούκι με τον υπότιτλο «ένα μάνταλα» δίνει ένα στοιχείο στον αναγνώστη, να κοιτάξει ανατολικά, να γυρέψει εκεί τα χαρακτηριστικά αυτής της αναζήτησης, να αψηφήσει τις χρονικές ανακολουθίες, να ακολουθήσει την πορεία του Σλοβάσκι από κύκλο σε κύκλο, να αντικρίσει το παρελθόν να αποκαλύπτει με δυσκολία τα μυστικά του υπό το βάρος της επιμονής τού Σλοβάσκι που αναζητά την Ιζαμπέλ, και δεν σκοπεύει να τα παρατήσει εύκολα, την Ιζαμπέλ που αν ήταν πρωταγωνίστρια του Μπολάνιο θα ήταν η Αουξίλιο, κλειδωμένη σε μια τουαλέτα του πανεπιστημίου στο Φυλαχτό. Βεβαίως και θα μπορούσε να διαβαστεί ως μυθιστόρημα νουάρ, ίσως θα επιβαλλόταν κιόλας να αντιμετωπίσει κανείς τον Σλοβάσκι ως έναν μεταφυσικό ντετέκτιβ, όμως πέρα και πάνω απ’ όλα και αυτό το βιβλίο του Ταμπούκι είναι στον πυρήνα του πολιτικό, η δικτατορία του Σαλαζάρ, οι μελανές σελίδες της πορτογαλικής ιστορίας.
Κριτήριο άλλο για να μιλήσω για τη μετάφραση του Παπασταύρου δεν έχω παρά την οικεία και γνώριμη αίσθηση της φωνής του Ταμπούκι όπως την γνώρισα μέσα από τις μεταφράσεις του Χρυσοστομίδη, και αυτό νομίζω αρκεί.