ΜΕΡΟΣ Α’
Δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε ότι στην πόλη διεξάγεται ένας ακήρυχτος πόλεμος. Δεν αναφερόμαστε στις άμεσες ταξικές-οικονομικές σχέσεις και συγκρούσεις ανάμεσα στους συντελεστές του καπιταλιστικού συστήματος, δηλ. ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, αλλά στις επιπτώσεις που αυτές έχουν στο χώρο.
H πόλη ποτέ δεν ήταν ουδέτερη, πάντα εξέφραζε τα εκάστοτε κοινωνικά-οικονομικά δεδομένα. Αυτό συνέβαινε πάντα στην ιστορική εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας. Η ταξική διαστρωμάτωση της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας εκφράζεται στο χώρο τόσο με την χωροθέτηση των λειτουργιών της και τον τρόπο που αυτές αλληλοεξαρτώνται, όσο και με τη μορφή και το μέγεθός τους σε σχέση με το δημόσιο χώρο.
Ας μη συμπεριλάβουμε σε αυτό το σημείωμα τον τρόπο παραγωγής κτιριακών χώρων κατοίκισης εργασίας και ψυχαγωγίας και πώς αυτά επιδρούν με τη σειρά τους στην επιβολή της αστικής κυριαρχίας, αλλά ας σταθούμε στο θέμα της κατοικίας και του δημόσιου ελεύθερου χώρου.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΟΙΚΙΑ
Για τον καπιταλισμό η κατοικία δεν αντιμετωπίζεται ως αγαθό που θα πρέπει να έχουν πρόσβαση όλοι οι άνθρωποι, αλλά είναι ένα ακόμα εμπόρευμα προς εκμετάλλευση. Έτσι δεν υπάρχει κρατικό πρόγραμμα για στέγαση όλων των ανθρώπων, ούτε καν πρόβλεψη για το πώς αντιμετωπίζεται η περίπτωση έλλειψης κατοικιών, αφού όλα έχουν αφεθεί στους νόμους της αγοράς. Κάποιες φορές υπάρχουν τεχνικές παρέμβασης του κράτους για την «τόνωση» της οικοδομικής δραστηριότητας και «γρασαρίσματος» της οικονομίας, όπως η παροχή ενός επιπλέον ορόφου επί χούντας, ή οι σύγχρονοι νόμοι για τη ρύθμιση-αποπεράτωση αυθαιρέτων. Το χειρότερο είναι ότι τις περισσότερες φορές αυτές οι παρεμβάσεις του κράτους (ως πολιτικού εκφραστή της αστικής κυριαρχίας) γίνονται όχι για να αμβλύνουν τις αντιθέσεις που δημιουργούνται στο χώρο υπέρ των συμφερόντων των πολλών, αλλά για να επιβάλουν τα συμφέροντα των λίγων.
Η αλήθεια είναι ότι αν δεν αλλάξει η κοινωνική-οικονομική βάση, δηλ. το καπιταλιστικό σύστημα, δεν θα υπάρξει ουσιαστική αλλαγή και στις συνέπειες που αυτό έχει στο χώρο και την πόλη. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να έχουμε προτάσεις για βελτίωση της ζωής των εργαζομένων, αλλά αν δεν ξέρει κανείς πού βρίσκεται και έχει αυταπάτες, για το μέχρι πού μπορεί να φτάσει, δεν θα μπορέσει να έχει και τις απαντήσεις για το οποιοδήποτε πρόβλημα.
Η οικονομική κρίση, που με ειδεχθείς όρους επέβαλε το κεφάλαιο να πληρώσουν οι φτωχοί μέσα από το πολιτικό του προσωπικό, επέτεινε τις αντιθέσεις στο χώρο. Η κατακόρυφη πτώση της οικοδομικής δραστηριότητας και η έλλειψη χώρων, σε συνδυασμό με την αύξηση της τουριστικής κίνησης, έχουν δημιουργήσει ένα εκρηκτικό περιβάλλον, αφού η δυναμική ανάπτυξη του τουρισμού έχει διεισδύσει σε οποιονδήποτε χώρο μπορεί να φιλοξενήσει ανθρώπους. Αυτή η εξέλιξη έχει την τάση να εκτοπίσει τις άλλες χρήσεις που δεν έχουν τέτοια δυναμική, αλλά έχουν ζωτική σημασία για τη λειτουργία της πόλης, όπως η κατοικία. Στα Χανιά πολλοί είναι αυτοί που έψαχναν για μήνες κατοικία για να ενοικιάσουν και να μπορέσουν να εργασθούν, αλλά έφυγαν. Και ήταν δάσκαλοι, καθηγητές, γιατροί. Καταλαβαίνουμε τι θα συμβεί σε μία πόλη που έχει τουρίστες, αλλά όχι δασκάλους και γιατρούς. Θα λειτουργεί μόνο ως τουριστικό θέρετρο. Αυτό όμως θέλουμε;
Ενα άλλο στοιχείο που επιτείνει αυτό το φαινόμενο είναι ότι λόγω πάλι της οικονομικής κρίσης, πολλοί συμπολίτες μας πουλάνε τα σπίτια τους, ιδίως όταν βρίσκονται σε ιστορικά διατηρητέα μνημεία όπως η παλιά πόλη Χανίων, γιατί από τη μια δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να τα επισκευάσουν (συνήθως είναι παλιά και χρήζουν συντήρησης) και από την άλλη δέχονται πιέσεις (όντας σε εχθρικό περιβάλλον) για την πώλησή και μετατροπή τους σε τουριστικά καταλύματα.
