Η διδασκαλία της τέχνης στο δημόσιο σχολείο υπήρξε πάντα μία υπόθεση δευτερεύουσας σημασίας για το Υπουργείο Παιδείας στην Ελλάδα.
Τα μαθήματα των εικαστικών και του σχεδίου δεν έχουν διδαχθεί ποτέ με τις στοιχειωδώς απαραίτητες υποδομές και συνθήκες, τις οποίες αδιάκοπα και σταθερά διεκδικεί η Ένωση Εκπαιδευτικών Εικαστικών Μαθημάτων. Πολλά χρόνια τώρα ζητάμε το μάθημα να γίνει εργαστηριακό, δηλαδή να υπάρχει αίθουσα εικαστικών με ένα βασικό υλικό εξοπλισμό, για συγκεκριμένο αριθμό μαθητών και με το ουσιαστικά απαραίτητο και εξειδικευμένο εκπαιδευτικό προσωπικό. Επιδίωξή μας παραμένει διαχρονικά το μάθημα να διδάσκεται με τις παραπάνω συνθήκες σε όλες τις τάξεις της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και με ένα χαρακτήρα ολιστικής εκπαιδευτικής προσέγγισης.
Δυστυχώς, στην ιστορία του μαθήματος, αυτό που συμβαίνει είναι το ακριβώς αντίθετο από το επιθυμητό: αντί να βελτιώνονται οι συνθήκες διεξαγωγής του, συνεχώς υποβαθμίζονται. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι περιπτώσεις περιορισμού της καλλιτεχνικής παιδείας και γενικότερα των τεχνών παρατηρούνται συνήθως σε απολυταρχικά καθεστώτα και όχι στις δημοκρατίες. Η εικαστική παιδεία και το σχέδιο ειδικότερα, αποτελούν αναπόσπαστο και οργανικό κομμάτι όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης στις ευρωπαϊκές χώρες, των οποίων αξιώνουμε να είμαστε ισότιμο μέλος. Θεωρούμε αυτό που συμβαίνει εξαιρετικά θλιβερό και ανησυχητικό, ειδικά για μια χώρα που στηρίζει την εθνική της ταυτότητα στον πολιτισμό της, αλλά αυτό είναι μια μεγάλη κουβέντα την οποία επιφυλασσόμαστε να αναπτύξουμε ξεχωριστά.
Επίσης άξιο προβληματισμού αποτελεί το γεγονός ότι τα μαθήματα των τεχνών εξαλείφονται σταδιακά αποκλειστικά από τα δημόσια και όχι από τα ιδιωτικά σχολεία, όπου παραμένουν σταθερά και αναλλοίωτα ενισχυμένα.
Πίσω στο δημόσιο σχολείο τώρα, παρατηρούμε να δημιουργείται ένα εξόφθαλμα οξύμωρο φαινόμενο. Το μάθημα του σχεδίου έχει το μεγαλύτερο δυνατό συντελεστή μοριοδότησης, σαν πανελλαδικά εξεταζόμενο ειδικό μάθημα. Δηλαδή, ενώ φέτος το μάθημα του σχεδίου δεν διδάχθηκε καθόλου στην τρίτη λυκείου, έχει μεγάλη βαρύτητα για την εισαγωγή των μαθητών σε σχολές όπως η αρχιτεκτονική, η διακοσμητική, η γραφιστική, κ.τ.λ.
Πέρα όμως από τη σημασία του μαθήματος στο σύστημα των πανελληνίων, ποια είναι η πραγματική αξία της διδασκαλίας της τέχνης;
Καταρχήν η τέχνη δίνει χώρο να εκφραστούν όσα δεν μπορούν να διατυπωθούν με το λόγο. Μέσα από την καλλιτεχνική δημιουργία τα παιδιά μπορούν να εκφράσουν τις βαθύτερες σκέψεις και τα συναισθήματά τους και να τα μετατρέψουν σε απτή εικόνα, άρα και συνείδηση. Έτσι γνωρίζουν καλύτερα τον εαυτό τους, τις αξίες και τα όριά τους.
Το πώς βλέπει το παιδί την εικόνα του σώματός του, τη θέση του μέσα στην ομάδα, μέσα στην οικογένεια και κατ’ επέκταση μέσα στη κοινωνία, εξερευνάται μέσα από τη δημιουργία ενός οικείου κόσμου (το έργο τέχνης κάθε παιδιού), αλλά και μέσα από ομαδικές δημιουργίες, εικαστικά παιχνίδια και συζητήσεις σχετικά με τα έργα. Μέσα από την εικαστική διαδικασία το παιδί έχει την ευκαιρία να αντιληφθεί τον εαυτό του και τους άλλους μέσα σε ένα ασφαλές πλαίσιο, όπου όλοι έχουν το ίδιο και ίσο δικαίωμα έκφρασης.
Στην τέχνη δεν υπάρχει σωστό και λάθος, ο καθένας βρίσκει τις δικές του λύσεις, αναπτύσσει και εξερευνά τις δικές του ιδέες. Οι όποιοι κανόνες υπάρχουν στην τέχνη λειτουργούν βοηθητικά και όχι ως ένα στενό και εξωτερικά επιβαλλόμενο πλαίσιο. Έννοιες όπως «συμπερίληψη» και «ομαδοσυνεργατική διαδικασία μάθησης» που προωθούνται ως σύγχρονα μαθητοκεντρικά μοντέλα μάθησης, αποτελούσαν ανέκαθεν θεμελιώδη στοιχεία της εικαστικής παιδείας. Επιπλέον, ο μαθητής μαθαίνει να ακούει, να βλέπει και να σέβεται την οπτική και την αισθητική των υπολοίπων, αφού ο καθένας δημιουργεί τον δικό του κόσμο στα έργα του. Οι σχέσεις έτσι ισχυροποιούνται, η αισθητική και η αντίληψή μας συνεχώς εμπλουτίζεται. Και εδώ μπαίνει το «μας» γιατί και οι εκπαιδευτικοί μαθαίνουμε συνεχώς από την αισθητική και την αντίληψη των μαθητών μας. Είναι μία σχέση αμφίδρομη και ζωντανή.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στους μαθητές, οι οποίοι είναι φυσικά και το ζητούμενο. Ένα ακόμα όφελος της τέχνης στην ψυχοπνευματική ανάπτυξη των παιδιών είναι η ενίσχυση της επαφής και της εμπιστοσύνης τους στην φαντασία. Στον όρο «φαντασία» συχνά αποδίδεται μία αρνητική χροιά, της μη ρεαλιστικής και λογικής αντίληψης της πραγματικότητας, η οποία δεν έχει καμία χρησιμότητα. Αντιθέτως, στην ουσία η φαντασία, δηλαδή η ικανότητα του ανθρώπου να επινοεί μέσα στο μυαλό του κάτι που δεν υπάρχει, είναι το χαρακτηριστικό το οποίο έχει επιτρέψει στην ανθρωπότητα τη δημιουργία και την ανάπτυξη του πολιτισμού, της επιστήμης και της τεχνολογίας. Αν ο άνθρωπος δεν μπορούσε να κάνει ένα νοητικό άλμα, τίποτα το οποίο δεν υπάρχει ήδη δεν θα μπορούσε να επινοηθεί και στη συνέχεια να υλοποιηθεί. Η ενεργοποίηση της φαντασίας και η εξάσκηση της γόνιμης χρήσης της, μπορεί να αποτελέσει ένα εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο, σε οποιαδήποτε σταδιοδρομία κι αν επιλέξει κάποιος αργότερα στη ζωή του.
