Τρικυμιώδη η γραφή στο ομότιτλο βιβλίο της συμπατριώτισσας συγγραφέως κας Κανιτσάκη γιατί πολύ απλά, κάθε στιγμή ανάγνωσης του βιβλίου “Τρικυμία…”, κατά έναν περίεργο λόγο, λογοτεχνικοί κυματισμοί – με ξέβραζε συχνά – πυκνά στα παράλια της όμορφης Σάμου.
Η αλήθεια είναι πως κάθε φορά που άνοιγα τις σελίδες του για έναν περίεργο λόγο έφτανα τάχιστα στο νησί του Πυθαγόρα. Σαν έκλεινα το βιβλίο, αργά – αργά, επέστρεφα στην καθημερινότητά μου, μέχρι που το μισητό κινητό μου ερχόταν τελειωτικά να σβήσει την κάθε εικόνα του ταξιδιού ετούτου.
Μεταξύ μας όμως φίλοι μου, το κινητό μου δεν ήξερε πως το βιβλίο είχε και άλλες σελίδες!! Και αυτό πάση θυσία δεν έπρεπε να το μάθει ποτέ. Για φαντάσου να ’ξερε πως εκτός του ότι με ταξίδευε στον χώρο, σε κείνο το νησί, με ταξίδευε και στο χρόνο οδηγώντας με σε κείνο το μακρινό (ή κοντινό;) 1914. Μα ούτε πρέπει να μάθει πως στο βιβλίο αυτό -όπως και σε πολλά άλλα βιβλία- κρύβεται ο αμύθητος θησαυρός της προσφοράς εκατοντάδων ωρών αγωνίας που αφιέρωσε η συγγραφέας για τη δημιουργία του, όπως δεν πρέπει να μάθει ούτε και για τα έντονα συναισθήματα και τα όσα όνειρα σφραγίζονται εντός του και διαχέονται ως «αρώματα πεύκων» ή σαν «μοσχοβολιά βρασταριού» σαν ανοίξεις τις σελίδες του…
Και να σας πω την πάσα αλήθεια πάντα αναρωτιέμαι για το γεγονός ότι αν ένα βιβλίο σου προξενεί όλα αυτά, τι συμβαίνει αλήθεια σα θα διαβείς την αγωνιώδη πόρτα μιας βιβλιοθήκης και διαπιστώσεις -αν θες- πως στα ράφια της είναι συσσωρευμένοι τόνοι συναισθημάτων, αλλά και στον αέρα της εκατομμύρια σωματίδια ονείρων;
Ετσι κι αυτό το βιβλίο επιτυγχάνει τον στόχο του αναγκάζοντάς με, εξ αρχής, να αναζητήσω στους χάρτες, που βρίσκεται τέλος πάντων αυτήν η παραλία της Κυριακού, να δω το Καρλόβασι και το Βαθύ, να ακουμπήσω την κολόνα του Ηραίου, να κοιτάξω από τη ρίζα του προς τα πάνω τον πύργο του Σαρακίνη. Να μεταφράζω τη χερσόνησο Dilek Dagi για να βρω τη Μυκάλη.
Πώς αλλιώς αυτό το βιβλίο θα μ’ ανάγκαζε, [λες και γω δεν ήθελα…], να μελετήσω την ιστορία του νησιού και να μάθω για τις Ηγεμονίες και τους παράλληλους -με αυτούς του τόπου μου- αγώνες των Σαμίων για την ένωσή τους με τη μητέρα Ελλάδα ή να προβληματιστώ για τη μοίρα του αγωνιστή νέου μα συμβιβασμένου υπέργηρου Σοφούλη.
Ναι, ναι, όλα αυτά τα κάνει ένα βιβλίο…
Να μου θυμίζει πως «η νύχτα είναι γεμάτη σκέψεις και ερωτηματικά αλλά -να μην ξεχνώ πως- το πρωινό, με το πρώτο φως, αναλαμβάνει να γλυκάνει κάθε πίκρα» ή να μου εξηγεί τη μοίρα ακόμα και του πιο σκληρού βράχου πως είναι «καταδικασμένος με τον καιρό, να στερηθεί τον όγκο του, να χάσει το μεγαλείο του, να γίνει ένα βότσαλο μικρό κι ασήμαντο κι ύστερα είναι ζήτημα αν απομείνουν απ’ αυτόν λίγα τρίμματα σκόνης να περιφέρονται στο απέραντο γαλάζιο…».
Κι ας χτυπούσε μετά το κινητό και έκλεινα το βιβλίο, εγώ δεν του έλεγα πως σε λίγο θα ταξίδευα και με τις υπόλοιπες σελίδες…
Σιγά μου του έλεγα για τα λαογραφικά στοιχεία της αναζήτησής μου, με τους μαστραπάδες, το χαρανί ή τη βούρια, τα σκαφόνια και την μπαλάσκα. Δεν θα του πω το μυστικό για τ’ αμποδέματα, μήτε πόσο καλόπιοτη είναι η σούμα μέσα στη «δίκαια κούπα» που σαν περάσεις την εσωτερική της γραμμή – όριο, θα χαθεί το σύνολο του μεθυστικού υγρού στα πόδια σου…
Δεν με είδε πως γέλασα με την ψυχή μου σα διάβαζα το: «κουκιά βραδί, κουκιά προυΐ, κουκιά του μισιμέρι..» ή σαν κρυφοκοίταξα τον… «γνωστό δαίμονα», εκεί στη σελ. 133, με το «πρώτο», το «δεύτερο» και το… «τέταρτο»…!!
Και σεις, αγαπητοί μου αναγνώστες τι συνεχίζεται να διαβάζεται την αράδα τούτη; Μπας και θέλετε να σας πω και για την πλοκή του βιβλίου με τις «τρικυμιώδεις» ζωές των προσώπων στα οποία αναφέρεται;
Οχι… όχι… Αυτό θα το δείτε εσείς…
Συμπαθάτε με βέβαια για το θάρρος να αναφερθεί ένας λογιστής σε αγωνίες, συναισθήματα και όνειρα, μα άνθρωπος είμαι και γω…
Σας παροτρύνω, λοιπόν, με το προηγούμενο θάρρος, να ταξιδέψετε και σεις λίγο κι αν σας σταματά που και που το κινητό σας ένα πράγμα να θυμάστε:
Να μην του πείτε το μυστικό μας.
Σας εξορκίζω μην του πείτε το μυστικό μας.
*οικονομολόγος Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Θεσ/κης
E-mail: eurohania@yahoo.gr