Άλλοι πάλι δεν πουλάνε, αλλά έχουν μετατρέψει τις κατοικίες τους σε τουριστικά καταλύματα. Σε αυτό βοήθησε η νομοθεσία που ισχύει τελευταία, αφού έδωσε τη δυνατότητα βραχυπρόθεσμης μίσθωσης ακινήτου μέσα από ψηφιακές πλατφόρμες για διάστημα μέχρι 90 ημερών ανά έτος. Η απαγόρευση καταχώρησης περισσότερων των δύο ακινήτων ανά ΑΦΜ δεν μειώνει το πρόβλημα, αφού στην Ελλάδα υπάρχει σε μεγάλο ποσοστό η μικροϊδιοκτησία. Προφανώς και δεν ευθύνονται οι ιδιοκτήτες που έχουν επιλέξει αυτές τις λύσεις, αν σκεφτούμε ότι ο καθένας προσπαθεί να επιβιώσει σε ένα εχθρικό περιβάλλον.
Το κράτος όμως έχει μεγάλη ευθύνη για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί. Θα μπορούσε να υπάρχει ποσόστωση ανά πόλη, ή γειτονιά, για βραχυπρόθεσμη τουριστική εκμετάλλευση, η οποία θα εξασφάλιζε μια ελάχιστη μάζα προς μακρά ενοικίαση από κατοίκους. Επίσης θα μπορούσε να υπάρχει επιδότηση των κατοικιών που είναι διατηρητέες ή βρίσκονται σε ιστορικά διατηρητέα σύνολα για την επισκευή τους, όπως σήμερα υπάρχει επιδότηση μέσω ΕΣΠΑ για την δημιουργία τουριστικών καταλυμάτων.
Δεν είναι τυχαίο που στα Χανιά η αντίθεση ανάμεσα στην κατοικία και τον τουρισμό εκφράζεται με οξύτητα στην παλιά πόλη, αφού είναι η πρώτη επιλογή για εύρεση τουριστικού καταλύματος και πρώτος τουριστικός προορισμός. Η σύγκρουση ανάμεσα στις χρήσεις που αναφέρονται στον τουρισμό και την κατοικία είναι ισχυρή, η πλάστιγγα όμως γέρνει προς τις τουριστικές χρήσεις, αφού αυτό επιθυμούν οι αγορές και κανείς δεν προτίθεται να παρέμβει ουσιαστικά υπέρ των κατοίκων.
