Κύριε διευθυντά,
θέλω µέσω της έγκριτης εφηµερίδας σας να εκφράσω τον ‘‘θαυµασµό µου’’ προς όλους τους κυβερνώντες την χώρα µου όσον αφορά την ψήφιση του καινούργιου νοµοσχεδίου και την φορολόγηση όλων των Ελλήνων.
Αποδείχθηκαν σκληρά καρύδια όλοι οι υπουργοί, υπουργός Oικονοµικών, Eργασίας και άλλοι πολλοί, και δεν πτοούνται παρόλες τις κινητοποιήσεις όλων των εργασιακών κλάδων. ∆εν είµαι φοροτεχνικός και ως εκ τούτου δεν γνωρίζω περί φορολογίας απολύτως τίποτα. Ακούω όµως απ’ όλα τα µέσα µαζικής ενηµέρωσης την έντονη διαµαρτυρία όλων των εργαζοµένων, τονίζοντας ότι το εν λόγω νοµοσχέδιο που ψηφίστηκε είναι άδικο, ιδιαίτερα για τις µικροµεσαίες επιχειρήσεις. Βλέπω δε να γίνονται διάφορες διαµαρτυρίες, σε όλη την επικράτεια του ελληνικού κράτους, συγκεντρωµένων συνανθρώπων µου, να κατεβαίνουν στους δρόµους και στις πλατείες φωνάζοντας και απαιτώντας να µην εφαρµοστεί το εν λόγω νοµοσχέδιο για διάφορους ζωτικής σηµασίας λόγους. Ένας απ’ αυτούς, λένε, είναι ότι συρρικνώνεται το καθαρό εισόδηµά τους και δεν µπορούν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους.
∆εν είναι δυνατόν να διαµαρτύρονται όλοι οι παραπάνω αναίτια. Μάλλον κάτι δεν πάει ντρέτα, όπως λέµε στην κρητική διάλεκτο.
Εγώ προσωπικά έχω εξέλθει από την αρένα της ζωής πριν από αρκετά χρόνια, θέλω όµως να σας αναφέρω κι εγώ τα παράπονά µου. Εγώ κύριε υπουργέ της Υγείας είµαι καρδιοπαθής και λαµβάνω φαρµακευτική αγωγή εδώ και χρόνια κάθε µέρα. Αλλά κάθε µήνα πληρώνω για τα φάρµακά µου 50 περίπου ευρώ. Πριν λίγα χρόνια δεν πλήρωνα καθόλου ή πλήρωνα πολύ λιγότερα. Εκείνο όµως που θυµάµαι πολύ καλά είναι ότι κάθε φορά που επισκεπτόµουν τον όποιο γιατρό, καρδιολόγο, παθολόγο κ.τ.λ. δεν έδινα χρήµατα για την επίσκεψή µου. Τώρα, εδώ και αρκετά χρόνια, για την κάθε επίσκεψή µου στον όποιο γιατρό δίνω από 50 έως 70 ευρώ. Όπως αντιλαµβάνεστε δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο ποσό.
Πιστεύω ότι πρέπει να µε απαλλάξετε από αυτήν την αδικία. Χρόνια και χρόνια πλήρωνα ασφαλιστικές εισφορές για να περάσω τα γηρατειά µου µε αξιοπρέπεια. Και ερωτώ: πού πήγαν τα χρήµατά µου αυτά; Υπάρχουν άνθρωποι που παίρνουν πολύ λίγα χρήµατα σύνταξη και πολύ µικρότερη από τις άλλες συντάξεις παίρνουν οι απόµαχοι γεωργοκτηνοτρόφοι. Από 300 έως 400 ευρώ δίνετε κύριε. Τι να πρωτοπληρώσουν; Για να ψήσουν ψωµί ώστε να απαλλαγούν από το έξοδο αυτό, φούρνος να καπνίσει έχει πολλά χρόνια στα χωριά µας. Πολλούς τους γκρέµισαν πριν από δεκαετίες οι βάρβαροι κατακτητές οι Γερµανοί και δεν ξαναστεριώθηκαν ποτέ και τους υπόλοιπους τους γκρέµισε η ανελέητη σκαπάνη του καταλύτη χρόνου. Άλλωστε, ποιος να ζυµώσει ψωµί σήµερα εφόσον νέοι άνθρωποι δεν υπάρχουν πια στα χωριά µας! Στις δεκαετίες του ‘60 και ‘70 σκόρπισαν στα πέρατα της γης τα εργατικά χέρια της επαρχίας µας και τα χωριά µας ερήµωσαν. Ευνόητο είναι ότι στο χωριό τους, σε αυτούς τους γερόντους που απέµειναν, το ψωµί τους το πηγαίνει ο φούρναρης. Με το αζηµίωτο βέβαια.
Πώς να τα βγάλουν πέρα οι άνθρωποι! Τα φάρµακα να πρωτοπληρώσουν; Το νερό; Τη ∆ΕΗ; Και πολλά άλλα καθηµερινά έξοδα, που αυτοί ακόµα απόµειναν να φυλάνε Θερµοπύλες! Ήθελα να ξέρω κύριοι, είστε ικανοποιηµένοι µε τα µέτρα που εξαγγείλατε, µε τόση ακρίβεια που ταλανίζει την χώρα µας; Είναι µέτρα αυτά που θα βοηθήσουν τον οικογενειακό προϋπολογισµό; Καθηµερινά, αλλά πολύ περισσότερο τις χρονιάρες µέρες που έρχονται; Η µείωση του 5% στα διάφορα ψώνια είναι µέτρο που σας ικανοποιεί;
Τελειώνοντας δε το σηµερινό άρθρο µου θέλω να υπενθυµίσω στον κύριο υπουργό των Οικονοµικών, τι µέλλει γενέσθαι µε τα αναδροµικά που µου κλέψατε; Επιτέλους, κάποια στιγµή θα µου τα επιστρέψετε… ή τρέφω ψεύτικες ελπίδες;
∆ηµήτρης Κ. Τυραϊδής
συγγραφέας – ποιητής
µέλος της Παγκοσµίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών,
µέλος των Πνευµατικών ∆ηµιουργών νοµού Χανίων
και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων