Προ καιρού απούχαμε το Σταυρωμό και την Ανάσταση εσυλλογούμουνε, ετσά που εγώ ούλα τα κάνω λιανά (μουδέ μεγάλος γραμματικός νάμουνε) είντα να ΄ναι άτζεμπα εκείνονα το μεγάλο κρίμα απού για να διώξει από πάνω μας, ήρθε στο γ-κόσμο ο Γιος του Θεού.
Προπατορικό αμάρτημα μας το ΄χενε πωμένο ο δάσκαλος στο σκολιό.
Τα γραφτά λένε πως ήσανιε δυο αθρώποι σένα μεγάλο μπακσέ, το μ-παράδεισο, απούχενε ούλα τα καλά και ζούσανε σαν τσ΄ άρχοντες, δίχως κιαμιά ν΄ έγνοια. Ετούτονα το ζευγαράκι, τσοι λέγανε Αδάμ και Εύα, επωνύματα δε γ-κατέω.
Μουδέ να σκάφτουνε είχανε κιανένα ζόρε, μουδέ να σπέρνουνε μουδέ να θερίζουνε. Όη έει βεδέμα όη δεν έει και πώς να βγάλομε το λάδι τση χρονιάς, όη συρικώσανε τα σπαρμένα και δε θα κάμομε στάρι για το ψωμί. Ετρώγανε ούλα τα καλά αφού, ό,τι των άρεσε απλώνανε τη χέρα ντονε και το παίρνανε. Μουδέ κάψα είχανε μουδέ κρυγιώτη, μουδε τράπεζες να τσοι κυνηγούνε. Ήτονε λέει και θεόγδυτοι δίχως να ντρέπουνται. Ετούτονα εγώ δεν μπορώ να το καταλάβω αλλά μιας και το λένε τα κιτάπια ο απατός μου δε θα πω πράμα, να μην γ-κάμω αμαρτία δίχως νάχω διάφορο. Γιατί όντε ν΄ εσακούλιαζα μιτσός μερικά κερασάκια γή πορτακάλια, αμαρτία μπορεί νάτονε, αλλά είχα και διάφορο. Μην το πάτε παρέκει να με ρωτήξετε αν έχω κλεμμένο κιανένα άκουρο μπροσταρότραο γή κιανένα άσαμο ωζουλάκι, για δε θα σασε μολοήσω, όσο κιανε σασε μπιστέβγομαι.
Έχω θωρεμένους αθρώπους νάναι ολόγδυτοι αλλά μόνο στο γιαλό, παραμερές και στη γ-κάπσα του καλοκαιριού, κιανένα δεν έω θωρεμένο το χειμώνα. Μου φαίνεται πως ανε το κάμει στο χωριό κιανείς καταχείμωνα, άσε που θα πλευριτώσει, αλλά και θα τονε μαζώξουνε για το κουζουλάδικο.
Λένε πως των Είπε να τρώνε απούλα αλλά τσοι αβίζαρε να μη φάνε μήλο. Και γιάντα εδά να Διαλέξει το μήλο απού είναι ένα γ-καλό πορικό και πολλοί το τρώνε καλιά απού το φαΐ. Προσπάντως εκείνουσας τσοι καιρούς δεν είχενε μουδέ φάρμακα μουδέ λιπάσματα και θα ήτονε άλλη η νοστιμιά ν-του. Θα ν΄ εμπόρειε να Τονε πει να μη φάνε μπάμιες. Ακόμης στο μ-παράδεισο θα ν΄ είμαστονε.
Πρέπει όμως νάχενε αφήκει ο Αδάμ την Εύα αλιμπερτή, τση την έπεσε κι ο ασκημοθάνατος ο δαίμονας (οχρούτζη του από παε κι απού τω χρισιανώ τα σπίθια) και να τα χαΐρια, τα δικά ντωνε και τα δικά μας.
Για να την αφήκει αλιμπερτή, μαραμπούτης πρέπει νάτονε Έπρεπε να πατήσει το μ-πόδα ντου και να τση πει, θα τρώεις ό,τι τρώει κι ο άντρας σου. Από τότε σας εστραβώσανε τα πράματα κι ας ελέγανε, ως μερικά χρόνια οπίσω, πως ο άντρας ήτονε ο καπετάνιος στη φαμελιά.
Να σασε πω τα δικά μου, αλα μη σασε ξεφύγει ποθές. Κι ελόγου μου άμα πάω να πατήσω μ-πόδα στη γυναίκα μου, τσοι πλια φορές πατώ τον ένα μ-πόδα με τον άλλο.
Λέω να σταματήσω νάμαι έτσα σατράπης για θα ξενυχιαστώ μπίτις.