Έχει όμως μια πόλη χωρίς κατοίκους μέλλον; Και ποια θα είναι η επίδραση στον τουρισμό αν η παλιά πόλη νεκρώσει από κατοίκους;
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Το 1991 έμενα στην Δυτική Γερμανία. Εκεί η κατοικία ήταν “εμπόρευμα προς εκμετάλλευση”. Οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης που ζούσα κατοικούσαν σε μεγάλα διαμερίσματα με δύο και τρία μπάνια. Το κάθε παιδί είχε δικό του, ευρύχωρο δωμάτιο. Ήταν η εποχή που κατέρρευσε το σύστημα στην Ανατολική Γερμανία και μπορούσε κανείς να ταξιδέψει σε αυτήν. Το τείχος υπήρχε ακόμα, η ζωή εκεί δεν είχε προλάβει να αλλάξει. Πήγαμε με ένα φίλο μου να δούμε τα πράγματα από κοντά, με τα δικά μας μάτια. Ταξιδέψαμε σε διάφορες πόλεις: Weimar, Dresden, Leipzig, Jena, Rostock, Ost-Berlin. Είδαμε πολλά νεοκλασικά κτήρια σε άθλια κατάσταση και παντού τα περίφημα Plattenbauten- πελώριες, εντελώς ομοιόμορφες, γκρίζες πολυκατοικίες από πλάκες μπετόν. Μια εικόνα απαξίωσης της ανθρώπινης ύπαρξης. Στην Jena μας φιλοξένησαν ένα ζευγάρι συγγενών του φίλου μου. Αυτό το ζευγάρι κατοικούσε με τα δύο παιδιά του σε ένα μικρό διαμέρισμα. Το διαμέρισμα είχε μόνο δύο μικρά δωμάτια και μια μικρή κουζίνα. Θέρμανση είχε μόνο στην κουζίνα-μια σόμπα άνθρακα. Μπάνιο δεν είχε. Τουαλέτα είχε κοινόχρηστη στον διάδρομο. Τη νύχτα ξαπλώσαμε ο φίλος μου και εγώ σε ένα στενό ντιβάνι στην κουζίνα. Πολύ νωρίς το πρωί μπήκε ο οικοδεσπότης μας ολόγυμνος στην κουζίνα (ήθελε να πλυθεί για να πάει στη δουλειά- ήταν φυσικός στην Zeiss), πήγε στον νεροχύτη που πλέναμε το βράδυ την σαλάτα (για να αγοράσουμε αυτή τη σαλάτα περιμέναμε μία ώρα στην ουρά), σήκωσε το ένα πόδι και το έβαλε στο νεροχύτη και άρχισε να πλένει μπροστά μας τα γενετικά του όργανα. Κύριε Τσουκάτο, ο ανταγωνισμός και η αγορά έφτιαξαν έναν ανθρώπινο κόσμο. Όταν οι τύχες τον ανθρώπων είναι στα χέρια λίγων, που είναι οι ίδιοι το κράτος και δεν έχουν ανταγωνιστές, έχουμε χώρες σαν τις κομμουνιστικές- απάνθρωπες. Όλη αυτή η αριστερή ανάγνωση της πραγματικότητας είναι μια θλιβερή αποτυχία του ανθρώπινου πνεύματος.
Προσπάθησα να απαντήσω νοερά στα δύο τελευταία ερωτήματα προσθέτοντας στην αναμέτρηση ανάμεσα στην κατοικία και τον τουρισμό τους παράγοντες πρώτον της ιστορικότητας και των μνημείων – όσο αφορά τουλάχιστον σημαντικά σε μέγεθος και παρουσία κελύφη κτηρίων στην παλιά πόλη και μιας γενικότερης μάλλον ρομαντικής προσέγγισης του ιστού αλλά και δεύτερον αυτόν των πολιτιστικών, καλλιτεχνικών και πνευματικών χρήσεων.
Οι παλιότερες – αλλά και πρόσφατες αναπλάσεις στην παλιά πόλη αφορούσαν ή σημαντικές πολιτιστικές χρήσεις (δεύτερος παράγοντας – αλλά και πρώτος μια που επρόκειτο για κτήρια – μνημεία) ή τον δημόσιο χώρο με μια καθολική αναζήτηση των ορίων του και της οριζόντιας επιφάνειας του – του πατώματος με την πλακόστρωση με πλάκες και κυβόλιθους των δρόμων και των πλατειών της πόλης – άντε και του εξοπλισμού της.
Με μια πρώτη ματιά φαίνεται πως στην αντιπαράθεση κατοικίας – τουρισμού η παράθεση του συνδυασμού μνημειακότητα – πολιτισμός είναι αποκλειστικά υπέρ των τουριστικών χρήσεων και του αντίστοιχου χαρακτήρα της πόλης. Για δύο λόγους: ο ένας είναι πως η βαρύτητα της ιστορίας και των μνημείων καταπιέζουν την κατοικία – ειδικά τα μνημεία – ερείπια χωρίς χρήσεις και αποτελούν πόλο έλξης επισκεπτών και τουριστών ενώ αντίστοιχα (δεύτερος λόγος) χρειαζόμαστε έναν διαφορετικού είδους πολιτισμό – και αντίστοιχες εκδηλώσεις – πιο μαζικό, με διαφορετικό χαρακτήρα – για να υπάρξει συμμετοχή και εμψύχωση των κατοίκων που – και αυτό δεν είναι αστείο – λόγο και της οικονομικής κατάστασης – μέχρι σήμερα – εκθέτουν ή / και εκδίδουν τις ζωές και τις συνήθειες τους – με αντίτιμο την ‘υποχρεωτική’ ενίσχυση και ‘καθιέρωση’ του τουριστικού προϊόντος. Επομένως και οι πολιτιστικές χρήσεις θα πρέπει να ασχοληθούν με την ενίσχυση της οικονομικής διάστασης της κατοικίας προσφέροντας ή ελαφρύνσεις ή επιπλέον εισόδημα στους μόνιμους κατοίκους ή σε επαγγελματίες που θα ήθελαν να προσφέρουν. Είναι απαραίτητο να υπάρξει μια ομαλή αντιστοιχία με τα νέα οικονομικά και κυρίως παραγωγικά χαρακτηριστικά και παραμέτρους της εποχής.
