Η Σκλόκα είναι ο Μελικάν που θρέφει τα παιδιά του
στα νύχια του κρατεί καλά όλους που ζουν κοντά του.
Ούλα ‘ναι πλάσματα Θεού τη γη την ομορφαίνουν
ψυχή ‘χε μόνο άνθρωπος που του ‘δωσες Θεέ μου.
Μα σαν χαθεί η αναπνιά και βγαίνει η ψυχή του
πάει στον ουρανό ψηλά εις την ανάπαυσή τζη.
Βλέπεις της Σκλόκας το βουνό που κόπηκε εκεί πέρα
εκείν’ το σπίτι του παπά και κόβει τον αέρα.
Στα γλέντια λένε μπαλωτιές παίζουνε στον αέρα
μα εις της Σκλόκας το βουνό πυραύλους… κάθε μέρα.
Τα ζώα φοβερίζουνε και τους βοσκούς αντάμα
σαν τη βροντή ακούονται ως τω Χανιώ τη μπάντα.
Η Σκλόκα κόπηκε στα δυο την εποχή εκείνη
και δάκρυ μεσ’ τα μάτια μου σταγόνα δε θα μείνει.
Εδώ ψηλά που κατοικώ τη βλέπω κάθε μέρα
θύμησες φέρνει μου στο νου απ’ τη ζωή μ’ κει πέρα.
Το σπίτι π’ άφησε ο παπάς μένει στο κοιμητήρι
μπροστά μπροστά σαν θυρωρός κρατεί το θυμιατήρι.
Αυτό μου ‘πε στον ύπνο μου τη νύχτα πως μ’ αφήνει
στο κοιμητήρι του χωριού πάει να θυμιατίσει.
Η πρεσβυτέρα του π. Ιωάννου
Εμμ. Ανδρεαδάκη,
Ζαχαρένια Ανδρεαδάκη