Για να γαήρομε στον άζουδο τον Αδάμ, εγώ πιστέβγω πως απίς την είδε κι έφαε το μήλο τηνε λυπήθηκε και λέει ας φάω κι εγώ για να μην την αφήσω ολομόναχη. Κι αφού επαρακούσανε τσοι πιάσανε κι οι ντροπές, όντε ν-Επήγε να τσοι αναρωτήξει για τη γ-κουζουλάδα απού εκάμανε. Εσκεπαστήκανε με συκόφυλλο, αντίς για ρούχο απού δεν είχανε. Σάϊκα με ελιόφυλλα δεν εμπορούσανε να το κάμουνε, εθέλανε ολόκληρες λιόφουντες. Γιάντα δεν εβάλανε μπανανόφυλλο απούναι μεγάλο, δε γ-κατέω.
Τσοί πόριξε απού το μ-παράδεισο για το ντουνιά απού ζιούμε, έθιαξε κι ένα ν΄ άλλο χειρότερο ν-τόπο, την γ-κόλαση. Τελειωμό δεν έχουνε τα βάσανα.
Μα θα μου πεις ετόσηνα τιμωρία για ένα μήλο ;; Ούτε χρυσό μήλο νάτανε όπως μας σε λέγανε για κάτι άλλα μήλα στο σκολειό. Δεν είναι και προς κακοφανισμού ανέ είπανε ας φάμε ένα μηλαράκι μα ο Θεός συχωρνά, πούλεγε κι ένας μπάρμπας μου όποτες έκανε κιαμιά ντζαρτζελιά.
Έχω ακουσμένα κι άλλης λοής την ιστορία ετούτηνα, απού αν το μολοήσω θα φορτώσω άλλη μιαν αμαρτία στη γ-καμπούρα μου και δεν έχω λίγες. Άλλο πράμα Των είπε να μην γ-κάμουνε και θα σας το μολοήσω. Λένε πως Των είπε να μην γαργαλήσει ο γεις τον άλλο κι ας μην ήτονε μουδέ πρωτοξάδερφα μουδέ δευτεροξάδερφα μουδέ απού το ίδιο σόι.
Πάντως στο μ-παράδεισο δυο εμπήκανε, δυο εβγήκανε. Απείς εβγήκανε αρχινήξανε κι επλησιαίνανε. Ανε είχαμε ετότεσας τελεόραση θα ν΄ εκατέχαμε πως εγενήκανε τα πράματα με το νι και με το σίγμα.
Κι απείς εφύγανε απού το μ-παράδεισο εφορτωθήκανε την αμαρτία, όη μόνο οι γ-ίδιοι αλλά τηνε παραδούδανε σαν την γ-κληρονομιά στσ΄ απογόνους τονε. Δεν γ-κατέω ανε τονε παραδώσανε κιανένα γ-καλό σπίτι γή παράδες, πράμα δύσκολο. Αμαρτία όμως τονε παραδώκανε, το βέβαιο.
Έω πεθυμιά να σασε λέω όσα μαθαίνω και για τούτονα γροικάτε είντά ΄μαθα. Ένας θεολόγος απού είναι πραματικώς θεοσεβούμενος άθρωπος, έβαλε τα κοπέλια στο σκολιό να γράψουνε όσα γενήκανε με τσοι δυο πρώτους αθρώπους στο μ-παράδεισο με ένα άλλο δικό ν-τονε τρόπο Δέστε εδά την αρώτηκση κι είντά ΄γραπσε ένα κοράσιο:
Σκεφτείτε μια διαφορετική εξέλιξη της ιστορίας στον κήπο της Εδέμ.
…..Η γυναίκα είδε πως οι καρποί του δέντρου ήταν εύγευστοι, ελκυστικοί και ξεσήκωναν την επιθυμία για την απόκτηση γνώσης. Πήρε λοιπόν έναν από τους καρπούς και έφαγε. Έδωσε και στον άντρα της που ήταν μαζί και έφαγε κι αυτός….