Επιπρόσθετα, η επαφή με χειροπιαστά υλικά γυμνάζουν και οξύνουν την απτική αντίληψη και την μικροκινητική δεξιότητα. Τα παιδιά μαθαίνουν μέσα από μία διασκεδαστική εμπειρία, (η καλλιτεχνική διαδικασία άλλωστε έχει πολλά κοινά με το παιχνίδι), να χρησιμοποιούν ελεγχόμενα τα χέρια τους και να αποκτούν δεξιότητες αντίληψης, κατασκευής, χρήσης των υλικών αλλά και οικονομίας, καθαριότητας και φροντίδας του χώρου στον οποίο εργάζονται και μοιράζονται με τους συμμαθητές τους. Σε μια εποχή όπου η τεχνολογία και ο ψηφιακός κόσμος μονοπωλούν τις ώρες όλων μας, όπου η επικοινωνία και η κοινωνικοποίηση μας εξαρτάται όλο και περισσότερο από αυτά, η τέχνη προσφέρει εμπειρίες οι οποίες παραμένουν αναλλοίωτες στο χρόνο και στη συλλογική μας μνήμη. Με ένα χαρτί και ένα μολύβι μπορούν να γεννηθούν ιστορίες, φανταστικοί ήρωες και περιπέτειες, να επινοηθούν παιχνίδια, γενικότερα δηλαδή να «ποιηθεί» από το μηδέν ένα έργο.
Το έργο σαν τελικό αποτέλεσμα δεν έχει σημασία. Εάν τελικά το έργο «αποτύχει», αυτό είναι δευτερεύον. Πιο πολύ η διαδικασία είναι που μετράει και όχι η χρησιμοθηρία ή η «καλλιτεχνική αρτιότητα» του τελικού προϊόντος. Ο καθένας μας χρειάζεται το δικό του χρόνο και τρόπο για να φτιάξει αυτό που μπορεί και επιθυμεί. Σημασία έχει η κατάσταση στην οποία βρέθηκε το παιδί-δημιουργός την ώρα που αφιέρωσε στο έργο του, αυτό που ένοιωσε και εξερεύνησε και όχι αν το έργο του είναι τελικά «καλό». Βέβαια, σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο δομείται με γνώμονα την αριστεία και τον αδιάκοπο ανταγωνισμό, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί «ενοχλούν» τέτοια μαθήματα.
Τέλος, μέσα από την Ιστορία Τέχνης οι μαθητές εμβαθύνουν στην ουσία της ιστορίας, έρχονται σε επαφή και με άλλους πολιτισμούς, κι άλλες οπτικές με τις οποίες βλέπανε οι άνθρωποι ανά τους αιώνες τον κόσμο. Μέσα από αυτή τη διαδικασία μάθησης ανοίγει ένας τρόπος συνειδητοποίησης της ρευστότητας των δεδομένων και της αδιάκοπης μίξης των στοιχείων των ανθρώπινων πολιτισμών. Αναμφισβήτητα μια τέτοια διαδικασία προάγει την κριτική σκέψη, συμβάλει στην ανάπτυξη της συνειδητότητας, στην αναγνώριση της πανανθρώπινης συνεισφοράς στο πολιτισμικό οικοδόμημα και στη διαμόρφωση κοινωνικής συνείδησης. Διερωτάται λοιπόν κανείς μήπως εκεί ακριβώς βρίσκεται η στόχευση της υποβάθμισης των εικαστικών μαθημάτων;
Αναμένοντας την απόφαση του δικαστηρίου, αγωνιούμε και ελπίζουμε ότι οι επόμενες γενιές μαθητών δεν θα στερηθούν τα εφόδια των μαθημάτων μας και ότι εμείς, σαν εκπαιδευτικοί δεν θα στερηθούμε τη χαρά να τους συναντήσουμε και να τους μεταφέρουμε όσα περισσότερα μπορούμε.
Η Ομάδα Εκπαιδευτικών Εικαστικών μαθημάτων Ν. Χανίων
Γκουσγκούνης Σωτήρης
Σουλακέλη Νεφέλη
Σούστα Έλενα