Μερικά πράγματα που έπρεπε να είχαν γίνει με την αποδοχή του brand name της πόλης ή αναβλήθηκαν ή δεν έγιναν σωστά.
Τέλος, μια νεκρή πόλη με το μέγεθος της περιμέτρου του βυζαντινού τείχους και διάμετρο λίγο μεγαλύτερη από 850 μέτρα – επίκαιρο λόγο της συζήτησης για τα κτήρια ιδιοκτησίας του Πολυτεχνείου – θα μετατρεπόταν πολύ εύκολα σε υπερμεγέθη τουριστική εγκατάσταση καταλυμάτων υποχρεώνοντας και την υπόλοιπη πόλη – την περίμετρο του βενετσιάνικου τείχους – να την εξυπηρετεί – κάτι τέτοιο όμως θα ήταν μάλλον προβληματικό και η επιτυχία του δεν θα ήταν εξασφαλισμένη στο διηνεκές… Η παρουσία και μάλλον ο ‘εξαναγκασμός’ κατοίκων και εργαζομένων σε διάχυση με τους τουρίστες θα ήταν επιβεβλημένος αλλά αυτό είναι από το θετικό αντίτιμο της φιλοξενίας αρκεί να υπάρχει μέτρο και κανόνες.
Οι ιστορικές πόλεις είναι αποτέλεσμα σταδιακής ανάπτυξης με έντονη την συμμετοχή του παρελθόντος – πολιτικών και γεωγραφικών – οικονομικών και κοινωνικών γεγονότων και όσο είναι αλώβητες ή έστω ζωντανές είναι έκφραση πολυλειτουργικότητας και ανάμειξης χρήσεων. Το να μένεις προσηλωμένος σε πολιτιστικές και αισθητικές αναπλάσεις χωρίς αντίστοιχη ενδυνάμωση της κατοικίας και των κοινωνικών δομών και χωρίς την επικαιροποίηση, την νομιμοποίηση και μονιμοποίηση των χαρακτηριστικών κατοίκησης που στην μεταμοντέρνα εποχή παρουσιάζουν διαφοροποιημένα και μάλλον νομαδικά ή περιθωριοποιημένα χαρακτηριστικά – λόγο ίσως και της ήττας τους σε αυτήν την σύγκρουση με άλλες οικονομικές εκφράσεις του χώρου έχει ένα πλήθος επιπλέον συνεπειών. Αναμένω με αγωνία το δεύτερο μέρος του άρθρου.
Οι κάτοικοι της Παλιάς Πόλης δεν έχουν χρήματα για να αναπλάσουν τα σπίτια τους, ούτε μπορούν να τα συντηρήσουν. Ούτε το Κράτος, ούτε ο Δήμος δεν θα συντηρήσουν ή θα αναπλάσουν την Παλιά Πόλη (εκτός από μερικά μνημεία). Η Παλιά Πόλη θα ήταν καταδικασμένη σε αργό θάνατο αν δεν υπήρχε η τουριστική της εκμετάλλευση, οι άνθρωποι που θέλουν μαγαζιά στην Παλιά Πόλη φροντίζουν να υπάρχουν και τα κτήρια και μάλιστα σε καλή κατάσταση. Λαμπρό παράδειγμα η οδός Νταλιάνι. Εφόσον τα καταστήματα και οι χώροι εστίασης κρατούν την Παλιά Πόλη ζωντανή, εκεί πρέπει να δοθεί η προτεραιότητα. Πόσοι κάτοικοι θα μείνουν τελικά στην Παλιά Πόλη θα φανεί στην πορεία, αυτό δεν μπορεί να το προσδιορίσει κανείς. Την ενοικίαση ιδιωτικών χώρων σε τουρίστες την θεωρώ προβληματική, για πολλούς και διάφορους λόγους, εδώ το Κράτος θα μπορούσε να νομοθετήσει αυστηρούς περιορισμούς.