Τότε, άκουσαν τον Θεό να πλησιάζει, φοβήθηκαν και έτρεξαν να κρυφτούν. Ο Θεός όμως, ο οποίος ήξερε για την απαγορευμένη πράξη τους, τους ακολούθησε και τους ρώτησε αν πράγματι είχαν φάει από το απαγορευμένο δέντρο. Και οι δύο αποκρίθηκαν πως όντως είχαν μπει στον πειρασμό και είχαν δοκιμάσει. Έπειτα, προς έκπληξη τους, ο Θεός ξέσπασε σε γέλια και φαινόταν να κατακλύζεται από ένα αίσθημα περηφάνιας και ικανοποίησης. Όταν θέλησαν να μάθουν τον λόγο αυτής της χαράς, ο Θεός τους απάντησε πως μέσα από αυτή την ιστορία με το απαγορευμένο δέντρο, ήθελε να ανακαλύψει κατά πόσο ο άνθρωπος καθοδηγείται από την περιέργειά του και επιθυμεί να προοδεύει, εξερευνώντας και παίρνοντας ρίσκα. Έτσι, ήταν σίγουρος πως το δημιούργημά Του θα μπορούσε να τα καταφέρει και μόνο του στην κανονική ζωή, έξω από τον Κήπο της Εδέμ. Όταν μάλιστα και οι δύο του απάντησαν με ειλικρίνεια πως όντως είχαν φάει τον καρπό και κανένας δεν κατηγόρησε τον άλλο για αποπλάνηση, ο Θεός ευχαριστήθηκε ακόμα περισσότερο, καθώς θεωρούσε τις αρετές της ειλικρίνειας και της προσωπικής ευθύνης, πιο σημαντικές από την τυφλή υπακοή στις εντολές Του. Έτσι, την επόμενη μέρα ο Αδάμ και η Εύα έφυγαν από τον Κήπο, αφού ο Θεός έκρινε πως ήταν πλέον έτοιμοι να ζήσουν τη ζωή τους μακριά από την προστασία του, να ανακαλύψουν νέα πράγματα, να παίρνουν την ευθύνη των πράξεών τους και να βιώνουν τόσο τις ευχάριστες συνέπειες που προκύπτουν από αυτές, όσο και τις δυσάρεστες.
Μου τα ξεπαράλιε ο φιλος όπου εδυσκολέβγουμνε κι εκουζουλάθηκα. Είντα να πω απού το δεκαπεντάχρονο κοράσιο έκαμε πάσπαλο τσοι γιαφτάδες, όη μονο τ΄απατού μου αλλά και πολλώ αλλωνώ.
Να πω όμως και τουτονέ. Μπορεί να κάνουμε κιανένα καλαμπουράκι με μερικά πράματα απου είναι στα χωράφια τση πίστης, αλλά με το σέβας, γιατί στη χρισιανοσύνη χρωστούμε πολλά. Δε μπατσιάρομαι για άλλες ράτσες, παρά εμείς οι Ρωμιοί κατέμε πως η ράτσα μας θα ν΄ είχε χαθεί α΄ δεν είμαστονε χρισιανοί και γροικάτε γιάντα. Όντε ν-ήτονε οι μπουρμαδες στσοί τόπους μας, αλλά και σ΄ ούλους τσοι τόπους απού βαστούσανε, μόνη διαφορά, μπάρε μου ως τα 1900, ήτονε νάσαι με το μουχαμέτη και να μη πλερώνεις χαράτσια γή νάσαι χρισιανός, να κακοπερνάς και να πληρώνεις χαράτσια, δεν εξεχωρίζανε τσοι ράτσες. Εμείς είχαμε διαφορά πως ενοιώθαμε Ρωμιοί, τη μ-πίστη στη Χρισιανοσύνη, τα εθίματα και τη γλώσσα. Άμα όμως χανούντανε η πίστη ενιούς Ρωμιού, εχανούντανε κι ούλα τ΄ άλλα, εχανούντανε κι ο γ-ίδιος για τη Ρωμιοσύνη. Δηλαδής και πράμ΄ άλλο να μην εχρωστούσαμε στην Εκκλησία και τη χρισιανοσύνη, ένα μ-πράμα χρωστούμε, ανε λείπανε δεν θα υπάρχαμε σα ράτσα. Δε χρωστούμε και λίγα.
Είμαστονε όμως κι αλλάργω απού τσοι ταλιμπάνηδες απού ανε μ-πεις πως πάει στραβά μια ν-τρίχα απού το μουστάκι γή τα γένια του προφήτη ν-τονε, εχάθηκες.
Ετούτανα θα ξεπαραλύσω μια άλλη βολά, ετσά απού τα θωρώ εγώ, ανε μ΄ αφήκουνε καιρό οι δουλειές απού δεν τσοι προλαβαίνω.
ο ΚατωΚεφαλιανός
Κύριε Μπομπολάκη, έχετε το χάρισμα να μιλάτε με τρόπο που μας γυρίζει στα παλιά, σε κατάσταση δυσεύρετη πλέον, και συγχρόνως μας αναγκάζει (ευτυχώς!) να θυμηθούμε πως το σοβαρό μπορεί να συνυπάρχει με το εύθυμο – αυτό που πρέπει να έχει θέση στην καθημερινή ζωή. Ελπίζω να έχετε πολλά ακόμη να μας πείτε!