Η πράξη υλοποιεί τη δέσμευση της ΕΕ να άρει τους φραγμούς για τα άτομα με αναπηρία, μια από τις υποχρεώσεις της ως συμβαλλόμενου μέρους της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία.
Η πράξη διασφαλίζει ότι όλα τα άτομα έχουν πρόσβαση σε σειρά καθημερινών προϊόντων και υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων μεταφορών, των τραπεζικών υπηρεσιών, των ηλεκτρονικών υπολογιστών, της τηλεόρασης, των ηλεκτρονικών βιβλίων και των διαδικτυακών αγορών.
Για τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις προσβασιμότητας, τα ΑΤΜ θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να είναι εξοπλισμένα με οπτικά και ηχητικά σήματα που να υποδεικνύουν πού πρέπει να εισαχθεί η τραπεζική κάρτα ή από πού βγαίνουν τα μετρητά.
Η εφαρμογή της πράξης για την προσβασιμότητα συμβάλλει στη στρατηγική για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία 2021-2030, και η πράξη προβλέπει δράσεις για τη στήριξη της πλήρους συμμετοχής των ατόμων με αναπηρία στην εφαρμογή της.
Οι εταιρείες θα έχουν στη διάθεσή τους τρία χρόνια για τη συμμόρφωση των υπηρεσιών και των προϊόντων τους με τις κοινές απαιτήσεις της ΕΕ για την προσβασιμότητα. Αυτό θα προωθήσει την καινοτομία, θα εξασφαλίσει κοινά πρότυπα σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά της ΕΕ και, κατ’ επέκταση, θα ωφελήσει τους καταναλωτές που θα επωφεληθούν από μια ευρύτερη και χωρίς αποκλεισμούς προσφορά σε ανταγωνιστικές τιμές
Η στρατηγική για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία
για το 2021 – 2030
Τον Μάρτιο του 2021, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε τη στρατηγική για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία για το 2021-2030.
Η στρατηγική αυτή βασίζεται στα αποτελέσματα της προηγούμενης ευρωπαϊκής στρατηγικής για την αναπηρία (2010-2020), η οποία άνοιξε τον δρόμο για μια Ευρώπη χωρίς φραγμούς και για την ενδυνάμωση των ατόμων με αναπηρία ώστε να μπορούν να απολαμβάνουν τα δικαιώματά τους και να συμμετέχουν πλήρως στην κοινωνία και την οικονομία.
Παρά την πρόοδο που σημειώθηκε την τελευταία δεκαετία, τα άτομα με αναπηρία εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σημαντικά εμπόδια και διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού.
Στόχος της στρατηγικής είναι να διασφαλιστεί ακόμη περισσότερο ότι όλα τα άτομα με αναπηρία στην Ευρώπη, ανεξαρτήτως φύλου, φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, ηλικίας ή σεξουαλικού προσανατολισμού απολαμβάνουν τα ανθρώπινα δικαιώματά τους, έχουν ίσες ευκαιρίες, ίση πρόσβαση για συμμετοχή στην κοινωνία και την οικονομία είναι σε θέση να αποφασίζουν πού, πώς και με ποιον ζουν μετακινούνται ελεύθερα στην ΕΕ, ανεξάρτητα από τις ανάγκες υποστήριξής τους, και δεν υπόκεινται πλέον σε διακρίσεις.
Αυτή η νέα και ενισχυμένη στρατηγική λαμβάνει υπόψη όλες τις μορφές αναπηρίας, μεταξύ άλλων, τις μακροχρόνιες σωματικές, ψυχικές, νοητικές ή αισθητηριακές αναπηρίες (σύμφωνα με το άρθρο 1 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία), οι οποίες συχνά είναι αόρατες.
Ιστορικό Σύμβασης για τα δικαιώματα των ΑμεΑ
Η Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία και το Προαιρετικό Πρωτόκολλό της ( A/RES/61/106 ) εγκρίθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2006 στα κεντρικά γραφεία των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη και άνοιξε προς υπογραφή στις 30 Μαρτίου 2007. Υπήρξαν 82 υπογράφοντες τη Σύμβαση, 44 υπογράφοντες το Προαιρετικό Πρωτόκολλο και 1 επικύρωση της Σύμβασης.
Αυτός είναι ο μεγαλύτερος αριθμός υπογραφόντων στην ιστορία μιας Σύμβασης του ΟΗΕ την ημέρα έναρξης της. Είναι η πρώτη συνολική συνθήκη για τα ανθρώπινα δικαιώματα του 21ου αιώνα και είναι η πρώτη σύμβαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα που είναι ανοιχτή για υπογραφή από περιφερειακούς οργανισμούς ολοκλήρωσης. Η Σύμβαση τέθηκε σε ισχύ στις 3 Μαΐου 2008.
Η Σύμβαση ακολουθεί δεκαετίες εργασίας των Ηνωμένων Εθνών για την αλλαγή στάσεων και προσεγγίσεων για τα άτομα με αναπηρία. Ανεβάζει το κίνημα από το να βλέπει κανείς τα άτομα με αναπηρίες ως “αντικείμενα” φιλανθρωπίας, ιατρικής περίθαλψης και κοινωνικής προστασίας προς το να βλέπει τα άτομα με αναπηρία ως “υποκείμενα” με δικαιώματα, που είναι ικανά να διεκδικήσουν αυτά τα δικαιώματα και να λάβουν αποφάσεις για τη ζωή τους. με βάση την ελεύθερη και ενημερωμένη συγκατάθεσή τους καθώς και ως ενεργά μέλη της κοινωνίας.
Η Σύμβαση προορίζεται ως μέσο για τα ανθρώπινα δικαιώματα με ρητή διάσταση κοινωνικής ανάπτυξης. Υιοθετεί μια ευρεία κατηγοριοποίηση των ατόμων με αναπηρία και επιβεβαιώνει ότι όλα τα άτομα με κάθε είδους αναπηρία πρέπει να απολαμβάνουν όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες. Διευκρινίζει και προσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο ισχύουν όλες οι κατηγορίες δικαιωμάτων για τα άτομα με αναπηρία και προσδιορίζει τομείς στους οποίους πρέπει να γίνουν προσαρμογές ώστε τα άτομα με αναπηρία να ασκούν αποτελεσματικά τα δικαιώματά τους και τομείς όπου τα δικαιώματά τους έχουν παραβιαστεί και όπου πρέπει να ενισχυθεί η προστασία των δικαιωμάτων.
Η Σύμβαση αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγματεύσεων κατά τη διάρκεια οκτώ συνόδων μιας ad hoc επιτροπής της Γενικής Συνέλευσης από το 2002 έως το 2006, καθιστώντας την τη συνθήκη για τα ανθρώπινα δικαιώματα με τις ταχύτερες διαπραγματεύσεις.